Πραγματώνοντας μετα – αναρχικές ουτοπίες
- October 30, 2012
- 0 comments
- 0
του Αλέξανδρου Κιουπκιολή
Ουτοπίες;
Η έλευση της νέας χιλιετίας σήμανε το τέλος όχι μίας, αλλά δύο χιλιαστικών, εσχατολογικών ουτοπιών. Ειρωνεία της ιστορίας. Η δεκαετία του ’90 σάρωσε από τον χάρτη τη δυστοπία (πλέον) του σοβιετικού σοσιαλισμού, που εμφανιζόταν κάποτε ως ο αρχάγγελος μιας νέας κομμουνιστικής ανθρωπότητας. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και στις αρχές του νέου αιώνα εξόκειλε, όμως, και ο δίδυμος ανταγωνιστής της, το όραμα της επερχόμενης «Pax neoliberalis» που θα έγραφε το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας διαχέοντας παγκόσμια την υλική ευμάρεια των καπιταλιστικών αγορών και τη μακάρια ειρήνη των φιλελεύθερων δικαιωμάτων του ατόμου. Στις δύο μεγάλες κατακρημνίσεις θα μπορούσε κανείς να παρεμβάλει και την καθίζηση της υπόσχεσης για μια νέα ουτοπία την οποία διέσωζε ακόμη, κατά το πέρασμα στον νέο αιώνα, το κίνημα για μια άλλη παγκοσμιοποίηση, όσο διαλαλούσε ηχηρά και αμετανόητα ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Σήμερα αυτές οι κινηματικές χειρονομίες έχουν πλέον αραιώσει και ατονήσει, συμπαρασύροντας και την ετεροτοπική αναζήτηση που διατηρούσαν ζωντανή και οχληρή. Στον πλανήτη Γη βασιλεύει πλέον ένας κατά το μάλλον ή ήττον κυνικός, ηδονοθηρικός και ατομοκεντρικός πραγματισμός που ομνύει στην τεχνοκρατική διαχείριση του δεδομένου και στον τακτικισμό του προσωπικού επιτεύγματος ή του αγώνα επιβίωσης. Αν περισώζονται ακόμη σήμερα κάποια ψιχία ουτοπίας, προέρχονται μάλλον από την ουτοπία ως ου-τόπο, έναν χώρο που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως ονειροφαντασία διαφυγής.
Η ιστορία, ωστόσο, δεν έχει ανακοινώσει την τελική της ετυμηγορία για την ουτοπία. Η άμπωτις των παγκόσμιων αντιστάσεων κατά της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας άφησε πίσω της θύλακες μιας ετερόμορφης κοινωνικής ζωής, με σχετική διάρκεια στον χρόνο και ρίζωμα στον χώρο. Αυτοί δίνουν σάρκα και οστά στην ου-τοπία όχι με την έννοια του εκτός τόπου, της άρνησης κάθε πραγματικού χωροχρόνου, αλλά με τη σημασία που έχει η θετική απόρριψη της κυρίαρχης τοπογραφίας του παρόντος. Σκηνοθετούν, δηλαδή, σενάρια κοινωνικών σχέσεων τα οποία έρχονται σε ρήξη με τα καθιερωμένα πρότυπα της κοινωνικότητας. Αποκρυσταλλώνουν, ειδικότερα, ίχνη εξεγερτικών συμβάντων της τελευταίας δεκαετίας τα οποία εξέπεμψαν ετερόκλιτες αντιθέσεις στην νέα τάξη πραγμάτων. Μεταξύ άλλων, το argentinazo του Δεκεμβρίου του 2001, ο συναγερμός των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων της Αργεντινής κατά της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης της χώρας, μας κληροδότησε ένα πλήθος κατειλημμένων αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων. Ο ελληνικός Δεκέμβρης του 2008 πυροδότησε τη δημιουργία μιας σειράς νεότευκτων κοινωνικών χώρων, όπως το αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο της Ναυαρίνου στο κέντρο της Αθήνας και η πολιτιστική πρωτοβουλία στην πλατεία Γαρδένιας του Ζωγράφου, ενώ η οικονομική κρίση συνέβαλε στην ανάπτυξη ποικίλων οικονομικών πειραματισμών -δικτύων ανταλλαγής, παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών κ.α.
