Παράδοση και Πρόοδος: το ζήτημα του ξεπεράσματος των ορίων
- October 19, 2014
- 0 comments
- 0
Ο κόσμος σήμερα υποφέρει από άχρηστες ελευθερίες. Αυτές οι άχρηστες ελευθερίες είναι χειρότερες από την απαγόρευση και την σκλαβιά. Πρέπει κανείς να βρει νέους τρόπους πειθαρχίας, στα μέτρα μας, στις ανάγκες μας. Εκείνο που ‘ναι γεγονός, είναι ότι αυτή η ελευθερία ερεθίζει, σκοτώνει και δεν οδηγεί πουθενά. «Κάνε ό,τι θέλεις». Τότε θ’ απαντήσει ένας άνθρωπος λογικός: «Θέλω να με βοηθήσετε να μάθω τι θέλω…».
Γ. Τσαρούχης
Το κύριο πολιτικό διακύβευμα
Από την αρχή της πολιτικής μας διαδρομής προσπαθούμε με κάθε δυνατό τρόπο να τονίζουμε πως τα σημερινά κοινωνικά διακυβεύματα είναι ταυτόχρονα πολιτικά και πολιτιστικά -κοντολογίς ανθρωπολογικά– με τρόπο μάλιστα αξεδιάλυτο. Η αργή αποσύνθεση των κοινωνιών μας (καθεαυτό δυτικών αλλά και εκείνων της δυτικής περιφέρειας) θέτει επιτακτικά το ζήτημα του είδους της κοινωνίας που θα μπορούσε να τις αντικαταστήσει. Παράλληλα, η ενεργητική συμμετοχή της πλειοψηφίας του κόσμου στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης κοινωνικής θέσμισης -μέσω της προσχώρησής του στην κουλτούρα της κατανάλωσης, των ανέσεων και της κοινωνικής ανόδου- υποχρεώνει κάθε κριτική προσέγγιση να συνυπολογίζει όχι μόνο τις σχέσεις κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης που οργανώνουν τις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά και τον τρόπο ζωής της συντριπτικής πλειονότητας των συνανθρώπων μας.
Ο πλήρης εκτροχιασμός της σύγχρονης οικονομίας, η ανεξέλεγκτη πορεία της τεχνοεπιστήμης, η γενικότερη οικολογική υποβάθμιση του πλανήτη στην οποία οδηγεί όλη αυτή η δυναμική, βαδίζουν χέρι-χέρι με το τσαλαπάτημα των κοινωνικών σχέσεων, ένα πελώριο ψυχικό κενό και την εξάπλωση της μοναξιάς. Μέσω της ολοένα και βαθύτερης εμπέδωσης του μοντέλου της κοινωνίας της κατανάλωσης εντός της Δύσης και της επέκτασής του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, δημιουργείται σταδιακά μια κατάσταση μη ελέγξιμη.
Ο θρυμματισμός του σημερινού ατόμου, η αποσάθρωση των κοινωνιών και το ρήμαγμα της φύσης θα τελειώσουν, αναπόφευκτα, είτε με την εκμηδένισή τους είτε με την επιβολή κάποιου φραγμού. Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, θα τεθεί επιτακτικά το ζήτημα των ορίων. Ποιος, όμως, θα επιβάλει τα όρια αυτά; Αυτό, πιστεύουμε, πως θα είναι το βασικό και κύριο πολιτικό ερώτημα στο προσεχές μέλλον. Η πιθανότητα εμφάνισης ενός αυταρχικού ή οικοφασιστικού καθεστώτος που θα επιβάλει όρια στους πολλούς, μόνο και μόνο για να διασώσει τις ανέσεις και την πρόσβαση στους σπανίζοντες φυσικούς πόρους μιας διεφθαρμένης ολιγαρχίας, δεν είναι τόσο μακρινή, όσο ίσως μας φαίνεται. Όπως ακριβώς γίνεται σήμερα με τα «προγράμματα λιτότητας» στο οικονομικό επίπεδο, η επιβολή ορίων θα γίνει με τρόπο άδικο και αυταρχικό. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για φονταμενταλιστικά και νεοθρησκευτικά κινήματα που μπορούν κάλλιστα να αναδυθούν, όπως έχει συμβεί επανειλημμένως στην ιστορία μετά από περιόδους μεγάλης υλικής αφθονίας ή γενικευμένης φθοράς των αξιών και των σημασιών μιας κοινωνίας. Η άνοδος ενός πρωτόγονου και χονδροειδούς ισλαμισμού όπως και η –ευτυχώς περιορισμένη- διάδοση ορισμένων αντιδραστικών οικολογικών ρευμάτων θρησκευτικής υφής είναι δείγματα μιας τέτοιας πιθανής εξέλιξης: μια προσπάθεια των ανθρώπων να βρουν βεβαιότητες μέσα στο γενικευμένο χάος, αλλά και να τιθασεύσουν τις ενοχές που τους γεννά μια ζωή μέσα στη γενικευμένη καταναλωτική ασωτία.
