Από την τεχνοφιλία…στην Αποανάπτυξη
- August 28, 2017
- 0 comments
- 0
Απόσπασμα από το κείμενο του Δ. Μαρκόπουλου «Η νεοτεχνολογία και οι προεκτάσεις της», Πρόταγμα, τ.10, Ιούνιος 2017.
Το αφήγημα της τεχνοφιλικής ισότητας
Στο όνομα του πλουραλισμού, της ακατάσχετης πληροφόρησης κι ενός δήθεν εκδημοκρατισμού της επικοινωνίας, η νεοτεχνολογία το μόνο που ξέρει πολύ καλά να κάνει είναι να βομβαρδίζει το άτομο με εντελώς ασήμαντα πράγματα και να τροφοδοτεί τον ναρκισσισμό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας ψευδο-εξισωτικής προφητείας αποτελεί το εφεύρημα της τρισδιάστατης εκτύπωσης, όπου μέσω προσωπικών 3D εκτυπωτικών συσκευών θα μπορούμε να «φτιάξουμε» ό,τι θέλουμε και όποτε το θέλουμε. Εδώ ύψιστη αρχή και τελικός σκοπός ανακηρύσσεται η δυνατότητα να μπορούν όλοι να σχεδιάζουν και να παράγουν προϊόντα την ώρα ακριβώς που το επιθυμούν, παρακάμπτοντας την κλασική οδό της αγοράς τους από τις μεγάλες εταιρείες, ασχέτως του αν αυτά τα προϊόντα έχουν πράγματι κάποια χρησιμότητα. Αυτό που μετράει είναι η διαμοιρασμένη αίσθηση της άμεσης εκμετάλλευσης του τεχνολογικού δυναμικού.
Πρόκειται για την ίδια ακριβώς ψευδαίσθηση ισότητας που εκτρέφεται και στην περίπτωση της περιδίνησης στη δημόσια σφαίρα του διαδικτύου. Όπως ισχυρίζεται εύλογα, αλλά και ταυτόχρονα ανοήτως, ο πολύς Πάσχος Μανδραβέλης: «Στον κυβερνοχώρο, οικονομικά και τεχνολογικά όλοι βρίσκονται στο ίδιο σημείο εκκίνησης»[1]. Ωστόσο, τι περιεχόμενο διαθέτει τούτη η «ισότητα»; Μάλλον τίποτα παραπάνω από την ακατανίκητη, όπως φαίνεται, τάση να προσχωρούμε εξίσου στη φλυαρία, την κενολογία, και την αισθητική ασημαντότητα. Δηλαδή, τίποτε άλλο παρά έναν χαμηλότατης στάθμης τεχνολογικό και πολιτιστικό μέσο όρο που έχουμε δικαίωμα να απολαμβάνουμε στις κοινωνίες της μαζικής κουλτούρας.
Ο τεχνολογικός κομφορμισμός ενάντια στα κοινωνικά κινήματα
Η κουβέντα περί τεχνολογίας αποτελεί μια καλή αφορμή για να απεγκλωβιστούμε από το θεωρητικό σχήμα της καταστολής και του παντοδύναμου κράτους, το οποίο κυριαρχεί στις αναλύσεις των παραδοσιακών πολιτικών χώρων στο πλαίσιο του αντιαυταρχικού φαντασιακού που τους διαπνέει (και το οποίο, όπως είδαμε, κυριαρχεί ακόμη και στη σκέψη ενός συγγραφέα όπως ο Κούρτσιο, ο οποίος τονίζει, κατά τα άλλα, τις ευθύνες του ατόμου στην υποταγή του στην «Εικονική Αυτοκρατορία»). Έχει, νομίζουμε, φανεί από τα παραπάνω ότι είναι κυρίως οι πληθυσμοί που συμπλέουν με το νεοτεχνολογικό φαντασιακό και υιοθετούν την κομφορμιστική στάση ζωής που ταιριάζει στις κοινωνίες της μαζικής κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, η τεχνολογία σήμερα δεν είναι εργαλείο στα χέρια της κοινωνίας για ευημερία και πρόοδο αλλά αποκλειστικά μέσο προσωπικής διάκρισης εντός του καταναλωτικού ανταγωνισμού στον οποίο συμμετέχουν τα μέλη της. Άλλωστε, από πολιτική σκοπιά, ο άνωθεν κοινωνικός έλεγχος -είτε εντός αυταρχικών καθεστώτων είτε στις σημερινές (παρακμάζουσες) φιλελεύθερες ολιγαρχίες- αποκτά σημασία μόνο όταν υπάρχουν σοβαρά κοινωνικά κινήματα και πολιτικοί αγώνες που προβάλλουν επίμονα αντιστάσεις. Στην λιμνάζουσα εποχή μας, επομένως, το πρωτεύον είναι μάλλον να εξετάσουμε τις ανθρωπολογικές συνθήκες που καθιστούν δύσκολη ή αδύνατη την ανάπτυξη νέων κινημάτων. Ως εκ τούτου θα πρέπει πάντα να διερευνούμε τι επιπτώσεις έχει η σύγχρονη «τεχνολογικοποιημένη» ζωή στην ανθρωπολογική συγκρότηση των υποκειμένων.