Μετα-
Οι νησίδες αυτές με τις αιρετικές συλλογικότητες χαρτογραφούνται στο αρχιπέλαγος της ουτοπίας. Θέλουν να εφαρμόσουν εδώ και τώρα την κοινωνική αυτοδιεύθυνση χωρίς αντιπροσωπευτικές μεσολαβήσεις. Επιδιώκουν να φτάσουν βαθιά τις ρίζες της ισότητας με την εξάρθρωση των κοινωνικοπολιτικών ιεραρχιών και των αποκλειστικών ιδιοκτησιών. Επιθυμούν να κάνουν πράξη τη μη κερδοσκοπική αλληλεγγύη στην καθημερινή ζωή και να αποχαλινώσουν τη φαντασία των ατόμων στην οικοδόμηση του υλικού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
Οι ουτοπίες που αχνογραφούν είναι αναρχικές. Ζητούν να σβήσουν από την καθημερινότητά τους τις καπιταλιστικές εταιρίες, με τις κερδοσκοπικές επιταγές τους, και το κράτος, με τη σημερινή υλική του βαρύτητα, αλλά και γενικότερα με την πολιτική της κάθετης γραμμής εντολών, της ανάθεσης, της διακυβέρνησης των κοινοτήτων από διαχωρισμένους κηδεμόνες. Η εξάλειψη του κράτους και του κεφαλαίου, η εργατική αυτοδιάθεση της παραγωγής, η συλλογική αυτοδιοίκηση των κοινωνιών χωρίς κατασταλτικούς μηχανισμούς και η αποδέσμευση της δημιουργικής ελευθερίας του ατόμου: αυτά είναι τα εμβληματικά ορόσημα του ιστορικού προτάγματος της αναρχίας αλλά και η τελική βλέψη του επαναστατικού μαρξισμού.
Είναι σκόπιμο, ωστόσο, να επικολλήσουμε το πρόθημα μετα- τόσο στη λέξη «αναρχικές» (μετα-αναρχικές) όσο και στη λέξη «ουτοπίες» (μετα-ουτοπίες). Για να σηματοδοτήσουμε με κάποιο τρόπο τις κρίσιμες μετατοπίσεις αυτών των ετερόδοξων κοινοτήτων σε σχέση με τις συντεταγμένες τόσο του ιστορικού αναρχισμού όσο και των παραδοσιακών ουτοπιών. Κυρίαρχες αναρχικές τάσεις έρρεπαν (και ρέπουν) προς τον ολοκληρωτισμό της ταυτόχρονης, ενιαίας ανατροπής όλων των κυρίαρχων κοινωνικών θεσμών, ενώ ασπάζονται τον συνυφή ολοκληρωτισμό της μίας άριστης δομικής συνταγής για όλες τις κοινωνίες της εξισωτικής αυτοδημιουργίας. Ήταν (και είναι έτοιμες) επίσης να επισείσουν βίαια όπλα για την επικράτηση των ιδανικών τους. Οι σύγχρονες μικροεστίες του αντιεξουσιασμού που μας ενδιαφέρουν έχουν αποτινάξει σε σημαντικό βαθμό και τις δύο αυτές ολοκληρωτικές και αυταρχικές έξεις. Ταυτόχρονα, είναι μετα-ουτοπικές στο μέτρο που μετατοπίζονται από τη στόχευση της ολοκλήρωσης, της εδραίωσης ενός κατά βάση ομοιογενούς νέου κόσμου, η οποία διαπνέει και επιφανείς εκδοχές της ουτοπίας του παρελθόντος. Αποποιούνται ακόμη στην πράξη το ιδεώδες της κοινωνικής αρμονίας που στοιχείωνε ομοίως την παράδοση της ουτοπίας.
Προτύπωση
Τα σύγχρονα εγχειρήματα της οριζόντιας αυτοοργάνωσης της εργασίας, του πολιτισμού και της αστικής χωροταξίας διακρίνονται από ένα κομβικό γνώρισμα που ξεχωρίζει επίσης ανάλογες δοκιμές του παρελθόντος. Προτυπώνουν στις ίδιες τις μεθόδους που μετέρχονται τους επιδιωκόμενους στόχους. Η κατάργηση των κάθετων εξουσιασμών, της ανισομερούς ισχύος, του ετεροκαθορισμού των κοινωνικών υποκειμένων δεν σηματοδοτεί μόνο τον τελικό προορισμό της δράσης αλλά διαπνέει τα ίδια τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να φθάσουμε εκεί. Η πολιτική οργάνωση των αγώνων και των κοινωνικών πρωτοβουλιών ενσωματώνει στις ίδιες τις ομάδες και τις διαδράσεις τους τις στοχεύσεις της αβίαστης, δημιουργικής σύμπραξης και του συλλογικού αυτοκαθορισμού στη βάση της ισότητας. Έτσι οι συνεταιρισμένοι εργάτες των ανακτημένων εργοστασίων προσβλέπουν σε μια οικονομία εργατικής αυτοδιεύθυνσης, αλληλεγγύης και ισότητας, αλλά υποδύονται και απολαμβάνουν από τώρα τα συμβιωτικά πρότυπα αυτού του κόσμου χάρη στον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνουν και διοικούν τις μονάδες παραγωγής που έχουν καταλάβει. Εξεικονίζουν από πριν, στο σήμερα, το μέλλον που ευαγγελίζονται. Την ίδια προεικονιστική λειτουργία επιτελούν και οι διαδικασίες με τις οποίες τα εμπλεκόμενα άτομα αναδιαρθρώνουν ενεργά το υλικό τους περιβάλλον και τις κοινωνικές τους συνδέσεις, στα εδάφη των πόλεων που μεταπλάθονται σε άλση και στους κοινωνικούς τόπους που απεργάζονται νέους κώδικες κοινωνικής διάδρασης. Έτσι υλοποιείται παροντικά η ριζική αυτονομία των υποκειμένων δράσης που κινητοποιούν τις ικανότητές τους για δημιουργία και αυτοπροσδιορισμό με ανοικτές εθελοντικές συνενώσεις. Το μέλλον ρίχνει τη σκιά του στο εδώ και τώρα: «είμαστε ήδη ελεύθεροι ενώ μαχόμαστε για την ελευθερία, είμαστε ήδη ευτυχισμένοι ενώ μαχόμαστε για την ευτυχία, όσο δύσκολες κι αν είναι οι περιστάσεις».
