Ο προσδιορισμός της ενεργειακής αυτάρκειας στην Αρχιτεκτονική.
- March 14, 2011
- 0 comments
- 0
Ο προσδιορισμός της ενεργειακής αυτάρκειας στην Αρχιτεκτονική.
Παναγιώτης Δουμακής
Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ
M.Sc. ClimaDesign TUM
Τον τελευταίο καιρό δεχόμαστε πληθώρα πληροφοριών και διαφημίσεων που έχουν ως θέμα το περιβάλλον. Ειδικότερα, οι λέξεις κλειδιά που φιγουράρουν σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης είναι: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, φωτοβολταϊκά συστήματα, ανεμογεννήτριες, έξυπνα συστήματα σε έξυπνα κτίρια κ.ά. Κεντρικό, λοιπόν, θέμα είναι η παραγωγή και διαχείριση ενέργειας στις διάφορες μορφές της σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον, τον άνθρωπο και την οικονομία. Όλες μας οι δραστηριότητες πλέον συνοδεύονται από κατανάλωση ενέργειας, κάνοντας το ενεργειακό μας αποτύπωμα εξαιρετικά υψηλό. Η λογική που κυριαρχεί είναι: κατανάλωση ενέργειας= ποιότητα ζωής και ευημερία.
Πώς λειτουργούσε, όμως, η κοινωνία έως και πριν από 100 χρόνια και συγκεκριμένα στην ελληνική επικράτεια; Ήταν πάντα ο Έλληνας συνηθισμένος έτσι; Σε εποχές όπου τίποτα δεν ήταν δεδομένο οι κάτοικοι των κυκλαδίτικων
νησιών π.χ. συνέλεγαν το πολύτιμο βρόχινο νερό, το διηθούσαν και το αποθήκευαν σε κιστέρνες, ενώ στα ορεινά χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας οι κατοικήσιμοι χώροι ενός σπιτιού περιορίζονταν σε μερικά δωμάτια, εκεί όπου υπήρχε συνήθως και το τζάκι. Υπήρχε γενικώς μια κοινωνία αυτάρκης που κάλυπτε μόνη της τις ενεργειακές της ανάγκες, προσαρμόζοντάς τες στα κλιματικά και οικονομικά δεδομένα του κάθε τόπου. Αυτή η λογική και οργάνωση είναι που παρήγαγε αυτά τα εξαίσια δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, επίκαιρα όσο ποτέ.
Σήμερα, με την ανάπτυξη κεντρικών δικτύων ύδρευσης και ηλεκτρισμού, έχει αλλάξει κατά πολύ το σύστημα παραγωγής και
διαχείρισης των πόρων, ενεργειακών και μη. Προφανώς η δικτύωση αυτή έγινε με γνώμονα την καλυτέρευση της ποιότητας ζωής μας, πράγμα που το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, όμως, δεν λήφθηκαν υπόψη άλλες παράμετροι, οι οποίες θα εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα και τη διαρκή και ανεμπόδιστη λειτουργία του όλου εγχειρήματος. Το παράδειγμα της έλλειψης νερού για την άρδευση των γεωργικών εκτάσεων στη Θεσσαλία είναι γνωστό ότι οφείλεται, κυρίως, στην υπεράντληση των υπογείων υδάτων με αποτέλεσμα να καθίσταται σήμερα η καλλιέργεια του βαμβακιού προβληματική.
Ας δούμε, όμως, πού εντοπίζονται οι μεγαλύτερες ενεργειακές ανάγκες και απώλειες. Από το συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο το 25% καταναλώνεται στον οικιακό τομέα, το 40% στις μεταφορές, το 20% στη βιομηχανία και το υπόλοιπο 15% στον τριτογενή και αγροτικό τομέα (Εικόνα 2). Το δίκτυο παραγωγής ηλεκτρική ενέργειας είναι οργανωμένο ως εξής: Κεντρικές μονάδες παραγωγής ενέργειας διανέμουν την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια έως και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της χώρας. Η μεταφορά της ενέργειας συνοδεύεται, ως γνωστόν, από μεγάλες απώλειες (από τη μετατροπή και τη μεταφορά υπολογίζεται ότι χάνεται περίπου το 30% της αρχικής ενέργειας). Δευτερευόντως, ο τρόπος που θερμαίνουμε τα κτίρια μας, δηλαδή κατά κύριο λόγο με ορυκτές ύλες (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), τις οποίες τις εισάγουμε, μας εξαρτά όλους οικονομικά από τις τιμές των καυσίμων, που διακυμαίνονται ελεύθερα και ανάλογα με τις τάσεις της ελεύθερης αγοράς και την επάρκεια των κοιτασμάτων. Τρίτος σημαντικός παράγοντας είναι ο χρήστης. Ο καθένας από μας έχει χάσει το μέτρο σε ό,τι αφορά την κατανάλωση της ενέργειας, και αυτό διότι δεν το έχει ποτέ διδαχθεί.
