Τελετές ενηλικίωσης
- September 21, 2011
- 0 comments
- 0
του Παναγιώτη Σιαβελή (αναδημοσίευση από το http://arguments.gr)
Σε κάποιες φυλές τους ξεριζώνουν τους κυνόδοντες, σε άλλες τους ξυλοφορτώνουν μέχρι λιποθυμίας ή θανάτου ενώ αλλού τους ανατίθεται μια σπουδαία και συνάμα επικίνδυνη αποστολή δολοφονίας κάποιου άγριου ζώου. Παντού στον κόσμο υπήρχαν και υπάρχουν διάφορες τελετές ενηλικίωσης, δοκιμασίες ένταξης στην ώριμη, ενήλικη κοινότητα για τα νεαρά μέλη για τα οποία έφτασε η ώρα να αποδείξουν ότι μπορούν να ανταπεξέλθουν σε μια ζωή σύμφωνη με τους κανόνες, τις αξίες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας τους.
Στη σημερινή ελληνική κοινωνία η τελετή διαρκεί περίπου τρία έως έξι έτη και κορυφώνεται το καλοκαίρι μετά την τρίτη τάξη του λυκείου, κατά τη διάρκεια του οποίου οι υποψήφιοι προς ένταξη βιώνουν μία τελική, εξαντλητική εμπειρία μέσω της οποίας μπορούν να αποδείξουν ότι είναι ικανοί να επιβιώσουν σύμφωνα με τις αρχές του ελληνικού κοινωνικού συμβολαίου. Διαψεύδοντας κάθε φορά τις συντηρητικές και φοβισμένες φωνές περί κατάρρευσης των αξιών και του κοινωνικού ιστού, τα παιδιά αυτά μας καθησυχάζουν, αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν ακόμα ιδανικά τα οποία μπορούν να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους, αν όχι ενώνοντάς τους όπως παλιά, τουλάχιστον βάζοντάς τους σε παράλληλες τροχιές, όπως τα άλογα του ιπποδρόμου (σχηματίζοντας κάτι με ξεκάθαρο σχήμα, όρια και εσωτερικές διασυνδέσεις το οποίο μοιάζει πολύ με μια συμπαγή κοινωνία), σε ένα παιχνίδι που, για να κρατηθεί σε λειτουργία, διέπεται από αρκετά σοβαρούς κανόνες και που, τελικά, είναι ικανό να γεμίσει με νόημα και να προσανατολίσει τους συμμετέχοντες, αποτελώντας τη θεμέλιο λίθο στην οποία βασίζεται η ίδια η ζωή τους και γενικότερα η λειτουργία της κοινωνία μας.
Πλησιάζοντας, λοιπόν, την ενηλικίωση, οι νεαροί της κοινωνίας μας παραδίδονται από τους γονείς τους στο παιχνίδι του σχολείου, τον τόπο και συνάμα τελετή στην οποία αυτή (η ενηλικίωση) θα πραγματωθεί, για να εφοδιαστούν με και να ασπαστούν τις απαιτούμενες για να εισέλθουν στον ενήλικο βίο αρετές. Κατά τη διαδικασία της σχολικής ηλικίας (ή, το ίδιο είναι, σχολικής ζωής), τα καθήκοντα και οι ρόλοι που αναλαμβάνουν οι υποψήφιοι για ενηλικίωση σφυρηλατούν την -ακόμα διαθέτουσα ψήγματα φαντασίας, αυθορμητισμού, ερωτηματικής και παιχνιδιάρικης διάθεσης- εύπλαστη ψυχή τους με αξίες και κανόνες οι οποίοι, όπως ακριβώς γίνεται με τον χάλυβα, την «σκληραίνουν», οριοθετώντας την αυστηρά, δίνοντάς της μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα το δικό τους σχήμα, συνθλίβοντας καθετί που δεν εφαρμόζει στην δική τους επιφάνεια και ωθώντας βαθιά στον απρόσιτο πυρήνα της όσα δε μπορούν να τσαλακωθούν.
Ποιες είναι αυτές οι αξίες με τις οποίες μορφώνουμε και καθιστούμε ενήλικες τις μέχρι πρότινος παιδικές ψυχές; Θα προσπαθήσω να τις ξεχωρίσω, αν και στο σύνολό τους νομίζω πως εύκολα θα μπορούσε να τις χωρέσει ένας και μόνο σύνθετος όρος, αυτός του κυνικού και υποβαθμισμένου ορθολογισμού. Χωρίς να έχει σημασία η σειρά θα αναφέρω αυτές που θεωρώ σημαντικότερες.