Η δυναμική της προτύπωσης αναθερμαίνει τη θέληση των εκφραστών της. Οι άνθρωποι του σήμερα δεν αναλώνονται αποκλειστικά σε μια θυσιαστική λογική διαρκών μαχών και στερήσεων για ένα μέλλον που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ζήσουν. Το άμεσο πρόπλασμα του ονείρου γίνεται πηγή απολαύσεων για τους φορείς του καθώς γεύονται εδώ και τώρα στιγμές του κόσμου που οραματίζονται. Και δεν δυναμώνει μόνο η βούληση των τεχνιτών της ουτοπίας αλλά και το σώμα της νέας υποκειμενικότητας που επαγγέλλεται το μέλλον, καθώς αυτή εξασκεί τις δεξιότητές της στον πρωτοβουλιακό αυτοκαθορισμό και την ελεύθερη, αλληλέγγυα συνύπαρξη. Έτσι προεικόνιση δεν σημαίνει μόνο αναγγελία αλλά και θεμελίωση και αρχόμενη οικοδόμηση του μέλλοντος.
Οι συγχρονικοί προάγγελοι της ισότιμης αυτονομίας ακτινοβολούν και προς τα έξω, προς τις περιβάλλουσες κοινωνίες τις οποίες μπορούν να θέλξουν με το ευτοπικό τους παράδειγμα. Αν ο «άλλος κόσμος» που επικαλούνται κινήματα της εποχής μας μπορεί να ηχεί χιμαιρικός και κούφιος, η μερική πραγμάτωσή του εδώ και τώρα συγκεκριμενοποιεί την ιδέα, της προσδίδει τις σαγηνευτικές ιδιότητες των εικόνων και μπορεί να πείσει εμπειρικά-πειραματικά για την εφικτότητά της.
Εμμένεια
Τα σύχρονα εργαστήρια της ουτοπικής αυτοθέσμισης λειτουργούν εντός των σύγχρονων κοινωνικών ιστών. Ανθοφορούν κυρίως στα χάσματα του πλέγματος των κυρίαρχων κοινωνικών δεσμών, σε σημεία όπου ραγίζει η καθιερωμένη κανονικότητα. Οι ετερόδοξες επιχειρήσεις της Αργεντινής, οι κυψέλες της αυτοδιεύθυνσης στην ημεδαπή και οι ηθικοπολιτικές προδιαθέσεις των αυτουργών τους καταλαμβάνουν τόπους που διαφεύγουν εν μέρει από τους βρόχους των πολιτικών ιεραρχιών, των εταιρικών ολιγαρχιών και της κερδοσκοπικής, ατομιστικής και ανταγωνιστικής ηθικής. Η ρηγματική αυτή «εμμένεια» είναι ενδεχομενική, δηλαδή, δεν αποτελεί αναγκαία ή φυσική τελείωση λανθανουσών δυνατοτήτων. Είναι παράλληλα, όμως, οιονεί υπερβατική, όχι με την έννοια ότι άγεται επέκεινα του γήινου κόσμου, αλλά στο μέτρο που ξεπερνά με άλματα δημιουργίας τις κρατούσες ορθοδοξίες και τις οριοθετήσεις τους. Συλλαμβάνοντας την εμμένεια των κοινωνικών πειραματισμών μέσα από αυτό το μη τελεολογικό και ρηγματικό πρίσμα, τη συσχετίζουμε κυρίως με την ιδέα ότι οι χασματικές κοινότητες της συλλογικής αυτενέργειας κυοφορούν εδώ και τώρα νέες κοινωνικές πρακτικές και υποκειμενικότητες, σε ποικίλα κοινωνικά τοπία του παρόντος. Και τις σφυρηλατούν σταδιακά και «από τα κάτω», με την ακηδευμόνευτη συνέργεια ατόμων και συλλογικοτήτων κι όχι υπό την καθοδήγηση πολιτικών και οικονομικών επιτελείων.