Εν τέλει, όσο οι ίδιες οι κοινωνίες δεν προσπαθούν να αυτοπεριοριστούν, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος, μπροστά στο επερχόμενο χάος, τον ρόλο του χωροφύλακα να αναλάβουν αυταρχικοί σχηματισμοί που θα στηρίξουν την εξουσία τους στον γενικευμένο φόβο, τον πανικό και τα ενοχικά σύνδρομα των πληθυσμών. Κι όσο, αντίστοιχα, οι πολιτικοί χώροι και τα κινήματα που επικαλούνται τις αρχές της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης αρνούνται να θέσουν το ζήτημα στους πραγματικούς του όρους, συνεχίζοντας να κολακεύουν τα καταναλωτικά ένστικτα των πληθυσμών στα πλαίσια λαϊκιστικού τύπου κριτικών στις επιβαλλόμενες πολιτικές λιτότητας, μην καταβάλλοντας την παραμικρή προσπάθεια να επεξεργαστούν ιδέες και λύσεις δημοκρατικού τύπου, η Ακροδεξιά, τόσο στην πολιτική όσο και στη θρησκευτική της εκδοχή, θα παρασιτεί επί των κοινωνικών προβλημάτων, αυξάνοντας ολοένα τη δύναμή της.
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με το μεταναστευτικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του φαινομένου αυτού: όταν η Αριστερά κι οι αναρχικοί -ειδικά οι δεύτεροι- αποκαλούσαν ρατσιστή όποιον τολμούσε να υποστηρίξει πως η αθρόα προσέλευση τόσων πολλών εξαθλιωμένων ανθρώπων σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα -και ειδικά τα τελευταία χρόνια με την κρίση-, συνιστά μείζον κοινωνικό πρόβλημα για το οποίο κάτι πρέπει να πούμε, η Ακροδεξιά είχε όλη την ελευθερία να μονοπωλήσει το ζήτημα, καταφέρνοντας να καταστήσει σχεδόν αυτονόητη τη δική της, αυταρχική και μισαλλόδοξη οπτική. Διότι, φυσικά, όταν, όχι μόνο δεν παίρνεις συγκεκριμένες θέσεις, αλλά αρνείσαι ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του προβλήματος, μοιραίο είναι να επιτρέπεις στην Ακροδεξιά να παρουσιάζεται ως η μόνη «υπεύθυνη» δύναμη που δήθεν βλέπει χωρίς παρωπίδες την πραγματικότητα, προσπαθώντας να βρει λύσεις στα προβλήματα του κόσμου, τη στιγμή που οι δημοκρατικοί πολιτικοί χώροι ενδιαφέρονται μόνο για την υπεράσπιση των ιδεολογικών τους σχημάτων.