α) εργαλειοποίηση της γνώσης και της εμπειρίας (με στόχο την εμπέδωση της εργαλειοποίησης της ζωής, της ύπαρξης)
Στο σχολείο αλλά και εκτός αυτού (μιας και οι απαιτήσεις από τους γονείς αλλά και οι εξωσχολικές δραστηριότητες επικεντρώνονται πάλι σε αυτό, είτε με παραινέσεις για διάβασμα ,είτε με φροντιστήρια κ.λπ.) γίνεται μία μονοσήμαντη νοηματοδότηση της γνώσης (μιας και η προσφορά γνώσης είναι το μόνο που απέμεινε στο σχολείο, αφού ο εφοδιασμός με κριτική ικανότητα και ικανότητα άρθρωσης της γνώμης έχει προ πολλού ταφεί, προτού προλάβει να γίνει πραγματικότητα, με κάθε καινούργια απόπειρα εκταφής να φέρνει στην επιφάνεια ένα διαφορετικά μασκαρεμένο πτώμα). Η γνώση για τη γνώση, η γνώση σαν εμβάθυνση και εμπλουτισμός του τρόπου να συλλαμβάνουμε τον κόσμο, η γνώση σαν απόλαυση, δεν υπήρξε ποτέ στόχος ή επίτευγμα του ελληνικού σχολείου. Οι γρήγορες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία της τελευταίας τριακονταετίας βοήθησαν να ενισχυθεί και να αναπτυχθεί σε καρκινικό βαθμό μία χυδαία αντίληψη που θέλει τη γνώση να αποτελεί αυστηρά και μόνο προσωπικό εφόδιο για την μοναχική πορεία στη ζούγκλα της ελεύθερης αγοράς (ή στη ζούγκλα της κοινωνίας μας, το ίδιο είναι). Τα παιδιά μας εκπαιδεύονται να νιώθουν πως πρόκειται να αφεθούν σε (και ύστερα να δημιουργούν από μόνα τους) έναν κόσμο εχθρικό, δύσκολο, στον οποίο για να επιβιώσεις ή για να ευτυχήσεις χρειάζεσαι πολλά εφόδια, πολλές γνώσεις, στραμμένες όλες στην εργασία. Οι φίλοι, οι άλλοι, η κοινωνική αλληλεγγύη, δεν αρκούν ή δεν υπάρχουν, αφού ποτέ κανείς δε θα σε βοηθήσει, αφού όπως και εσύ, δεν έμαθε κανείς ποτέ να βοηθάει τον άλλον, αφού πρέπει ο καθένας μόνος, σύμφωνα με την αξία και τις ικανότητές του, να καταφέρει να κάνει κάτι στη ζωή του, να καταφέρει να προκόψει. Γνώση, λοιπόν, υποβαθμισμένη, η οποία απλά θα αποτελέσει μέσο επιβίωσης, γνώση εργαλειακή, στείρα και προσανατολισμένη να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε έναν κόσμο που έχει εν πολλοίς μαθηματικοποιηθεί και στραγγιχτεί από κάθε άλλη ουσία, από κάθε άλλη διάσταση πέρα από αυτή των μετρήσιμων και μετατρέψιμων σε χρήματα ή καταναλωτικά αγαθά μεγεθών.