Οι στερεότυπες στρατηγικές της μεταρρύθμισης και της επανάστασης επιδιώκουν την ανασύσταση των θεσμών, των αντιλήψεων και των ηθών από «τα πάνω», πιεστικά και τεχνητά. Οι χειρουργικές επεμβάσεις τους στα κοινωνικά σώματα κινδυνεύουν συχνά να αποβούν ρηχές και ατελέσφορες. Επιβάλλονται μηχανικά στα υποκείμενά τους. Δεν συνεγείρουν τις δυνάμεις τους για κριτική σκέψη και δημιουργική δράση. Δεν πηγάζουν άμεσα από τη βούληση των ατόμων κι έτσι ενδέχεται να προσκρούσουν στην έλλειψη επαρκών κινήτρων, στην απουσία κατανόησης ή και σε ισχυρές αντιστάσεις. Αντίθετα, τα αμεσοδημοκρατικά κινήματα πόλης, οι αυτόνομοι συνεταιρισμοί, τα αυτοδιευθυνόμενα πάρκα και εργοστάσια προϋποθέτουν έναν αυτοδύναμο στοχασμό και σχεδιασμό εκ μέρους αυτών που εμπλέκονται. Εξελίσσουν τις ικανότητες των ατόμων στην ανάληψη πρωτοβουλιών και την αυτοκυβέρνηση γιατί τις κινητοποιούν διαρκώς και τις αναβαθμίζουν απαιτώντας απαντήσεις σε πρωτόγνωρες προκλήσεις και ωθώντας σε νέες επινοήσεις. Καταβάλλοντας τις επίπονες και μακροχρόνιες προσπάθειες που απαιτούν η παιδεία και η διάπλαση της υποκειμενικότητας, οι μετα-αναρχικές ουτοπίες εκπαιδεύουν τους θεμελιωτές νέων κοινωνικών κόσμων με συλλογική αυτοδιοίκηση και αναστοχαστικές, ποιητικές ατομικότητες.
Η πρακτική διαφορά αυτής της τακτικής κοινωνικής αναδόμησης από τις μεθοδεύσεις της συγκεντρωτικής επανάστασης των πρωτοποριών και τις άνωθεν μεταρρυθμίσεις μπορεί να παραλληλιστεί με τη διαφορά ανάμεσα στην παρασκευή προϊόντων από άτομα που εκτελούν οδηγίες χωρίς να τις καταλαβαίνουν πλήρως και χωρίς να συμφωνούν απαραίτητα με αυτές και στην ελεύθερη τέχνη τεχνιτών που γνωρίζουν, μαθαίνουν, συνεργάζονται και επινοούν.
Τα λανθάνοντα ή εμβρυακά σπέρματα μιας γενικής ικανότητας για αυτενέργεια μπορούν να ευδοκιμήσουν αρκεί να βρουν το κατάλληλο έδαφος. Αυτό τον ζωτικό ρόλο του καταλύτη και του θερμοκηπίου για τη συγκρότηση μιας αυτόνομης υποκειμενικότητας (που παραμένει πάντοτε ελλειπτική) παίζουν τα σύγχρονα σχολεία άσκησης της αυτοκυβέρνησης και της δημιουργικής πράξης. Δύσκολα μαθαίνει κανείς να κολυμπά, και είναι πολύ πιθανό να πνιγεί, αν ριχτεί αβοήθητος μεσοπέλαγα και βρεθεί εξαρχής στα βαθιά νερά μιας τρικυμίας. Από την άλλη, ωστόσο, το κολύμπι μαθαίνεται μόνο κολυμπώντας, στο νερό, στην πράξη και με εξάσκηση.
Ενδεχομενικότητα
Οι μετα-ουτοπικές αναιρέσεις της κοινωνικής παθητικότητας και ετερονομίας είναι ζωντανές διακηρύξεις της ελευθερίας της βούλησης. «Κάνουν αυτό που θέλουν» σε αντίξοες συνθήκες, μέσα σε τρύπες της ηγεμονικής πραγματικότητας που εκδιώκει τα φαντάσματά τους. Συγκρούονται έτσι κατά μέτωπο με δύο δόγματα του κοινωνικού ντετερμινισμού. Το πρώτο είναι αυτό που επικαλέστηκε ο Μαρξ στη γνωστή αποστροφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου για τις «μικρές Ικαρίες» που χτίζουν κάστρα στην άμμο.
Η κοινωνική χειραφέτηση έχει συγκεκριμένους υλικούς όρους για τους οποίους θα μεριμνούσε η περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανίας. Αυτή θα μαζικοποιούσε την εργατική τάξη, θα επέβαλλε ως αυτονόητη αναγκαιότητα την ταξική της οργάνωση και θα προωθούσε μια συγκέντρωση των μέσων παραγωγής η οποία θα τροχιοδρομούσε τη συλλογική τους ανάληψη. Οι κοινωνικές ανακατατάξεις απορρέουν από τις μεταλλάξεις των γενικών υλικών συνθηκών ενός κοινωνικού οργανισμού και δρομολογούνται από μείζονες νόμους κοινωνικής εξέλιξης. Γενικότερα, σύμφωνα με τις ντετερμινιστικές αναγνώσεις της κοινωνικής δομής, οι μετασχηματισμοί των κοινωνικών σχέσεων υπαγορεύονται από αντικειμενικούς (οικονομικούς, τεχνικούς, περιβαλλοντικούς, βιολογικούς, ορθολογικούς κ.α.) παράγοντες. «Υποκειμενικές» παρεμβάσεις, όπως η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και η κολεκτιβοποίηση της παραγωγής από την εργατική τάξη, αποτελούν απαραίτητες συνιστώσες και ολοκληρώσεις μιας αυτοκινούμενης ανανεωτικής διεργασίας, αλλά όχι την πρωταρχική ώθηση και πηγή της. Υπ’αυτό το πρίσμα, τα υποκείμενα των κοινωνικών αλλαγών πρέπει να παρακολουθούν την ωρίμαση των αντικειμενικών συνθηκών.