Δυστυχώς, ελάχιστοι μέσα σε αυτούς τους χώρους έχουν αντιληφθεί τη διαλεκτική διαπλοκή της δικής τους στάσης με την αντίστοιχη των ακροδεξιών: όσο οι πρώτοι αρνούνται την ανάγκη εξεύρεσης και διαμόρφωσης κάποιου είδους ορίων ή ρυθμίσεων, τόσο οι δεύτεροι θα πλειοδοτούν υπέρ της επιβολής φραγμών δρακόντιων και αυταρχικών, δικαιολογώντας τους στα πλαίσια ιδεολογικών σχημάτων αντιδραστικών κι αρχαϊκών. Πρόκειται εδώ για τη σημερινή εκδοχή ενός πολύ παλιότερου φαινομένου, βαθιά ριζωμένου στην ιστορία όχι μόνο της καθεαυτό Δύσης αλλά και των περιφερειακών της ή μη δυτικών χωρών που ήρθαν αντιμέτωπες με την επέκτασή της: όσο η βαθειά ριζωμένη στο δυτικό φαντασιακό εμμονή της επ’ άπειρον επέκτασης και υπέρβασης κάθε ορίου διέλυε τους παραδοσιακούς δεσμούς και «απομάγευε» τον κόσμο (είτε μέσα στην ίδια τη Δύση είτε στις περιοχές του μη δυτικού κόσμου που υπέστησαν τον οικονομικοστρατιωτικό ή πολιτιστικό της ιμπεριαλισμό), τόσο γεννιούνταν αντιδραστικά ή νεοαντιδραστικά κινήματα που ζητούσαν μια επιστροφή στη χαμένη Ολότητα και την διαταραγμένη Αρμονία της χιλιετούς παράδοσης, της μόνης εγγύησης κάθε σοφίας και υγιούς συμπεριφοράς.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι η διαρκής αλληλοδιαπλοκή των δύο άκρων: της παραδοσιολαγνείας από την μια πλευρά, που εξαγγέλλει πως «δεν πρέπει να αμφισβητούμε τα κατεστημένα όρια, καθώς αυτό οδηγεί, αν όχι στη βλασφημία, σίγουρα στην έκπτωση, την παρακμή και τον μηδενισμό», και της αναγωγής της υπέρβασης των ορίων σε αυτοσκοπό, από την άλλη. Πρόκειται για τις δύο βασικές όψεις της κυρίαρχης ετερονομίας, που φράσσουν το δρόμο σε κάθε πραγματικά ριζική και διαυγή κριτική των σύγχρονων συνθηκών ζωής: η μεν προτείνοντας μια ουτοπική φυγή προς τα εμπρός, προς τον επερχόμενο επί γης Παράδεισο, η δε μια εξίσου ουτοπική φυγή προς τα πίσω, προς κάποια υποτιθέμενη χαμένη Εδέμ. Αν υποστηρίζουμε το πρόταγμα δημιουργίας μιας κοινωνίας χειραφετημένης και δημοκρατικής, τότε πρέπει να τονίζουμε πάντοτε πως μια αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία που όχι μόνο κατακτά κι εξασκεί η ίδια την ελευθερία της, αλλά και που θεσμίζει η ίδια και τα όρια αυτής της ελευθερίας. Πράγμα που σημαίνει πως πρέπει από θέση αρχής να πολεμάμε κάθε θεωρία που προσπαθεί να απωθήσει αυτήν την ανάγκη αυτοπεριορισμού πίσω από νεφελώδη παραληρήματα περί επερχόμενων ή απερχόμενων μεγαλείων.
Δε νοείται, άλλωστε, κοινωνία που να μη δημιουργεί κάποιο είδος θετικού ορίου: οι ετερόνομες κοινωνίες π.χ. μέσω της θρησκείας (η οποία επιβάλλει απαγορεύσεις, αυστηρούς κώδικες διαβίωσης και συμπεριφοράς, διδάσκει την ταπείνωση και την ευσέβεια απέναντι σε ένα ανώτερο ον κ.λπ.) και οι κοινωνίες διαρρηγμένης ετερονομίας (όπως, για παράδειγμα, η κλασική Αθήνα) μέσω της προσπάθειας να αποδεχτούν τη θνητότητά τους[20]. Η μόνη, κατά τα φαινόμενα, ανθρώπινη κοινωνία που δε διαθέτει καμία τέτοια έννοια θετικών ορίων είναι η Δύση. Ίδιον της Δύσης δεν είναι -όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί- η δημιουργία ενός γραμμικού χρόνου που σπάει, δήθεν, τον κυκλικό χρόνο και την «αρμονία» της Αρχαιότητας[21]. Αυτή η κρυστάλλινη -υποτίθεται- αρμονία του φαντασιακού της «κοσμικής τάξης» (που επεξεργάστηκαν οι στωικοί φιλόσοφοι, κατά την περίοδο της παρακμής της Αρχαιότητας) ελάχιστη σχέση έχει με το κλασικό αρχαιοελληνικό φαντασιακό και συνιστά απλώς φαντασίωση του δυτικού κλασικισμού, πράγμα που είχε από νωρίς καταδείξει ο Νίτσε (στη Γένεση της τραγωδίας). Ο πολιτισμός που προσπαθεί, αντίθετα, να δημιουργήσει μια κοινωνία απολύτως ορθολογική και διαφανή, σχεδόν κρυστάλλινη στη διαύγεια και τη λειτουργία της είναι η Δύση, με τον ρασιοναλισμό και την εμμονή της για το ξεπέρασμα κάθε είδους ορίου -δηλαδή για την προσπάθεια υπέρβασης της ίδιας της Αναγκαιότητας ως συνόλου περιορισμών που θέτει η πραγματικότητα στο ανθρώπινο υποκείμενο (τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο).
