ΤΟΠΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΤΟΠΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ του Γ. Δαουτόπουλου
- March 14, 2012
- 0 comments
- 0
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν έγγραφα την πτυχιακή μου διατριβή, ένα από τα θέματα που με απασχόλησαν ήταν ο προσδιορισμός του βαθμού αυτάρκειας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων σε μια κοινότητα (Πρόμαχοι Αλμωπίας). Την εποχή εκείνη κυριαρχούσε το μήνυμα της εξειδίκευσης της παραγωγής που παρότρυνε τους γεωργούς να εγκαταλείψουν το πολυκαλλιεργητικό σύστημα και να επικεντρώσουν την παραγωγική τους διαδικασία σε μια ή δύο καλλιέργειες τα προϊόντα των οποίων θα διέθεταν στην αγορά με τα χρήματα των οποίων θα κάλυπταν όλες τις άλλες ανάγκες τους.
Η μέτρηση του βαθμού αυτάρκειας, την εποχή εκείνη, χρησιμοποιούνταν ως δείκτης εκσυγχρονισμού, εκχρηματισμού και εμπορευματοποίησης της γεωργικής παραγωγής. Γεωργικές εκμεταλλεύσεις με υψηλό βαθμό αυτάρκειας, θεωρούνταν παραδοσιακές, συντηρητικές ή ακόμη και «καθυστερημένες» αφού δεν είχαν προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών.
Στις επόμενες δεκαετίες, ολοκληρώθηκε η εμπορευματοποίηση και μάλιστα με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις προσδέθηκαν στο άρμα μιας αγοράς αναρχούμενης, την οποία δεν ήλεγχαν. Ως αποτέλεσμα, στις τελευταίες αναπτυξιακές δεκαετίες είχαμε μια σοβαρή μεταφορά αγροτικού εισοδήματος στις αστικές περιοχές, χάρις στο μηχανισμό των τιμών. Αθήνα και Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με ξένους αγροτοκοινωνιολόγους, χτίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με εισοδήματα που μεταφέρθηκαν από την ύπαιθρο. Ακόμη και σήμερα το ίδιο σύστημα επιβιώνει και συνεχίζει την αποστολή του. Τη συρρίκνωση του εισοδήματος στις αγροτικές περιοχές προς όφελος των αστικών κέντρων.
Οι κάτοικοι της υπαίθρου δεν κατάφεραν στις δεκαετίες που πέρασαν να
διαμορφώσουν συνθήκες που θα τους επέτρεπαν τουλάχιστον να
συνδιαμορφώνουν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Είναι αποδέκτες τιμών
και όχι διαμορφωτές. Μικροί σε μέγεθος και ασυντόνιστοι δεν έχουν καμιά
διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στους λίγους εμπόρους που προσυνενοούνται.
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που θεωρήθηκαν ως ο μηχανισμός που θα
προστάτευε τους μικρούς παραγωγούς, αποδείχθηκαν αναξιόπιστοι και
αναποτελεσματικοί και σήμερα καταρρέουν κάτω από τα χρέη τους ως
αποτέλεσμα κυρίως κακής διαχείρισης. Το τραγικό είναι πως τώρα που
περισσότερο από κάθε άλλη φορά χρειάζονται για να προστατεύσουν τους
παραγωγούς, αποδεικνύονται αδύναμοι να το πράξουν.
Το νέο πρόταγμα
Στη σημερινή περίοδο όπου ο ανταγωνισμός έχει ενισχυθεί και δεκάδες
τρόφιμα φθάνουν στις εσχατιές του Ελλαδικού χώρου με τιμές μικρότερες
των γηγενών, η κρίση βαθαίνει και απλώνεται. Το καλλιεργητικό έτος
2003-4, σε πολλές περιοχές της χώρας, αγροτικές παραγωγές δεν
συγκομίστηκαν γιατί οι προσφερόμενες τιμές κρίνονταν από τους παραγωγούς
ως ασύμφορες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι παραγωγοί στην πανωλεθρία τους
(παλιά τεχνική των εμπόρων και των συνεργατών τους (μεσίτες) αλλά πάντα
αποτελεσματική), παρέδωσαν την παραγωγή στους εμπόρους «ανοιχτά», όπως
λένε. Αν την πουλήσουν και σε όποια τιμή και ευαρεστηθούν να τους δώσουν
κάποια χρήματα, έχει καλώς. Αν κατά καιρούς ακούτε από τους πολιτικούς
να λένε ότι ανήκουμε στην Ευρώπη ή στη Δύση, είτε ότι είμαστε Ευρωπαίοι,
τώρα ξέρετε. Είμαστε τριτοκοσμικοί. Σε καμιά χώρα της Ευρώπης δεν
υπάρχει σύστημα εμπορίας των αγροτικών προϊόντων παρόμοιο με το
Ελληνικό. Μόνον στην «καθʼ ημάς Ανατολή».
Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι τι κάνουμε εμείς στις τοπικές
κοινωνίες; Το πιο πιθανό είναι να παραμένουμε απαθείς ή ενδεχόμενα στις
συζητήσεις στις ταβέρνες ή στο καφενείο να εκστομίζουμε μερικές βαριές
κουβέντες με τις ανάλογες χειρονομίες για τους εκάστοτε διαχειριστές της
εξουσίας. Το πολύ-πολύ να κατέβουμε μερικοί στους δρόμους ή στα μπλόκα
φωνάζοντας συνθήματα του τύπου: «Τιμές Αθηνών και όχι Βρυξελών» ή «Όλα
τα κιλά, όλα τα λεφτά». Τα συνθήματα αυτά ακούγονται ευχάριστα στα αυτιά
μας, αλλά δεν οδηγούν στη λύση των προβλημάτων. Μάλλον μας απομακρύνουν
από τη λύση και μας αποκοιμίζουν επικίνδυνα.
Αν απεναντίας στραφούμε προς το γείτονά μας ή το συγχωριανό μας και
αναρωτηθούμε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς οι ίδιοι για την αντιμετώπιση
του προβλήματος, η λύση έχει αρχίσει να διαγράφεται. Μόνον όταν η τοπική
κοινωνία προβληματιστεί και αναζητήσει τις δικές της δράσεις για
αυτοπροστασία, τότε μόνον θα έχουμε την απαρχή της επίλυσης των
προβλημάτων.
Η τοπική κοινωνία μπορεί να κάνει πολλά. Τόσα πολλά που δεν τα
φανταζόμαστε. Συχνά ξεχνάμε ότι μικρές δράσεις, ασήμαντες σε ατομικό
επίπεδο, αν αθροιστούν φτιάχνουν κολοσσιαία μεγέθη ή εν πάσει περιπτώσει
μεγέθη που ουδείς διανοείται να περιφρονήσει.
Το 2005, στα μέσα του χειμώνα, οι πατατοπαραγωγοί από τον Αρχάγγελο
Πέλλας δήλωναν με απελπισία πως μέσα σε 4 μήνες κατάφεραν να διαθέσουν
μόνο το 20% της παραγωγής τους για να προσθέσουν, με έκδηλη αγωνία και
απελπισία, πως είναι αδύνατο να διαθέσουν το υπόλοιπο 80% μέσα στους
επόμενους 4 μήνες που μπορεί να διατηρηθεί το προϊόν στις αποθήκες. Δεν
έβλεπαν καμιά λύση παρά μόνον την παρέμβαση του κράτους που βέβαια ήταν
πολύ μακριά από τον τόπο τους και πολυάσχολο για να τους ακούσει.
Αν είχαμε όμως μια κοινωνία με αυξημένο το αίσθημα της αλληλεγγύης, η
λύση μπορούσε να έρθει μέσα σε λίγες ημέρες και χωρίς καμιά απολύτως
κρατική συμπαράσταση. Μέσα από τις Ενώσεις Γεωργικών Συνεταιρισμών του
Νομού καθορίζεται μια τιμή χονδρικής πώλησης που συμφέρει παραγωγούς και
καταναλωτές. Στη συνέχεια ενημερώνονται οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που
με ανακοίνωση από τα μεγάφωνα των χωριών καλούν τα μέλη τους να δηλώσουν
τα κιλά της πατάτας που χρειάζονται για τις οικογενειακές τους ανάγκες.
Οι καταστάσεις που συντάσσονται με φαξ συγκεντρώνονται σε λίγες ημέρες
στις Ενώσεις και από εκεί φθάνουν στο Συνεταιρισμό πατατοπαραγωγών του
Αρχάγγελου.