β) ατομικισμός-ανταγωνισμός
Η νοηματοδότηση της γνώσης με τον τρόπο που προανέφερα εμπεριέχει ρητά και ενισχύει και μία βασική αρχή για την κοινωνική ζωή, για τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας, για τον αναμενόμενο τύπο συμπεριφοράς από τα άτομα. Τα παιδιά, για να μπορέσουν να γίνουν ενήλικες πρέπει να αφομοιώσουν την εξής βασική αρχή: όχι απλά ο καθένας μόνος του (μαθαίνει, μπορεί, επιβιώνει, κερδίζει), αλλά ο καθένας μόνος εναντίον όλων των άλλων (αγωνίζεται, ανταγωνίζεται, ξεχωρίζει, εκμεταλλεύεται). Η συγκινητική αυτή δομή του χαρακτήρα την οποία μοχθούμε για χρόνια να διαμορφώσουμε στα παιδιά μας μπορεί να μετρηθεί, να επιβεβαιωθεί και να εμπεδωθεί στο τελευταίο κομμάτι της τελετής ενηλικίωσης, στις πανελλήνιες εξετάσεις της τρίτης λυκείου. Στην αρένα αυτή δίνεται η μάχη που κερδίζεται ή χάνεται η ζωή των παιδιών μας. Αυτά καλούνται να παλέψουν, με ανταμοιβή μια καλή θέση στον κόσμο της εργασίας (δηλαδή στον κόσμο, το ίδιο είναι, μιας και τίποτε άλλο δεν έχει τόσο ισχυρή παρουσία όσο η εργασία και τα πέριξ αυτής), το ένα εναντίων του άλλου για την κατάληψη των καλύτερων θέσεων στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια. Καλούνται να προσπαθήσουν σκληρά (για τον εαυτό τους), χωρίς να κοιτάνε δεξιά και αριστερά (στους άλλους), εκτός αν είναι για να μπορέσουν να τους ξεπεράσουν (ή να τους αντιγράψουν). Καλούνται να κοιτάξουν το μέλλον τους σοβαρά, μόνο που αυτό που τους δείχνουμε είναι μια στενή, πολύ στενή ιστορία, μια αδύναμη και θλιβερή αφήγηση για έναν μόνο άνθρωπο, για έναν πρωταγωνιστή, για αυτόν και τη δουλειά του, χωρίς καθόλου να μας νοιάζει που στο πλαίσιο αυτό ξεχνάμε να χωρέσουμε και τους άλλους, ξεχνάμε να προσθέσουμε ως σημαντικό κάθε ευρύτερο του ατόμου σύνολο ή ζήτημα, ξεχνώντας, όμως, πως αυτός ο αποκλεισμός, ως γενική πρακτική, μας αφορά περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε, μιας και με τη σειρά τους όλοι οι άλλοι φροντίζουν να κάνουν ακριβώς το ίδιο, να μας αποκλείσουν δηλαδή από το πεδίο των ενδιαφερόντων και των προτεραιοτήτων τους, καλλιεργώντας έναν γενικευμένο ατομικισμό στα όρια του κυνισμού, συμμετέχοντας στη δημιουργία ενός κόσμου που απλά δε νοιάζεται για εμάς, που δε νοιάζεται για κανέναν.
γ) εντατικοποίηση της προσπάθειας, εξύμνηση της οικονομικής/καταναλωτικής δραστηριότητας
Η γιγάντωση της σημασίας της εργασίας, η οποία έχει κυριαρχήσει στην κοινωνική ζωή και έχει γίνει και κεντρικός στόχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας, απαιτεί με πολλούς τρόπους την εξοικείωση των εκπαιδευόμενων νέων με έναν τρόπο ύπαρξης εξίσου μονοθεματικό. Η εκπαίδευση είναι μια προσομοίωση της μετέπειτα ζωής (τι άλλο θα μπορούσε να είναι, άλλωστε;). Κατά τη διάρκειά της, οι αυριανοί εργαζόμενοι (και τίποτα άλλο) ωθούνται (μέχρι να καταλάβουν από μόνοι τους τα οφέλη της) σε μια εντατικοποίηση της προσπάθειάς τους να είναι καλοί μαθητές. Ξεκινάνε το πρωί στα δημόσια σχολεία, τρέχουν μετά στα ιδιωτικά φροντιστήρια και ύστερα επιστρέφουν σπίτι για να διαβάσουν και να προετοιμαστούν για την επόμενη μέρα. Το διάβασμα για έναν σωστό μαθητή δεν έχει τέλος, συνεχίζει