Δυστυχώς η ηρωική-«κριτική» φάση της δυτικής ιστορίας έχει παρέλθει, μιας κι η εμπέδωση της κοινωνίας της κατανάλωσης έχει επιφέρει ένα είδος νέκρωσης των παθών και μια ειρήνευση στα όρια της κατατονίας, δείγμα της οποίας, φυσικά, είναι κι ο κυρίαρχος, σήμερα, σχετικισμός ως άρνηση να πάρουμε οποιαδήποτε κατηγορηματκή θέση. Κατά τον Καστοριάδη, «ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων μοιάζει να υποφέρει από ένα είδος άμορφης ή “μαλακιάς” νεύρωσης: όχι δυνατά δράματα, όχι έντονα πάθη, μα χάσιμο των σημείων αναφοράς, που πάει μαζί
με μιαν άκρα μαλθακότητα των χαρακτήρων και των συμπεριφορών». Όπως έχει επανειλημμένως καταδειχθεί, το αγελαίο πνεύμα κι η άρνηση κάθε κριτικής ή ακόμη και του ίδιου του χιούμορ συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης γενιάς διανοούμενων και της «εμμονής τους με τον σεβασμό και την ευυποληψία». Εντός του γενικευμένου positive thinking που μας κληροδότησε η Αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60 αλλά και ως αρνητική συνέπεια της διάδοσης των πανεπιστημιακών ηθών μέσω της αύξησης του φοιτητικού πληθυσμού εντός της
Δύσης (η κυριαρχία των οποίων μετατρέπει τους διανοούμενους σε καριερίστες που ενδιαφέρονται κυρίως για την κοινωνική τους ανέλιξη και την προστασία από κριτικές που ενδεχομένως πλήττουν τη φήμη τους), επικρατεί πλέον μια –εντελώς υποκριτική– αιδώς που απαγορεύει την ανοιχτή και ριζική κριτική.
Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, σε έναν βαθμό –και πρόκειται εδώ για τη θετική εκδοχή του φαινομένου–, η τάση αυτή συνιστά αντίδραση στη σταλινική μονολιθικότητα και τον αριστερίστικο σεχταρισμό, που με «κριτική» και «πολεμική» εννοούσαν το κυνήγι μαγισσών και τη συκοφάντηση των διαφορετικών φωνών μέσω ξύλινων καταγγελιών. Σε κάθε περίπτωση, στον τομέα της διανόησης κυριαρχούν πλέον τα τεχνοκρατικά ήθη της «χίπστερ» και «προοδευτικής» μερίδας των σύγχρονων ολιγαρχιών, με την «εμμονική [της] τάση ν’ αναζητά διαρκώς τη συναίνεση». Όπως το θέτει εξαιρετικά ο Φιλίπ Μυρέ, εντός αυτής της αποπνικτικής κατάστασης, ακόμη κι η ανταλλακτική αξία –που είχε από καιρό, μέσα στην κοινωνία της κατανάλωσης, εκτοπίσει κάθε αξία χρήσης– παραγκωνίζεται με τη σειρά της από την «αξία εγκωμιασμού». Κανείς δεν δείχνει πλέον ικανός να εξοργίζεται, όπως παρατηρούσε κάποτε ο Ηλίας Πετρόπουλος, τούτος ο κάτοχος «της τέχνης της εξαλλοσύνης και του θυμού», που δήλωνε ότι εκσφενδονίζει τα βιβλία του «σα χειροβομβίδες». Η μόνη αγανάκτηση που γίνεται αποδεκτή είναι η «λυρική» υστε-
ρία της cancel culture, η οποία, ακριβώς επειδή είναι ανίκανη
ν’ ασκήσει πραγματική κριτική αλλά και ν’ αποδεχτεί τη σύγκρουση και τη διαμάχη ως βασικό στοιχείο της ζωής, το μόνο που ζητά είναι απαγορεύσεις και άλλα λογοκριτικού τύπου μέτρα.
Αυτό που απουσιάζει σήμερα σε ανησυχητικό βαθμό είναι ακριβώς τούτο το πνεύμα της σύγκρουσης, η αγωνιστική διάθεση κι η καλώς εννοούμενη μαχητικότητα: η ετοιμότητα να βγει κανείς και να καταγγείλει ό,τι θεωρεί κακό, καταπιεστικό, αλλοτριωτικό ή και απλώς κακής ποιότητας κι αντιαισθητικό. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, απουσιάζει ακόμη και το αντανακλαστικό εκείνο που τρέφει την ικανότητα πραγματικής αγανάκτησης μπρος στα εκάστοτε κακώς κείμενα, όταν δεν πρόκειται απλώς για τις γνωστές, ανακριτικού τύπου προσπάθειες ανακάλυψης ρατσιστικών, σεξιστικών και άλλων συμπεριφορών, ή –πράγμα που συνιστά την πίσω όψη του ίδιου
νομίσματος– όταν δεν πρόκειται για τα λαϊκιστικά και
συνωμοσιολογικά παραληρήματα της νέας, «εναλλακτικής» Δεξιάς και Ακροδεξιάς που αποτελούν αντίδραση στην παραπάνω τάση. Εκλείπει, δηλαδή, η ίδια η αίσθηση επαγρύπνησης απέναντι στην παρακμή, η οποία αποτέλεσε κατά τη νεωτερικότητα βασικό κίνητρο φιλοσοφικού στοχασμού και πολιτιστικής κριτικής όπως επίσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Απουσιάζει επίσης και –σε ό,τι εδώ μας αφορά– η ικανότητα να εκφράζεται τούτη η αγανάκτηση μέσω αρθρωμένου και συγκροτημένου λόγου.