Την άλλη ημέρα φορτηγά με συσκευασμένες πατάτες των 10 και 20 κιλών
φεύγουν για να τις παραδώσουν στους συνεταιρισμούς των χωριών. Σε λίγες
ημέρες το πρόβλημα λύθηκε και ωφελήθηκαν όχι μόνον οι παραγωγοί του
Αρχάγγελου αλλά και η τοπική οικονομία που κατανάλωσε μια παραγωγή του
τόπου της αξιοποιώντας και επιβραβεύοντας τους μόχθους των συμπατριωτών
τους που με τη σειρά τους θα τονώσουν ακόμα περισσότερο την τοπική
οικονομία. Μη ξεχνάμε αυτό που μερικές χιλιάδες χρόνια πριν μας τόνισαν
οι πρόγονοί μας και ισχύει απόλυτα, ακόμα και σήμερα: «Εύ γαρ φερομένης
της γεωργίας, άπασαι αι άλλαι τέχναι ευ φέρονται».
Τέτοιες λύσεις θέλουμε στη σημερινή εποχή που δε μπορούμε να
απαγορεύσουμε την εισαγωγή των ξένων προϊόντων. _Τοπική παραγωγή για
τοπική κατανάλωση_. Οι πατάτες που έχει ανάγκη ο Νομός Πέλλας πρέπει να
καλύπτονται από παραγωγή που γίνεται στα όριά του. Ούτε στο Νευροκόπι
της Δράμας ή στον Πολύμυλο της Κοζάνης ή στη Βροντού των Σερρών. Πολύ δε
περισσότερο ούτε στην Αίγυπτο ή στην Τουρκία, ούτε ακόμη και στην Κύπρο.
Εξυπακούεται βέβαια ότι αυτές οι ομάδες δεν θα αποτελέσουν Κερκόπορτα
για την είσοδο ξένων ομοειδών προϊόντων που με λίγο πασπαλισμένο χώμα θα
βαπτίζονται Ελληνικές. Γιατί και αυτό παρατηρήθηκε τελευταία και πρέπει
να παταχθεί παραδειγματικά με το οριστικό κλείσιμο των ομάδων.
Την τοπική κατανάλωση μπορεί να ενισχύσει ένας παραδοσιακός θεσμός που
λειτουργεί ακόμη και σήμερα. Το εβδομαδιαίο παζάρι. Πρέπει όμως να
απαλλαγεί από τα ξενόφερτα στοιχεία και τις στρεβλώσεις που έχει. Στο
παζάρι πρέπει να προσέρχονται αποκλειστικά ντόπιοι παραγωγοί για να
πουλήσουν τοπικά προϊόντα κάνοντας πράξη το σύνθημα «τοπική παραγωγή για
τοπική κατανάλωση». Οι έμποροι μικροπωλητές και τα ξένα προϊόντα δεν
έχουν θέση. Υπάρχουν τα εμπορικά καταστήματα για να τα διαθέσουν και
δικαίως παραπονούνται οι καταστηματάρχες για αθέμιτο ανταγωνισμό (πώληση
χωρίς παραστατικά και χωρίς τις επιβαρύνσεις που έχουν τα καταστήματα).
Οι Νομαρχιακές και Τοπικές Αυτοδιοικήσεις που έχουν την ευθύνη της
λειτουργίας των τοπικών αγορών μπορούν θαυμάσια να παρέμβουν μέσω της
διαδικασίας χορήγησης αδειών διευκολύνοντας τους παραγωγούς τοπικών
προϊόντων σε βάρος των διακινητών ξένων εισαγόμενων. Είναι απαράδεκτο
να διακινούνται, για παράδειγμα, μπανάνες στις λαϊκές αγορές. Αυτές τις
έχουν τα μανάβικα και τα υπερ-καταστήματα και όσοι τις θέλουν μπορούν
από εκεί να τις προμηθευτούν όλες τις ημέρες της εβδομάδας.