Οι συγκαιρινές και οι παλιότερες δοκιμές για τη σύσταση μικροκόσμων ελευθερίας δεν περιμένουν την πλήρη προεργασία του εδάφους από κοινωνικούς αυτοματισμούς. Συχνά μάλιστα, όπως συμβαίνει και σήμερα, ορθώνονται ενάντια στα κυρίαρχα κοινωνικά ρεύματα. Επιχειρούν «αδύνατα» άλματα και τομές, όπως η εγκαθίδρυση μιας εξισωτικής, αλληλέγγυας και αυτόνομης οικονομίας καταμεσής του ωκεανού μιας παγκόσμιας αγοράς με ανταγωνισμούς, ανισοτήτες και ολιγαρχικές χειραγωγήσεις. Βασικό καύσιμό τους είναι το όνειρο, η επιθυμία και η αυτοτελής ενεργοποίηση των πειραματιστών σε πείσμα των καιρών. Δεν υποκινούνται από την πίεση να προσαρμοστούν σε εξωτερικά δεδομένα ούτε δρουν υπό τις ευλογίες μιας κοινωνικής μηχανικής.
Το δεύτερο αξίωμα της κοινωνικής νομοτέλειας που αντιπαρέρχονται τα κινήματα της μετα-ουτοπικής διακύβευσης είναι ο συστημικός ολισμός, η υπόθεση ότι όλοι οι δεσμοί, τα συστατικά και οι σφαίρες της κοινωνικής ζωής συναπαρτίζουν ένα ενιαίο, συνεκτικό και αλληλένδετο όλο – ότι «πάνε πακέτο». Έτσι οι μερικές επεμβάσεις και οι αναπλάσεις μεμονωμένων κοινωνικών πεδίων κρίνονται κατ’ουσίαν αδύνατες γιατί τις απαγορεύει εξαρχής ή τις ακυρώνει στη συνέχεια η δυναμική των αλληλεπιδράσεων και των αμοιβαίων προϋποθέσεων του συνόλου. Για παράδειγμα, σε μια οικονομία αλληλοφαγίας, κερδοσκοπίας και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής οι αυτοδιαχειριζόμενοι συνεταιρισμοί πειθαρχούνται επί ποινή θανάτου από τις ανταγωνιστικές επιταγές του ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιούνται. Επιπλέον, οι φορείς τους είναι λογικό να παρελκύονται, και είναι πιθανό να παρεκτραπούν τελείως, από τις αξίες και τις νοοτροπίες που προεξάρχουν στον κοινωνικό περίγυρο.
Οι σύγχρονες (και όχι μόνο) απόπειρες ουτοπικής οικοδόμησης διαπνέονται από άλλους προϊδεασμούς για τις κοινωνικές συνάφειες. Υποθέτουν ότι τα δίκτυα της κοινωνικής συνύπαρξης είναι σε διαφορετικούς βαθμούς ποικιλόμορφα, αντιφατικά και κατάστικτα με κενά που αφήνουν χώρο για ετερόδοξα εγχειρήματα και νέα ξεκινήματα. Σε αυτά τα περιθώρια καταστρώνουν τις αλλόπιστες κοινότητές τους. Ο τοπικός και ελλειπτικός ριζοσπαστισμός είναι, λοιπόν, ένα ακόμη ειδοποιό γνώρισμα που διαχωρίζει τον μετα-ουτοπικό πραγματισμό από την πολιτική κουλτούρα της επανάστασης και της συμβατικής μεταρρύθμισης. Από τη μία, ο ιακωβίνικος, μαρξιστικός και λενινιστικός επαναστατισμός προσυπέγραφε ανεπιφύλακτα την ολιστική θεώρηση των κοινωνικών σχηματισμών. Γι’αυτό επιζητούσε την ταυτόχρονη, απότομη και συνολική κατάλυση του κοινωνικού καθεστώτος και εστίαζε στο κράτος ως έναν αρχιμηχανικό που μπορεί να αναρρυθμίσει όλο το κοινωνικό σύμπλεγμα. Από την άλλη, ο ιστορικός ρεφορμισμός, φιλελεύθερος και σοσιαλδημοκρατικός, προκρίνει τις βαθμιαίες βελτιωτικές επεμβάσεις, που θα μπορούσαν ίσως στο μέλλον, σωρευτικά, να σχηματίσουν νέα κοινωνικά νεφελώματα. Αυτή η μεταρρυθμιστική σωφροσύνη αποφεύγει τις βαθιές επιμέρους τομές γιατί φοβάται μήπως αναταράξει βίαια τις κοινωνικές ισορροπίες προξενώντας ισχυρές αντιδράσεις ή χαοτικές καταρρεύσεις. Δεν απεργάζεται νέα κοινωνικά μορφώματα εδώ και τώρα καθώς κατευθύνεται από τις ίδιες προκαταλήψεις της γενικής, λειτουργικής συνοχής των κοινωνικών σχέσεων την οποία δεν θέλει να αναστατώσει.