σχεδόν αδιάκοπα όλη την ημέρα, όλο το χρόνο (με το τελευταίο κάστρο των καλοκαιρινών διακοπών να έχει ναρκοθετηθεί κι αυτό από φροντιστήρια). Ακρωτηριάζοντας τις εναπομείνασες «παιδικές» επιθυμίες για παιχνίδι, διασκέδαση, εξερεύνηση, το καθήκον του διαβάσματος μπορεί και γίνεται ελκυστικό μόνο με την υπόσχεση μιας κάποιας ανταμοιβής, αφού από μόνο του δε μπορεί να σταθεί παρά μόνο ως αναγκαίο κακό. Η ανταμοιβή για την αφοσίωση στο μαθητικό καθήκον έρχεται με τη μορφή όσων αυτή η ίδια είχε στερήσει, ως υποκατάστατό τους: μπορεί τα παιδιά να μην έχουν χρόνο να παίξουν με τους φίλους τους αλλά οι καλοί βαθμοί θα τους εξαγοράσουν έναν ωραίο υπολογιστή, με τον οποίο θα μπορούν να παίζουν όταν το διάβασμα τους έχει απομυζήσει και την τελευταία στάλα νεανικής δροσιάς (χώρια που στο μέλλον θα μπορούν να διαβάζουν ακόμα πιο αποδοτικά χάρη σε αυτόν). Το καλό χαρτζιλίκι ή τα πρωτοκλασάτα δωράκια είναι εισαγωγικοί θεσμοί στην έννοια του καλού μισθού του ικανού εργαζόμενου. Όχι μόνο χρωματίζουν μια ζωή η οποία έχει γίνει μονότονη και βαρετή αλλά ταυτόχρονα τις χαράσσουν και αυτήν ακριβώς τη νόρμα για να συνεχίσει να εκτυλίσσεται έτσι, γραμμικά, προβλέψιμα και χωρίς βάθος, χωρίς προεκτάσεις: οι νέοι μυούνται στον δικό μας τρόπο ζωής, όπου η εργασία γίνεται με στόχο την κατανάλωση, η οποία με τη σειρά της θα μας κρύψει για λίγο την αβάσταχτη ασχήμια μιας ζωής που -αποκομμένη από κάθε διαφορετικού είδους απόλαυση, από κάθε είδους ευχάριστη συνένωση και δημιουργική συνύπαρξη με τους άλλους, από κάθε ευρύτερη αξία και επιθυμία που θα μπορούσε να δώσει (άλλο) νόημα στον κόσμο και την ύπαρξή μας- είναι γεμάτη εργασία και τίποτα άλλο, που είναι κενή, μοναχική και άδεια, καταθλιπτικά παγιδευμένη –το σώμα της στην εργασία και το μυαλό στις καταναλωτικές απολαύσεις. Μια ζωή αποστεωμένη, λειψή και ακίνητη, με την εργασιακή της παράλυση να εναλλάσσεται διαρκώς με τις -δίκην μυϊκού σπασμού σε ένα εγκεφαλικά κατεστραμμένο κορμί- καταναλωτικές εκτονώσεις.
Αυτό είναι πάνω κάτω το περιεχόμενο της ενηλικίωσης στην Ελλάδα του 2011. Μια τελετή απόρριψης από τον παιδικό, ασθενικό για την ενήλικη ζωή οργανισμό κάθε χαρακτηριστικού που αφήνει ανοικτή την πιθανότητα για μια ενδιαφέρουσα, πολύπλευρη ζωή, βασισμένη στη δημιουργικότητα και την αλληλέγγυα συνύπαρξη. Μια διαδικασία μέσω της οποίας εκτρέφεται μια νέα γενιά που φωνάζει ανερυθρίαστα πως τα όνειρά της μπορούν να κλαπούν, όντας προφανώς μετρήσιμα, ίσως όπως τα χρήματα ή τα αντικείμενα και οι εμπειρίες καταναλωτισμού που φαντασιώνεται. Μια διαδικασία εξύμνησης της αθλιότητας μιας ζωής χωρίς έρωτα, χωρίς παιχνίδι, χωρίς κοινούς στόχους, χωρίς άλλους, μια υπόσχεση αγχωτικού εγκλεισμού σε μοναχικά κουτάκια, είτε αυτά λέγονται εργασία είτε αυτά λέγονται κατανάλωση – τηλεόραση, ηρεμιστικά χάπια, αυτοκίνητα, σπίτια, «πακέτα» διακοπών και λοιπές απολαύσεις, όλες τους σε κυβικό σχήμα ώστε να μπαίνουν εύκολα και «καθαρά» στη σειρά ή να μπορούν να αποθηκευτούν το ένα μέσα στο άλλο, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του ύψους και του βάθους σε οποιονδήποτε χάνεται ανάμεσά τους.
Πηγή: http://arguments.gr/node/205