Όσα περισσότερα προϊόντα παράγονται και καταναλώνονται σε μια ακτίνα
50-100 χιλιομέτρων από τον τόπο της παραγωγής, τόσο το καλύτερο για την
τοπική και την εθνική οικονομία. Αυτό είναι επίσης καλύτερο για την
αειφορία και το παγκόσμιο περιβάλλον. Λιγότερες μεταφορές και λιγότερη
κατανάλωση μη ανανεώσιμων ορυκτών καυσίμων. Αυτή είναι μια μεγάλη
αντίφαση των Διεθνών Οργανισμών. Από τη μια διαλαλούν την ανάγκη να
μετασχηματίσουμε τη γεωργία και τη διαβίωσή μας σε μια μορφή περισσότερο
αειφορική και από την άλλη ευνοούν πολιτικές μεταφορών αγροτικών
προϊόντων από μεγάλες αποστάσεις. Αυτή είναι μια αντίφαση που πρέπει
σύντομα να εκλείψει δεδομένου ότι δεν πρόκειται να ευημερήσουν οι
αγροτικές περιοχές των αναπτυσσόμενων χωρών από την εξαγωγή φθηνών
αγροτικών προϊόντων. Συχνά ενισχύονται οι μονοκαλλιέργειες και η
παραγωγή προϊόντων μη βασικών (π.χ. φρούτα) που κατευθύνονται στις
ανεπτυγμένες χώρες για τις οποίες και παράγονται. Δεν είναι πλεονάσματα
μιας ντόπιας αγροτικής παραγωγής, αλλά μια σκοπούμενη και στοχευόμενη
παραγωγή συγκεκριμένων μη βασικών αγροτικών προϊόντων διατροφής.
Επίσης, ένα μεγάλο μέρος της χαμηλής τους τιμής οφείλεται στο γεγονός
ότι παράγονται με παιδική εργασία ή εργασία χωρίς ασφαλιστική κάλυψη ή
με αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα ωράρια.
Εμφορούμενος από παρόμοιες αντιλήψεις, ο διεθνούς φήμης Γάλλος
αρχιτέκτονας τοπίου ή μάλλον κηπουρός, όπως θέλει να τον αποκαλούν, Ζιλ
Κλεμάν προτείνει ένα καινούριο σύστημα διακυβέρνησης που θα στηρίζεται
σε μια οικονομία δύο ταχυτήτων. Η πρώτη προβλέπει τοπικά δίκτυα
παραγωγής και διανομής προϊόντων που θα μειώσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το
οικολογικό κόστος και θα ελέγχουν πιο αποτελεσματικά την παραγωγή
απορριμμάτων και την ανακύκλωση. Κάθε μικρή κοινωνία θα έχει τη δική της
οικονομία που δεν θα επηρεάζεται από τις άλλες.
Επομένως αυτό που πρέπει να προτάξουμε είναι η επάνοδος στην
αυτάρκεια_. Αυτάρκεια σε επίπεδο νοικοκυριού, αυτάρκεια σε επίπεδο
χωριού, αυτάρκεια σε επίπεδο περιοχής, Επαρχίας, Νομού. Θα διαβάσατε τις
διαμαρτυρίες των παραγωγών σιταριού για τις αθρόες εισαγωγές σιτηρών από
την Ουκρανία που έγιναν το 2004, λίγες εβδομάδες μάλιστα πριν από τη
συγκομιδή της νέας σοδιάς. Τα σιτάρια παρέμειναν στις αποθήκες απούλητα
και μόλις το χειμώνα άρχισε η διάθεση κάποιων ποσοτήτων, κυρίως για
ζωοτροφές. Εδώ υπάρχει μια άλλη μεγάλη αντίφαση και ένα μεγάλο ηθικό
πρόβλημα. Διαμαρτύρονται οι παραγωγοί γιατί οι Έλληνες καταναλωτές δεν
τίμησαν το προϊόν τους όταν οι ίδιοι το περιφρονούν τόσο βάναυσα. Ενώ
παράγουν τόσο μεγάλες ποσότητες, δεν παρακρατούν για παράδειγμα 500 κιλά
για να παρασκευάσουν το ψωμί της οικογένειάς τους. Και ας υπάρχουν
σήμερα μικρά ζυμωτήρια (ακόμα και αυτόματα), άφθονα ξύλα και χρόνος για
να μοσχοβολήσουν οι γειτονιές στα χωριά από τα ευωδιαστά ψωμιά των
γυναικών της υπαίθρου. Αν λοιπόν εσύ ο παραγωγός δεν τιμάς την παραγωγή
σου, θέλεις και απαιτείς να την τιμήσω εγώ ο ξένος και απλός
καταναλωτής; Επίσης και εμείς, αν είχαμε την ευαισθησία να υποστηρίξουμε
την ντόπια παραγωγή σιτηρών, αδυνατούμε να το κάνουμε γιατί όταν
αγοράζουμε το ψωμί, ουδείς μας πληροφορεί για την προέλευση του σίτου
που χρησιμοποιήθηκε.