Η ολιστική συνεκτικότητα και η πλήρης αλληλεξάρτηση της κοινωνικής συγχρονίας παραμένουν ένα αφηρημένο δόγμα όσο δεν καταδεικνύονται συγκεκριμένα και εμπειρικά μέσα στα διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Έχουν αμφισβητηθεί ακόμη και επί της αρχής από πλουραλιστικές και «δυσλειτουργικές» ερμηνείες, που βλέπουν τις κοινωνικές συναρθρώσεις ως μεταβλητά συμπιλήματα τυχαιότητας και αναγκαιότητας, αρμονίας και αταξίας, λειτουργικότητας, και αντιφάσεων ή «άχρηστων» επιβιώσεων και παραφυάδων.
Μερικότητα
Οι ανακτημένες επιχειρήσεις της αργεντίνικης autogestiόn, τα αυτοδιαχειριζόμενα πάρκα και οι ελευθεριακοί πολυχώροι στα καθ’ ημάς δίνουν ζωή σε πρότυπα κοινωνικής σύμπραξης τα οποία είναι μερικά με την έννοια ότι δεν έχουν καθολικευθεί στον ευρύτερο κοινωνικό χάρτη του περιβάλλοντός τους. Οπωσδήποτε, πολλοί/ές από όσους/ες εμπλέκονται στις απόπειρες ανάπτυξης ενός άλλου ύφους κοινωνικής ζωής αλλά και πολλοί/ές που συμμερίζονται τα πολιτισμικά τους ιδεώδη θα ήθελαν να δουν τα βιωτικά και πολιτικά ήθη που ενσαρκώνονται στις μικροκλίμακες της αυτοδιαχείρισης να εξαπλώνονται ως ιοί στα κοινωνικά σώματα και να βρίσκουν γενικότερη εφαρμογή. Αλλά η μετακένωση ηθών ισοελευθερίας σε ευρύτερα κοινωνικά κυκλώματα δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την πλανητική κατίσχυση μιας συγκεκριμένης, ομοιόμορφης κοινωνικής αρχιτεκτονικής. Μπορεί να εκπληρωθεί μέσα από διαφορετικές κοινωνικές διευθετήσεις. Αυτή ακριβώς την ιδέα διατυμπάνιζαν ορισμένες φωνές των κινημάτων για μια άλλη παγκοσμιοποίηση όταν έγραφαν στην προμετωπίδα των αιτημάτων τους «’Ένα όχι, πολλά ναι». Κι υπάρχουν σήμερα πολλοί λόγοι αρχής, και όχι συγκυριακές κρίσεις, που επάγουν στο συμπέρασμα ότι είναι όχι απλώς δυνατό, αλλά και θεμιτό να διασωθεί ένα πνεύμα «μερικότητας» στα ποικίλα πολιτικά εγχειρήματα διαστολής της εξισωτικής αυτονομίας. Όχι ότι τέτοιες κινήσεις θα πρέπει να αρκεστούν στο εφήμερο και το στενά οριοθετημένο, σε «προσωρινές ζώνες αυτονομίες» και μικρές νησίδες αυτοδιαχείρισης. Αλλά η μία μεγάλη και κοινή συνταγή για την κοινωνία της αλληλεγγύης και της ελεύθερης δημιουργίας είναι ευκταίο να αντικατασταθεί από πολλά επιμέρους σχεδιάσματα που θα επιλέγονται και να ανασυντάσσονται ελεύθερα από πολυειδείς κοινωνικές ενώσεις και ομοσπονδίες.