Ποιος θα επιβάλλει τα όρια, λοιπόν; Είναι πολύ σημαντικό να θέτουμε αυτό το ερώτημα. Σε τελική ανάλυση, η απάντηση που θα δώσουμε, ανοίγει ταυτοχρόνως έναν συγκεκριμένο πολιτικό ορίζοντα, σκιαγραφώντας τους βασικούς πυλώνες της κοινωνίας που θέλουμε να γεννηθεί απ’ αυτήν την περιδίνηση. Με βάση όσα προείπαμε, πιστεύουμε πως μόνο ένα δημοκρατικό κίνημα που θα είναι ταυτόχρονα και κίνημα ριζοσπαστικής οικολογίας, δηλαδή αποανάπτυξης, θα μπορέσει να θέσει όρια απελευθερωτικά, στα μέτρα μας, όρια ανοιχτά στην αλλαγή και στην επανεξέταση. Ένα κίνημα, με άλλα λόγια, που θα αναγνωρίσει ότι οι αξιώσεις του ανθρώπου απέναντι στη φύση θα πρέπει να περιοριστούν σημαντικά, ότι μια τέτοια εθελούσια πτώση του «επιπέδου ζωής» θα πρέπει να κατανεμηθεί δίκαια κι όχι να επωμισθούν τις συνέπειές του οι πολλοί, προκειμένου να συνεχίσουν κάποιοι λίγοι να ζουν πλουσιοπάροχα. Ένα κίνημα, τέλος, που θα αντιλαμβάνεται το ζήτημα της εξεύρεσης θετικών ορίων ως άρρηκτα δεμένο με το αίτημα της κοινωνικής ισότητας και της διεκδίκησης μιας ζωής με νόημα.
Άνευ ορίων, άνευ όρων;
Χωρίς να πλατειάσουμε, πρέπει να τονίσουμε ότι η εμμονή με το ξεπέρασμα των ορίων υπήρξε, ιστορικά, διφυής. Μπορεί, αφενός, να παρουσιάζεται σήμερα με μια ακραία μορφή, δηλαδή ως μονομανία, που, εφόσον καταστρέφει κάθε είδος κοινωνικής παράστασης, θεσμού και ορίου, τελικά, οδηγεί στον μηδενισμό αφετέρου, όμως, έγινε ιστορικά δυνατή μόνο στα πλαίσια μιας κοινωνίας που έχει κάνει σημαντικά βήματα εξόδου από την ετερονομία της και κατέκτησε την ικανότητα να θέτει τον εαυτό της υπό αμφισβήτηση[22].
Αυτό είναι που συνέβη, ιστορικά, στη Δύση από τον κυρίως Μεσαίωνα και μετά. Ο καπιταλισμός είναι αδιανόητος δίχως την ύπαρξη ενός προτάγματος αυτονομίας, καθώς προϋποθέτει έναν πρωτόγνωρο, ιστορικά, κοινωνικό δυναμισμό, αδιανόητο μέσα σε ετερόνομες κοινωνίες, εντός των οποίων η τήρηση των εθίμων και των παραδόσεων συνιστά τη βασική αρχή λειτουργίας τους. Αντίστοιχα, ο ολοκληρωτισμός, άλλο ένα κατεξοχήν δυτικό δημιούργημα, ως κοινωνικό πρόταγμα πραγμάτωσης του «αδύνατου» (όπως έλεγε η Χάνα Άρεντ) είναι δυνατόν να αναδυθεί μόνο μέσα σε μια κοινωνία που έχει ξεφύγει οριστικά από τη μέγγενη της θρησκείας και δεν έχει πλέον κάποιο όριο να περιορίζει την πράξη και την παράστασή της. Το ίδιο ισχύει για την τεχνολογία, δηλαδή για το τεχνικό σύστημα της Δύσης, που είναι ταυτόχρονα κι ένα είδος εφαρμοσμένης ιδεολογίας: της ιδέας ότι κάθε μορφή παράδοσης και εθίμου θα πρέπει να ανατραπεί και να αναδομηθεί με τρόπο «ορθολογικό» κι «επιστημονικό».