Για την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής, που ας μη νομιστεί ότι είναι μια
πρόταση για βραδυπορούσες οικονομίες, πολλές τοπικές κοινωνίες στις ΗΠΑ
και το Ενωμένο Βασίλειο εκδίδουν τοπικό νόμισμα που κυκλοφορεί μόνο στα
όρια τους και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αγορά τοπικών
προϊόντων και υπηρεσιών. Στις ίδιες χώρες διαμορφώνονται κινήματα
πολιτών που προτρέπουν τη χρήση των τοπικών προϊόντων οι λεγόμενοι
Locavores. Προτείνουν μάλιστα ως όριο την καθιέρωση μιας απόστασης 400
χιλιομέτρων από τον τόπο κατοικίας, όση η απόσταση που μπορεί να
διανύσει ένα αυτοκίνητο με ένα γέμισμα. Στην Ελληνική γλώσσα θα τους
αποκαλούσαμε /_τοποφάγους_/, αυτούς που καταναλώνουν μόνο προϊόντα που
παράγονται στον τόπο τους. Εμείς προτείνουμε μια ακτίνα 100 χιλιομέτρων
που ουσιαστικά καλύπτει την έκταση μιας Περιφέρειας.
Την ανάγκη για επαρκή πληροφόρηση του καταναλωτή αντιμάχονται τα μεγάλα
οικονομικά συμφέροντα τα οποία επιστρατεύουν την οικονομική τους ισχύ
για να επηρεάσουν πολιτικές αποφάσεις. Είναι χαρακτηριστικό το
παράδειγμα με την υποχρέωση για την αναγραφή της χώρας προέλευσης και
των συστατικών του γάλακτος. Την απόφαση χαιρέτησαν με ικανοποίηση οι
εκπρόσωποι των χιλιάδων Ελλήνων γαλακτοπαραγωγών, αλλά η υλοποίησή της
έγινε από τις αρχές του 2010.
Μήπως το ίδιο δεν πρέπει να γίνει και για το ψωμί και τα άλλα
αρτοσκευάσματα. Για ένα βασικό προϊόν στη χώρα μας, όπως είναι το ψωμί,
αγνοούμε το που παρήχθη το στάρι και το αλεύρι που χρησιμοποιήθηκε για
την παρασκευή του. Έτσι πολύ συχνά οι συμπατριώτες μας παραγωγοί
ανακαλύπτουν ότι ενώ ετοιμάζονται να κάνουν τη νέα σπορά, οι αποθήκες
είναι ακόμα γεμάτες από τα απούλητα στάρια της προηγούμενης χρονιάς.
Ένας άλλος τρόπος σύνδεσης της τοπικής παραγωγής με την τοπική
κατανάλωση είναι η προσαρμογή της παραγωγικής κατεύθυνσης της
εκμετάλλευσης στις ανάγκες κατανάλωσης ενός αριθμού τοπικών καταναλωτών.