Οι μονολογικές προκαταλήψεις για τα κοινωνικά καθεστώτα της αυτονομίας έχουν πλέον διαβρωθεί παράλληλα με τις βεβαιότητες που τις υποβάσταζαν και τις εξέτρεφαν. Υπό αμφισβήτηση δεν έχουν τεθεί μόνο οι γραμμικές αφηγήσεις της κοινωνικής εξέλιξης αλλά και η ίδια η ιδέα ενός πανανθρώπινου λόγου που είναι σε θέση να αρθρώνει αιώνιες και καθολικής ισχύος αλήθειες. Κατά συνέπεια, στο επίδικο ζήτημα της άριστης σύνταξης μιας ελεύθερης ισοπολιτείας οι υπαρκτές διαφωνίες μπορούν να είναι λογικές και τεκμηριωμένες. Ανάγονται σε διιστάμενες ερμηνείες των ιστορικών συνθηκών, που είναι δυνατόν να εντάσσονται σε εξίσου συνεκτικούς θεωρητικούς λόγους, ή/και διαπνέονται από αντιθετικές αξιακές κρίσεις που μπορούν ενίοτε να επικαλεστούν πλούσιες παρακαταθήκες επιχειρημάτων. Ελλείψει ενός ανώτατου ουδέτερου διαιτητή (θεού), ενός κοινά αποδεκτού «αρχιμήδειου σημείου» ή μιας αδιαμεσολάβητης επαφής με την αλήθεια, κανείς δεν μπορεί να διεκδικεί τον ρόλο του αντικειμενικού γνώστη των βέλτιστων κοινωνικών όρων της ισοελευθερίας. Στον αστερισμό του εύλογου πλουραλισμού, διαφορετικές κοινωνίες νομιμοποιούνται να δοκιμάζουν στην πράξη ετερόδοξες συλλήψεις του ισότιμου αυτοπροσδιορισμού των ατόμων και της συλλογικής αυτοκυβέρνησης.
Η κατοχύρωση της ελεύθερης, πολύτροπης αυτοδιαμόρφωσης των αυτόνομων κοινοτήτων δεν συστήνεται μόνο από μια κριτική του δογματικού λόγου. Αντλεί ισχύ από την ηθικο-πολιτική καρδιά του χειραφετητικού προτάγματος, την αρχή ότι μια αυτόνομη πολιτεία διαβουλεύεται αδέσμευτα και αναστοχαστικά για τους θεσμικούς της κώδικες και την καθημερινή της συμβίωση. Η κοινωνική αυτοδιεύθυνση και ο ατομικός αυτοκαθορισμός κινδυνεύουν να γίνουν χιμαιρικά ή και γλισχρά είδωλα της ελευθερίας που υπόσχονται όταν εγκλωβίζονται σε προκαθορισμένες δομικές συνταγές και βιωτικά καλούπια που επιτάσσονται, υποτίθεται, από ιστορικές αναγκαιότητες, κατηγορικές προσταγές του Λόγου, αποστεωμένες παραδόσεις και ιδεοληψίες. Η αυτοδιάθεση των υποκειμένων στο θεμέλιο της ισότητας ζωντανεύει, βαθαίνει και μεγαλώνει όταν φθάνει ως την ανοικτή εξύφανση των οδηγητικών μίτων που προσανατολίζουν τη σκέψη και τη δράση.
Αγώνες χωρίς τέλος
Όταν η έλλειψη ενός αντικειμενικού, ιδανικού συντάγματος ελευθερίας συνυφαίνεται με μια προσήλωση στις καταστατικές αρχές της ισότητας και της αυτονομίας, η εκπλήρωση αυτών των αξιών μετατρέπεται σε ένα διαρκές αγώνισμα που οφείλει να αποφεύγει την καθήλωσή του σε οποιοδήποτε status quo. Από τη στιγμή που θα γίνει δεκτό ότι καμία προσωρινή αποτύπωση της εξισωτικής αυτοδημιουργίας σε συγκεκριμένους θεσμούς και κοινωνικές πρακτικές δεν υποστασιοποιεί τη μοναδική αληθινή μεθερμηνεία αυτού του ιδανικού, η κρατούσα θεσμοποίησή του ανοίγει σε μία διαρκή διαμφισβήτηση από ανταγωνιστικές οπτικές. Η ελεύθερη διαπάλη των διαφορετικών προσεγγίσεων στο χειραφετητικό ιδεώδες νομιμοποιείται από τρεις τουλάχιστον σκοπιές. Καταρχάς, μας λείπει μία αντικειμενικά εδραιωμένη αποκρυπτογράφησή του που θα υπερίσχυε με την προφάνεια ή τη δύναμη της αλήθειας της. Κατά δεύτερον, λόγω της θεμελιώδους αβεβαιότητας που περιβάλλει αντικειμενικά κάθε συνταγματική-θεσμική μετάφραση των κεντρικών αξιών αλλά και, πιο κοινότοπα, εξαιτίας των πιθανότατων εμπειρικών ατελειών στην εφαρμογή οποιασδήποτε ερμηνείας τους, το δικαίωμα κριτικής και διεκδίκησης κοινωνικών ανασυντάξεων θα πρέπει να καθιερώνεται στο διηνεκές ως θεμελιώδης πρόνοια. Για να είναι δυνατή η εξάλειψη των επιβιώσεων του αυταρχισμού και της ανισότητας που αποτρέπουν τη δικαίωση των αρχών. Κατά τρίτον, η ανεμπόδιστη εκδήλωση των διαφορών και το δικαίωμα επιδίωξης δομικών μετασχηματισμών εγγράφεται στον ίδιο τον καταστατικό χάρτη της ίσης ελευθερίας αν αυτή εννοηθεί ως ενεργός και δυνάμει απεριόριστη αυτοσυγκρότηση των ατόμων και των συνομαδώσεών τους.