Όπως είναι προφανές, αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε από αυτήν την έννοια του απεριόριστου είναι η θετική του πλευρά: δηλαδή η κατάκτηση, από τις νεότερες κοινωνίες, της ικανότητας να μην έχουν όρια στη σκέψη τους. Το περίφημο «άνευ ορίων, άνευ όρων» του Εμπειρίκου έχει, καταρχάς, νόημα μόνο στο επίπεδο της σκέψης και της αναπαράστασης, οι οποίες θα πρέπει να μένουν ελεύθερες κι αδάμαστες. Το ζήτημα του αυτοπεριορισμού, αντίθετα, τίθεται στο επίπεδο της πράξης: εκεί είναι που πρέπει να ανακτήσουμε την ικανότητα να θέτουμε όρια στον εαυτό μας, όπου πιστεύουμε πως χρειάζεται, δίχως να περιοριζόμαστε από αυτήν την ουσιαστικά παιδική μανία υπέρβασης για την υπέρβαση. Αυτή, πιστεύουμε, θα πρέπει να είναι κι η στάση μας απέναντι στην εκάστοτε παράδοση. Ούτε απόρριψη για την απόρριψη ούτε απλώς τυφλή υποταγή, αλλά λελογισμένη επιλογή του τι κρατάμε και τι απορρίπτουμε.
Η ανάγκη αλλαγής μοντέλου
Ένα σημείο εξαιρετικής σημασίας είναι η διαπίστωση πως οι νεότερες επαναστατικές ιδεολογίες και ειδικότερα αυτές του 19ου και του 20ού αιώνα κινήθηκαν, ως επί το πλείστον, εντός των πλαισίων αυτής της αναγωγής της υπέρβασης των ορίων σε αυτοσκοπό. Αυτό είναι σαφές στις δύο βασικές επαναστατικές θεωρίες αυτής της περιόδου, στον μαρξισμό και τον αναρχισμό. Όντας αμφότεροι τέκνα του νεότερου φιλελευθερισμού, φέρουν βαθιά την κληρονομιά του: μια ουσιώδη οντολογική «αισιοδοξία», μια βαθιά πίστη στην Πρόοδο -η οποία τείνει πάντοτε να ανάγει την ιστορία σε ένα ασταμάτητο «προτσές» προς την ελευθερία και την υλική ευημερία-, όπως και την πίστη στη θεμελιώδη καλοσύνη του ανθρώπου και στον απελευθερωτικό ρόλο της τεχνικής. Ο μαρξισμός έκλινε περισσότερο προς ορισμένα από αυτά τα στοιχεία (όπως, π.χ., ο ιστορικός ντετερμινισμός ή η τεχνοφιλία) ενώ ο αναρχισμός προς ορισμένα άλλα (όπως η πίστη στη θεμελιωδώς αγαθή φύση του ανθρώπου). Σε κάθε περίπτωση, αμφότερες οι ιδεολογίες αυτές βασίζουν –με ορισμένες επιμέρους διαφοροποιήσεις- το πολιτικό τους πρόταγμα σ’ ένα είδος κοινωνικού αυτοματισμού: όταν πλέον καταρρεύσουν οι καταπιεστικές δομές του καπιταλισμού και της πατριαρχίας, θα λάμψει, πλέον, ανεμπόδιστη η βαθύτερη αλήθεια του ανθρώπινου όντος και θα εγκαθιδρυθεί ο επί γης Παράδεισος, στα πλαίσια του οποίου δε θα έχουμε πλέον ανάγκη θεσμών, νόμων και κωδίκων συμπεριφοράς. Δε θα καταργηθεί -ή απονεκρωθεί- μόνο το κράτος, αλλά κάθε μορφή εξουσίας, δηλαδή κάθε μορφή λήψης κι εφαρμογής αποφάσεων με σκοπό τη διαχείριση της κοινωνίας. Όλα θα λειτουργούν πλέον αυτόματα ακολουθώντας την φυσική τους αρμονία, καθώς δε θα υφίστανται πλέον οι παραμορφωτικές συνέπειες των καταπιεστικών κοινωνικών δομών επί της βαθύτερης ουσίας του Ανθρώπου. Πράγμα που συνεπάγεται πως, γι’ αυτήν την αντίληψη, βασικό καθήκον της Επανάστασης δεν είναι η δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, αλλά η καταστροφή της υπάρχουσας. Διότι αν κι εφόσον καταστραφεί η τελευταία, η διάδοχός της θα αναδυθεί σχεδόν αυτόματα, δίχως να υπάρχει πλέον η παραμικρή ανάγκη συνειδητής δράσης. Η πτώση του Παλαιού Κόσμου θα επιτρέψει την άνθηση του Καινούργιου που δεν μπορεί παρά να είναι ο επιθυμητός!