Ο παραγωγός (συνήθως παραγωγός κηπευτικών) συγκεντρώνει παραγγελίες από
έναν αριθμό πελατών και στη συνέχεια παράγει τα προϊόντα που του ζήτησαν
και τα οποία τους παραδίδει σε προσυμφωνημένες τιμές και ποσότητες. Ένα
τέτοιο σύστημα διασφαλίζει τον παραγωγό γιατί έχει λύσει το πρόβλημα της
διάθεσης της παραγωγής του και μάλιστα σε γνωστές τιμές (καλύτερες του
χονδρεμπορίου), τον καθιστά περισσότερο υπεύθυνο στην παραγωγική
διαδικασία και παράλληλα διασφαλίζει και τους καταναλωτές γιατί δεν
προμηθεύονται ανώνυμα προϊόντα από το εμπόριο με άγνωστο παραγωγικό
χειρισμό, αλλά επώνυμα προϊόντα από έναν παραγωγό που γνωρίζουν και με
τον οποίο έχουν αναπτύξει ακόμη και φιλικές σχέσεις. Παρόμοια συστήματα
παραγωγής λειτουργούν στις ανεπτυγμένες χώρες με την ονομασία «κοινοτική
γεωργία – community farming» σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την
ενασχόληση με τη γεωργία μέσα στα όρια της τοπικής κοινωνίας.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ το νεοσύστατο άτυπο δίκτυο αγοράς και διανομής
βιολογικών αγροτικών προϊόντων που λειτουργεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση
omotrapezoi.blogspot.com Ξεκίνησε τη λειτουργία του πριν από 12 μήνες
και έχει στο δίκτυο διανομής 60 νοικοκυριά της πόλης μας. Τα μέλη του
δικτύου στην αρχή κάθε εβδομάδας μπαίνουν στην ιστοσελίδα και
ενημερώνονται για τα διαθέσιμα προϊόντα και τις τιμές τους και στέλνουν
ηλεκτρονικά την παραγγελία τους. Κάθε Πέμπτη τα τρόφιμα που έχουν
παραγγελθεί φθάνουν σε τρία σημεία στην πόλη μας από όπου τα
παραλαμβάνουν τα μέλη του δικτύου. Τα σημεία αυτά βρίσκονται στο
Ωραιόκαστρο, στην Πέτρου Συνδίκα και στα γραφεία της Οικολογικής Κίνησης
(Φιλίππου 51). Το δίκτυο στοχεύει στην επέκταση του σε έναν αριθμό 100
μελών. Όπως τονίζει ο συντονιστής του δικτύου Φώτης Φωτόπουλος σε
συνέντευξη του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (5/12/2009), «είχα κουραστεί να
πηγαίνω στα σούπερ μάρκετ και να μην ξέρω τι τρώω. Σήμερα χαίρομαι και
γεύομαι αυτό που έχω στο πιάτο μου». Το δίκτυο λειτουργεί στη βάση της
αμοιβαίας εμπιστοσύνης παραγωγών και καταναλωτών.
Η εξειδίκευση της παραγωγής και ο εκχρηματισμός της αγροτικής οικονομίας
έχει φθάσει στο σημείο να σιγήσει ο αργαλειός της οικογένειας, να
εκτοπιστούν τα οικόσιτα γαλακτοπαραγωγικά ζώα, να εκλείψουν και οι
λιγοστές κότες, να μείνουν χέρσοι οι λαχανόκηποι και όλες οι ανάγκες να
καλύπτονται από πλανόδιους και μόνιμους εμπόρους. Δεν είναι λογικό να
ζεις σε ένα χωριό ή μια κωμόπολη να μην έχεις τον λαχανόκηπό σου για να
καλύψεις τις ανάγκες της οικογένειας και μάλιστα σε υγιεινά προϊόντα που
όλο και σπανίζουν από την αγορά. Με τα σημερινά μέσα (π.χ. καταψύκτες)
ένα νοικοκυριό της υπαίθρου με λίγη εργασία μπορεί να καλύψει το σύνολο
των αναγκών του σε οπωρολαχανικά εκλεκτής ποιότητας όλο το χρόνο.
Αν δεν το κάναμε μέχρι τώρα, γιατί η οικονομική ευημερία επέτρεπε την
αγορά των προϊόντων αυτών, η σημερινή κρίση επιβάλλει άλλη συμπεριφορά.
Και ας μη θεωρηθεί ότι είναι μιζέρια και ένδειξη φτώχιας. Σε πολλά
αστικά κέντρα του εξωτερικού, και μάλιστα σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες
της Δύσης, με αφετηρία κυρίως τη δεκαετία του 1970, οι Δημοτικές
Υπηρεσίες δημιούργησαν Κοινοτικούς Λαχανόκηπους (Community Gardens). Οι
πρώτοι κοινοτικοί κήποι κάνουν την εμφάνισή τους στη Λειψία της
Γερμανίας με πρωτεργάτη τον Daniel Schreber που ήταν επικεφαλής της
ορθοπεδικής κλινικής της Λειψίας. Η πρώτη ανάγκη προέκυψε για τη φυσική
άσκηση των παιδιών που δεν είχαν πλέον ελεύθερους χώρους να ασκηθούν
στις πόλεις που καταλαμβάνονταν από τα κτίρια. Αυτούς τους πρώτους
κήπους που τα παιδιά δεν έδειχναν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τους
φροντίσουν, ανέλαβαν οι γονείς. Έτσι ο κήπος έγινε οικογενειακός.