Μήπως, λοιπόν, η έλλειψη δυναμικών κινημάτων αμφισβήτησης της σημερινής κοινωνίας θα πρέπει να αποδοθεί, όχι τόσο σε κάποιου είδους πρόσκαιρης υποχώρησης της πολιτικής και ταξικής συνείδησης, όπως συνήθως διατυμπανίζει η Αριστερά, αλλά κατά βάση στην ολοένα και πιο παγιωμένη τάση αποσύνθεσης των κοινωνικών δεσμών και της ίδιας της έννοιας της συλλογικότητας; Μήπως στην αδυναμία εμφάνισης πολιτικών αγώνων στις πόλεις και τις γειτονιές τους συμβάλλει και ο ναρκισσιστικός τρόπος ζωής ο οποίος διά του τεχνολογικού εθισμού μας αναπαράγεται και γιγαντώνεται; Πόσο θετικό ή πόσο αρνητικό είναι το κινηματικό ισοζύγιο που έχει να επιδείξει η πολυθρύλητη προσβασιμότητα στην υπερ-πληροφόρηση, όταν η κύρια λειτουργία της -αν το εξετάσουμε καλά το πράγμα- είναι μάλλον η ολοκληρωτική μας προσρόφηση στην ευκολία και στον αυτοματισμό της ελάχιστης δυνατής προσπάθειας; Εν τέλει, ενώ σήμερα η εξάπλωση της ψηφιακής κουλτούρας οδηγεί στην πλήρη παρακμή και εξαφάνιση κάθε στοιχείο κοινωνικού δεσμού, μήπως μας απασχολεί απλώς το ότι παρακολουθούν τα γκατζετάκια μας;
Δεδομένων όλων αυτών, τι περιθώριο υπάρχει για τις σημερινές κοινωνίες να ξεκολλήσουν από τα αδιέξοδά τους; Είναι λύση μια ολική άρνηση της τεχνικής -κατά τη λογική της «άρνησης του υπάρχοντος» για την οποία συχνά ακούμε στα υπερεπαναστατικά συνθήματα ή τα τσιτάτα των αναρχικών; Μάλλον όχι, μιας και είναι τόσο ολοκληρωτική η διείσδυση της νεοτεχνολογίας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας που μια τεχνολογική άρνηση θα επέφερε τρομερές δυσκαμψίες και δυσλειτουργίες στην κοινωνική μας ζωή. Δεν μιλάμε εδώ για κάποιες μηχανές στα εργοστάσια ή σε μεταφορικά μέσα κ.λπ. αλλά για ένα ολικό σύστημα που εμπλέκεται με την παραγωγή, την εργασία, την εκπαίδευση, την κατανάλωση, τη διασκέδαση, την ίδια την επικοινωνία σε κάθε επίπεδο, και αναλαμβάνει τον ρόλο μιας δεύτερης φύσης για τον άνθρωπο. Ως εκ τούτου μια έστω και στα χαρτιά απόρριψη αυτού του τεχνικού συστήματος μπορεί και να οδηγούσε σε ένα είδος «πυρηνικής καταστροφής» από τη στιγμή που δεν έχουμε με τι να το αντικαταστήσουμε, παρόλο που θα πρέπει ούτως ή άλλως να μειωθεί η έκταση και η ικανότητα αυτού του συστήματος να παρεμβαίνει στην κοινωνική και προσωπική ζωή.
