του Οδυσσέα Ελύτη ( Εν Λευκώ)
Οι πράξεις των ανθρώπων είναι, όπως και οι ίδιοι, εκτεθειμένες σε ατυχήματα. Οι πνευματικές δεν εξαιρούνται΄ απεναντίας. Τα τροχαία του χρόνου κάνουν θραύση στη λογοτεχνία μας, και οι πιο μεγάλοι που έφτασαν ως εμάς παραμένουν καταμωλωπισμένοι. Ο χρόνος δείχνει: στον κόσμο των νοημάτων αυτά που νόμιζες δέντρα δεν ήταν παρά τηλεγραφόξυλα΄ και οι σκιές οι υπέροχες, απλές λίμνες αφανείς, που σου γίναν παγίδες. Ένας που βλέπει σωστά, μιλεί στις νέες κοπέλες σαν σε μέλλουσες γερόντισσες, κι η σκληρότητα αυτή τον προφυλάσσει από μια βέβαιη προσεχή απογοήτευση. Ο αετός, αυτός, βγάζει απ΄ όλες τις νέες μια πανέμορφη, που δεν την πιάνουν τα γηρατειά.
Στη ζωγραφική, στη μουσική, αυτό είναι το πιο κατορθωτό, ακριβώς επειδή λείπουν οι ιδέες (θέλω να πω τα νοήματα), ή δεν υπάρχουν, είναι μόνο κατ΄αναλογίαν. Ιδού για ποιο λόγο υποστηρίζω ότι η ποίηση οφείλει, όσο γίνεται, να μιλεί κι εκείνη, κατ΄αναλογίαν, κυριότατα με τις αισθήσεις. Να μετέρχεται τα μέσα εκείνων που θεωρεί – όχι χωρίς κάποιαν οίηση – άλαλους΄και να προσθέτει το δικό της συν με μεγάλη περίσκεψη.
Όταν κάποιος στέκεται αντίκρυ, σε μιαν αρχαία τοιχογραφία ή σ΄ένα βυζαντινό ψηφιδωτό βρίσκει περίπου όλα όσα θα ζητούσε και σήμερα από ένα έργο τέχνης: σχήματα και χρώματα σύμφωνα με μιαν ορισμένη διάταξη πάνω στην επιφάνεια. Το κόκκινο ή η καμπύλη δεν ξεπεράστηκαν, όπως δεν ξεπεράστηκαν ποτέ η ζεστασιά του αγαπημένου σώματος ή το άρωμα του γιασεμιού. Οι επιδρομές όμως στη Θάσο του 7ου αιώνα, όπως βέβαια οι διαδρομές Ορθοδόξων και Αρείων στον άλλον 7ο αιώνα, το μετά Χριστόν, δε μας λένε πλέον τίποτε. και είναι αυτές, δυστυχώς, που δυσχεραίνουν σήμερα τον αναγνώστη του Αρχίλοχου και του Ρωμανού.
Δεν έχει άλλωστε κανείς παρά να πάρει τις δύο περιόδους του Eluard – την υπερρεαλιστική και τη μαρξιστική – για να επιμετρήσει μέσα σ΄ένα και το ίδιο πρόσωπο, και μέσα στην ελάχιστη χρονική απόσταση, την πραγματική διαφορά.