Αργότερα άρχισε η περίφραξή τους και η κατασκευή περιπτέρου για
προστασία από τις καιρικές συνθήκες και οι πρώτοι κανονισμοί κάνουν την
εμφάνισή τους το 1870 με την εγκατάσταση των πρώτων 100 κήπων.
Η Κούβα, στο αποκορύφωμα του εμπάργκο και της οικονομικής κρίσης,
δημιούργησε κοινοτικούς κήπους στα αστικά κέντρα και απέκτησε μια
αξιόλογη παραγωγή κηπευτικών που κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες του
αστικού πληθυσμού που δεν είχε πρόσβαση σε κατάλληλη γεωργική γη.
Ο Δήμος προετοιμάζει το έδαφος σε μια έκταση, συχνά σε διαφορετικές
τοποθεσίες της πόλης, με εύκολη πρόσβαση και οι πολίτες νοικιάζουν 50 ή
100 τετραγωνικά μέτρα στα οποία φυτεύουν τα λαχανικά της επιθυμίας τους
τα οποία στη συνέχεια περιποιούνται και συγκομίζουν. Συχνά ο Δήμος
παρέχει και την αναγκαία τεχνογνωσία με ειδικά σεμινάρια σε όσους
αναλαμβάνουν για πρώτη φορά να καλλιεργήσουν λαχανικά. Επίσης, ο Δήμος
καταρτίζει τον κανονισμό ο οποίος είναι υποχρεωτικός για τους
συμμετέχοντες. Σε πολλές πόλεις της Δύσης υπάρχει λίστα αναμονής και οι
Δημοτικές Αρχές επεκτείνουν κάθε χρόνο την έκταση των Δημοτικών Κήπων
για να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση. Το διαδίκτυο είναι γεμάτο με
πληροφορίες για Δημοτικούς Κήπους και παρέχουν πληροφορίες για το
πρόγραμμα και την καλλιέργεια λαχανικών. Στις ΗΠΑ υπάρχει και η
Αμερικανική Ένωση Κοινοτικών Κήπων (American Community Gardening
Association) με ιστοσελίδα στη διεύθυνση:
http://aggie-horticulture.tamu.edu/kinder/acga.html
<http://aggie-horticulture.tamu.edu/kinder/acga.html>.
Η ένωση παρέχει πληροφορίες και τεχνογνωσία για την ίδρυση παρόμοιων
κήπων σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αμερικής.
Στις τελευταίες δεκαετίες, εκατομμύρια Αμερικανοί υποσιτίζονται. Οι
πόλεις φθίνουν, η ανεργία των νέων αυξάνει και η εγκατάλειψη της
σχολικής φοίτησης παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία
Αμερικανοί συχνά ζουν σε φυσικά ή κοινωνικά γκέτο, αποκομμένοι από την
ζωογόνο αλληλεπίδραση με άλλα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Η οργάνωση
μιας τοπικής δράσης με την ίδρυση και λειτουργία ενός Δημοτικού Κήπου
φέρνει κοντά άτομα από διάφορα κοινωνικά στρώματα, ηλικίες, επαγγέλματα,
κουλτούρες. Δημιουργεί παράλληλα νέες κοινωνικές σχέσεις, ισχυροποιεί
τις υπάρχουσες, προσφέρει άσκηση και θεραπεία και παράγει υγιεινά
τρόφιμα με πολύ χαμηλό κόστος.
Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και στις μεγάλες πόλεις της χώρας μας και να
δώσει τη δυνατότητα σε άτομα που δεν έχουν την κατάλληλη έκταση, να
καλλιεργήσουν τα δικά τους λαχανικά. Δυστυχώς, δεν προσφέρεται επί του
παρόντος. Δεν αποκλείεται όμως να το δούμε στα επόμενα χρόνια και αυτό
θα είναι μια καλοδεχούμενη εξέλιξη. Και δεν θα είναι ένδειξη φτώχειας.
Το να παράγει κανείς τα δικά του λαχανικά χωρίς χημικά, είναι ό,τι
καλύτερο μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του και την οικογένειά του.