Η συζήτηση μας φέρνει και πάλι μπροστά στο αδιέξοδο που βάζει η επικράτηση του αντιαυταρχικού φαντασιακού στην εποχή μας: όταν η κυρίαρχη λογική αυτού του κόσμου είναι η -στο όνομα του προοδευτισμού- «απελευθέρωση» από κάθε νόρμα, ρίζωμα, μόνιμη ταυτότητα, παράδοση, και γενικότερα κάθε «διαμεσολάβηση»∙ όταν με άλλα λόγια τα πάντα συγκροτούνται με αρνητικό τρόπο, τότε θα πρέπει να αγωνιστούμε υπέρ μιας υγιώς συντηρητικής αντίληψης που θα επαναφέρει με μια θετικότητα την ιδέα της ανθρώπινης χειραφέτησης και θα προσπαθεί να διατηρήσει και να προστατέψει -δηλαδή να συντηρήσει- στοιχεία και αρετές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που φθείρονται συστηματικά από τη σύγχρονη οικονομία και τεχνική[2]. Ετούτο, βέβαια, είναι και το δύσκολο σε μια κοινωνία που έχει μάθει να λειτουργεί μέσω της αποσύνθεσης και της διάλυσης κάθε στέρεου πράγματος. Όπως αναφέρει ο Ζαν-Μαρκ Μαντοζιό, «το καθήκον μας είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολο από ό,τι στην εποχή των λουδιτών, καθώς δεν έχουμε πλέον τίποτε σταθερό στο οποίο θα μπορούσαμε να στηριχτούμε. Ή, ορθότερα, δε μας μένει πλέον παρά ένα μόνο πράγμα που το κατέχουμε αποκλειστικά: η ανθρωπινότητάμας»[3].
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται γενικόλογα, ωστόσο, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος -αν και όχι πολύ πιθανός- είναι μια θεμελιακή επανεκκίνηση της δημιουργικής δραστηριότητας και φαντασίας της κοινωνίας (όπως θα έλεγε και ο Καστοριάδης) προς την κατεύθυνση της επανεκτίμησης των ορίων, της απλότητας, της αξίας χρήσης και ορισμένων βασικών στοιχείων του κοινωνικού είναι, όπως η συνείδηση του μέτρου και της θνητότητας, η αρμονική σχέση με τη φύση, η αλληλεγγύη μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων κ.λπ. Μια τέτοια ευρύτερη πολιτισμικά ή ανθρωπολογικά υπέρβαση είναι απαραίτητη για την έξοδο από το καθεστώς ασημαντότητας. Μια τέτοιου είδους υπέρβαση συνιστά -και ως τέτοια την αντιλαμβανόμαστε- η ιδέα της αποανάπτυξης, την οποία σπεύδουμε με κάθε ευκαιρία να υπερασπιστούμε σε τούτο το περιοδικό. Μέσω της θεμελιακής αυτής μεταστροφής θα αμφισβητηθεί και η καταστροφική παράνοια της νεοτεχνολογίας, ανοίγοντας ίσως τον δρόμο προς ένα πιο δημοκρατικό τεχνικό σύστημα: μια δημοκρατικού τύπου τεχνική που, αντί να ιεροποιεί και να ενσαρκώνει την υπέρβαση κάθε ορίων, θα προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να τα ορίζει ο ίδιος κάθε φορά προς όφελος του συλλογικού καλού.
[1] Οι γκρίνιες για το Διαδίκτυο, ό.π.
[2] Για μια πιο αναλυτική παρουσίαση αυτού που αποκαλούμε «υγιή συντηρητισμό» βλ. την βιβλιοκριτική του Ν. Κασφίκη στο παρόν τεύχος σχετικά με τον Όργουελ και τις έννοιες common sense και common decency που ο ίδιος επεξεργάστηκε στο πλαίσιο του οράματος του δημοκρατικού σοσιαλισμού το οποίο προωθούσε.
[3] Ζ. Μ. Μαντοζιό, Το τέλος του ανθρώπινου είδους; (μέρος β), μτφρ. Ν. Μάλλιαρης, Πρόταγμα τ.7, Οκτώβριος 2014, σ. 138.