Τα ελευθεριακά μικροπειράματα των καιρών μας εμπλέκονται σχεδόν καθημερινά σε μικρές και μεγάλες μάχες. Πασχίζουν για την επιβίωσή τους απέναντι στις εξωτερικές επιβουλές των νομικών-κρατικών καθεστώτων, της εταιρικής ιδιοκτησίας, των οικονομικών και άλλων υλικών δυσχερειών. Αλλά η πάλη είναι συχνά και εσωτερική. Εκτυλίσσεται μέσα στις διαρκείς ασκήσεις για την εκμάθηση και τη βελτίωση της άμεσης αυτοκυβέρνησης, για τη σφυρηλάτηση σχέσεων αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των ελευθεριών των υποκειμένων. Αυτή ακριβώς η ένταση και η συνέχιση του αγώνα για μεγαλύτερη απελευθέρωση εκλαμβάνεται από μία οπτική γωνία ως αλάνθαστο σημάδι της υστέρησης του ουτοπισμού των συναφών εγχειρημάτων. Γιατί σε ιστορικά απεικάσματα της ουτοπίας, όπως στην κοινότητα «Αρμονία» του Fourrier, η ουτοπία ταυτίζεται με μια ειδυλλιακή κατάσταση κοινωνικής σύμπνοιας η οποία έχει απαλλαγεί από ριζικές προκλήσεις και κοινωνικές ταραχές. Ομοίως, η αναρχοκομμουνιστική Εδέμ μιας χειραφετημένης και αδελφωμένης ανθρωπότητας θα απαλείψει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, θα διαλύσει το κράτος και θα θεμελιώσει την ατομική αυτοπραγμάτωση, την αλληλέγγυα συνεννόηση των κοινοτήτων για τις υποθέσεις τους και την απλή, διοικητική διεκπεραίωση των συλλογικών αποφάσεων. Ο ιστορικός αναρχισμός και ο επαναστατικός μαρξισμός φαντασιώνονταν μια μετα-ιστορική συνθήκη, όπως το «δεύτερο στάδιο» του κομμουνισμού, ή τη φάση της μετεπαναστατικής κοινωνίας, μετά τον αφανισμό του κράτους και του καπιταλισμού, όπου οι δριμείς κοινωνικοί ανταγωνισμοί και οι αγώνες για την κοινωνική απελευθέρωση θα έχουν λάβει τέλος.
Είναι καιρός ο αντιαυταρχικός ουτοπισμός να απαρνηθεί τη χίμαιρα ενός τελικού άλματος προς την αιώνια ειρήνη και να δεξιωθεί για πάντα στα όνειρά του τον αγωνισμό: τη διαρκή επερώτηση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, τον διαξιφισμό των διαφορών και τη διηνεκή δυνατότητα να ανακινούνται θεμελιακά ζητήματα της κοινωνικής δομής. Μια κοινωνική ευτοπία με μεγαλύτερη ελευθερία και ισότητα δεν επαναπαύεται ποτέ στις ιστορικές της κατακτήσεις. Αναζητεί και θεσμοθετεί πολιτικές πρακτικές που συντελούν στη διαρκή αποκάλυψη, τη διερώτηση και την απαλοιφή των αυθαίρετων καταναγκασμών της, παλιών και νέων. «Eternal vigilance is the price of freedom». Μόνη «εγγύηση» για την εμπέδωση και την εμβάθυνση της εξισωτικής χειραφέτησης είναι η θωράκιση της δυνατότητας πολύτροπων αγώνων για να εξοβελιστούν οι υποδόριες ανελευθερίες που επιζούν και να αποτραπούν νέες πιθανές υποτέλειες. Γι’αυτό, όσο πιο ουτοπική είναι η ελευθερία που επιθυμεί μία συλλογικότητα τόσο πιο τεταμένη και αδιάπτωτη πρέπει να είναι η κριτική της αγωνιστικότητα.
Οι σύγχρονοι τόποι της ατομικής αυτενέργειας και της συλλογικής αυτοδιεύθυνσης είναι ζωντανές, υπαρκτές εικόνες ενός άλλου κόσμου που κάνουν συγκεκριμένα και πιο πειστικά τα ριζοσπαστικά όνειρα για μια κοινωνική πραγματικότητα χωρίς τους εξαναγκασμούς και τις ανισότητες του σήμερα. Αλλά εφόσον συνεχίζουν να παλεύουν εσωτερικά και εξωτερικά για την ανάπτυξη της ίσης ελευθερίας, εξακολουθούν να εκφέρουν μια υπόσχεση που ξεπερνά τις πραγματώσεις του παρόντος. Η διάσταση και η ένταση ανάμεσα στην άμεση, πεπερασμένη ενσάρκωση του οράματος και την απρόσιτη ιδεατότητά του, ανάμεσα στις συγκεκριμενοποιήσεις της απελευθερωτικής υπόσχεσης και την ίδια την υπόσχεση της απελευθέρωσης, προβάλλουν παραδόξως ως η εγγενώς ατελής αλλά και η τελειότερη εκπλήρωση της ουτοπίας μιας αυτόνομης και ίσης κοινωνίας.