Σωματική άσκηση, δημιουργική απασχόληση και υγιεινή διατροφή είναι οι
λόγοι που έχουν οδηγήσει πολλούς συνανθρώπους μας σε πολλές χώρες, και
μάλιστα στις πιο ανεπτυγμένες, στην αθρόα συμμετοχή τους σε αυτά τα
προγράμματα. Μια ανάλογη προσπάθεια δημιουργίας κήπων ξεκίνησε στην
Καρδίτσα από έναν ευαισθητοποιημένο πολίτη. Να της ευχηθούμε κάθε επιτυχία.
Ένα άλλο πολύ αξιόλογο επιχείρημα υπέρ των τοπικών προϊόντων είναι τα
αποτελέσματα έρευνας του περιοδικού National Geographic στη Σαρδηνία και
την Ιαπωνία που συνδέουν την κατανάλωση τοπικών προϊόντων με την
μακροζωία και μάλιστα σε οικιακούς λαχανόκηπους που καλλιεργούνται από
τους ίδιους τους υπερήλικες.
Η καλλιέργεια των οικιακών λαχανόκηπων με τρόπο βιολογικό πρέπει να
συνοδεύεται και από τη χρήση παραδοσιακών ποικιλιών που είναι πιο
ανθεκτικές στις ασθένειες και έχουν καλύτερα γευστικά χαρακτηριστικά.
Πολλές από αυτές τις παραδοσιακές ποικιλίες έχουν χαθεί στις ημέρες μας
ή καλλιεργούνται από άγνωστους μεμονωμένους παραγωγούς σε διάφορες
γωνιές της χώρας μας. Όλους αυτούς ήρθε να τους ενώσει και να τους
συντονίσει μια πολύ χρήσιμη οργάνωση, η εναλλακτική κοινότητα Πελίτι.
Κάθε χρόνο οργανώνει την Πανελλήνια γιορτή ανταλλαγής σπόρων. Η φετινή
δέκατη στη σειρά έγινε στην έδρα της οργάνωσης, στο Παρανέστι της Δράμας
στις 10 Απριλίου 2010. Την ημέρα εκείνη εκατοντάδες βιοκαλλιεργητές από
όλη την Ελλάδα και ερασιτέχνες κηπουροί συναντήθηκαν για να ανταλλάξουν
σπόρους χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος. Αξίζει να πάρετε και εσείς
μέρος στην επόμενη εκδήλωση. Η ιστοσελίδα της οργάνωσης είναι στη
διεύθυνση www.peliti.gr <http://www.peliti.gr>
Τέλος, η διοργάνωση εκθέσεων τοπικών προϊόντων προβάλλει τα τοπικά
προϊόντα και τα καθιστά γνωστά σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Οι
παραγωγικές τάξεις του Νομού Ημαθίας το κάνουν κάθε χρόνο με αφορμή το
καρναβάλι της Νάουσας. Μάλιστα, αν τέτοιες εκδηλώσεις συνδυαστούν με τη
δημιουργία τοπικών εφοδιαστικών δικτύων για καταστήματα, εστιατόρια,
ξενοδοχεία, κ.ά., δημιουργούν άριστες προοπτικές για την απρόσκοπτη
διάθεση των τοπικών προϊόντων και ωφελείται τα μέγιστα η τοπική κοινωνία.
Επίλογος
Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι τοπικές κοινωνίες διαθέτουν
πολύ μεγάλες δυνατότητες για να καλυτερέψουν την οικονομική και
κοινωνική τους θέση. Αν δεν το κάνουν μέχρι σήμερα είναι γιατί έχουν
παραιτηθεί ή νοιώθουν πολύ μικρές τις δυνάμεις τους. Όπως όμως πολύ καλά
γνωρίζουμε όλοι μας, η συνένωση των μικρών προσπαθειών είναι εκείνη που
δημιουργεί τα μεγάλα και σπουδαία κοινωνικά και πολιτισμικά
επιτεύγματα. Είναι βαθύτατο το χρέος των εκπαιδευτικών, όλων των
βαθμίδων, να μεταφέρουν την αναγκαία πληροφόρηση και γνώση στις τοπικές
κοινωνίες και να παίξουν τον ρόλο του καταλύτη και γιατί όχι και του
ηγέτη που θα φέρει τις πολυπόθητες αλλαγές.
*Ο Γεώργιος Α. Δαουτόπουλος είναι, Καθηγητής Αγροτικής Κοινωνιολογίας ΑΠΘ
**(Δημοσιεύτηκε στην “Πράσινη Πολιτική”)