Το χειρότερο δε όλων είναι η απώλεια της αίσθησης οικονομίας, κάτι το οποίο ήταν κτήμα παλαιότερων γενεών. Η λογική του ξοδεύω, όσο περισσότερο μπορώ, είναι ένα σύγχρονο νεοελληνικό φαινόμενο και όχι μόνο. Οι παλαιότεροι, λόγου χάρη, αξιοποιούσαν το καθετί, κάνοντας εκτεταμένη αναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση προϊόντων. Τότε οι άνθρωποι ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτάρκεις σε ενέργεια, διατροφή και ένδυση. Στον αντίποδα, έχουμε φτάσει στο σημείο να είμαστε σε όλα εξαρτημένοι. Οι σπατάλες που γίνονται σήμερα στη Ελλάδα είναι τεράστιες και οφείλονται στην έλλειψη γνώσης και αγωγής. Η λειτουργία του κλιματιστικού λ.χ. το καλοκαίρι, ενώ παράλληλα τα παράθυρα παραμένουν ανοιχτά, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για επιβεβαίωση των ανωτέρω.
Επιστρέφοντας στις αρχικές σκέψεις, επισημαίνουμε και τα εξής: η λεγόμενη οικολογική επανάσταση έχει ξεκινήσει, ίσως, από λάθος σημείο. Γίνεται λόγος για επιπλέον παραγωγή ενέργειας σε όλους τους τομείς, αλλά για εξοικονόμηση σχεδόν καθόλου λόγος, κάτι που είναι και το πρώτο που θα πρέπει να επιτευχθεί καθώς είναι και το λιγότερο δαπανηρό. Όση ενέργεια και να παράγεται σήμερα, μελλοντικά για τον ίδιο πληθυσμό θα χρειάζεται ολοένα και περισσότερη.
Στις πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης ισχύει καταρχήν η λογική της μείωσης των αναγκών‐ απωλειών της ενέργειας και σε δεύτερο χρόνο η εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας για την παραγωγή ενέργειας. Ειδικά στην Ελλάδα, με το τόσο ευνοϊκό κλίμα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι κατασκευές με το σωστό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και τις σωστές προδιαγραφές σε θερμομόνωση, αλλά και σε διαχείριση της ενέργειας, τα κτίρια θα ελαχιστοποιήσουν τις ανάγκες τους σε θέρμανση, ψύξη και φωτισμό, προσφέροντας παράλληλα και την ανάλογη θερμική‐ οπτική άνεση στους χρήστες τους. Όταν στη Γερμανία π.χ. ένα Passivhaus1 χρειάζεται για θέρμανση λιγότερες από 15 kwh/m²a ή 120 kwh/ m²a πρωτογενή ενέργεια (συμπεριλαμβανομένης και της ηλεκτρικής Ενέργειας), στην Ελλάδα θα χρειαζόταν ένα παρόμοιο κτίριο
(1 Υπό τον όρο Passivhaus ή στα ελληνικά Παθητικό σπίτι ορίζεται κατά κανόνα ένα κτίριο με μια μονάδα τεχνητού αερισμού, το οποίο εξαιτίας της πολύ καλής του θερμομόνωσης τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι δεν χρειάζεται καμία με την κλασική έννοια θέρμανση ή ψύξη. Ονομάζεται «παθητικό», διότι το μεγαλύτερο μέρος των θερμικών του αναγκών καλύπτεται από „παθητικές“ πηγές, όπως η ηλιακή ακτινοβολία καθώς και η αποβολή θερμότητας από ανθρώπους και συσκευές.)
ακόμα λιγότερη. Τα νούμερα αυτά είναι ήδη πολύ χαμηλά, εάν αναλογιστεί κανείς ότι ένα μέσο σπίτι, χτισμένο την δεκαετία του 1980, χρειάζεται από 150‐200 kwh/ m²a (στη Γερμανία πάντα). Εφόσον και όταν υλοποιηθούν παρόμοιες προδιαγραφές, προσαρμοσμένες στο ελληνικό πολυποίκιλο κλίμα (από το κλίμα της Φλώρινας στο κλίμα των Χανίων υπάρχει μεγάλη διαφορά), τότε θα μπορούν π.χ. οι ηλιακοί συλλέκτες (για υποστήριξη θέρμανσης, ζεστού νερού και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας), να παράξουν πλεονάζουσα ενέργεια καθιστώντας τα κτίρια αυτά ενεργειακά αυτάρκη (γνωστά ως plus Energie Gebäude, δηλαδή με θετικό ενεργειακό ισοζύγιο).
Είναι ομολογουμένως μια επαναστατική στιγμή στην αρχιτεκτονική του σήμερα, αφού τα κτίρια μπορούν για πρώτη φορά να προσφέρουν και ένα επιπλέ
ον εισόδημα στους ενοίκους τους. Ξαναγυρνάμε λοιπόν σε ένα αύταρκες σύστημα παραγωγής ενέργειας, οργανωμένο τοπικά, βάζοντας και τον χρήστη πλέον στο παιχνίδι της διαχείρισης των απαιτούμενων πόρων (ενέργεια για θέρμανση, φωτισμό και λοιπές χρήσεις, όπως και διαχείριση του απαιτούμενου νερού, πόσιμου και μη). Είναι δηλαδή μία πραγματική πρόκληση για την αρ
χιτεκτονική του μέλλοντος, η οποία καλείται να ενσωματώσει τέτοιες σύγχρονες λογικές, αλλά συνάμα και τόσο παλαιές.
Μόναχο, Φεβρουάριος 2011
Στοιχεία επικοινωνίας:
Ελλάδα
Μίλλερ 15
41447 Λάρισα
+ 30 2410 250 180, + 49 2410 250 180, + 49 694 2291 571
Γερμανία
Krünerstraße 85
81377 München
+ 49 (0) 89 51308 354, + 49 (0) 89 51308 355, + 49 (0) 1577 6460 728
Email: [email protected]