Φυσικά, τα πράγματα δεν ήταν ποτέ έτσι, για τον απλούστατο λόγο πως το ανθρώπινο ον δεν είναι το ορθολογικό αυτόματο που υπονοούν ο μαρξισμός κι ο αναρχισμός. Ωστόσο, μέχρι και τη δεκαετία του ’60 -χονδρικά- θα μπορούσαμε να πούμε πως η κοινωνία της κατανάλωσης δεν είχε ακόμα καταφέρει να αλώσει εντελώς ούτε την αστική κουλτούρα ούτε τις επιβιώσεις παραδοσιακότερων, προαστικών ή μη αστικών πολιτιστικών μορφών (αγροτικής, προλεταριακής κ.λπ.), όπως συμβαίνει σήμερα μέσα στη Δύση. Έτσι το άτομο διατηρούσε ακόμα μια σημαντική συνοχή ενώ βασικοί θεσμοί δίχως τους οποίους καμία κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει (όπως κάποιο είδος ανατροφής κι εκπαίδευσης των παιδιών, μια κάποια ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων κ.λπ.) κατάφερναν ακόμη να λειτουργούν με έναν στοιχειωδώς συνεκτικό τρόπο.
Στα πλαίσια, ωστόσο, της πλήρους κατάρρευσης κάθε μορφής κουλτούρας που συντελείται εντός της κοινωνίας της κατανάλωσης, αποδεικνύεται κραυγαλέα ανεπίκαιρη κι αβάσιμη αυτή η φιλελεύθερης προέλευσης ψευδαίσθηση ότι αρκεί απλώς η ανατροπή των καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών δομών προκειμένου να αναδυθεί μια νέα συνεκτική κοινωνία. Σήμερα βλέπουμε πως ακόμα κι οι ίδιοι οι κυρίαρχοι θεσμοί καταρρέουν από μόνοι τους, εξαιτίας αυτής της έλλειψης συνοχής και προσανατολισμού που συνιστά συνέπεια της διάβρωσης κάθε είδους παράδοσης, αξίας, ιδεολογίας και πολιτικού ή πνευματικού προτάγματος. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση είναι πλέον όχι μόνο ανεπίκαιρο ή γελοίο μα και πολιτικά επικίνδυνο να συνεχίζουμε να αναμασάμε τα «αντι-αυταρχικά» κλισέ που καθιερώθηκαν από τα κινήματα της δεκαετίας του ‘60, στα πλαίσια της εξέγερσής τους ενάντια στην αστική κουλτούρα και ηθική, και συνιστούν την κορύφωση του ρεύματος που περιγράφουμε. Πλέον αυτή η κριτική μόνο κομμάτι ειδικότερο μπορεί να αποτελεί της ευρύτερης και συνολικής μας προσέγγισης, περιορισμένη να αναφέρεται, όλο και περισσότερο, στην εκτός Δύσης κατάσταση[23].
Εν ολίγοις, θα πρέπει κάποια στιγμή να βγούμε από το αντί-αυταρχικό μοντέλο, το οποίο πάντοτε ήταν υπόρρητο στις παλιές επαναστατικές ιδεολογίες και κατέστη πλέον αδιαμφισβήτητα κυρίαρχο την εποχή των κινημάτων του ’60. Η προερχόμενη από αυτό το μοντέλο κριτική επηρέασε βαθειά την κατεστημένη κοινωνία της εποχής, με αποτέλεσμα να ζούμε, τα τελευταία σαράντα χρόνια, μέσα στη Δύση σε κοινωνίες που βρίσκονται υπό την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του πολιτιστικού φιλελευθερισμού: κυρίαρχη νόρμα είναι μια γενικευμένη επιτρεπτικότητα που θεμελιώνεται στην αναγωγή του ατόμου και της ατομικής ελευθερίας σε υπέρτατο γνώμονα[24].
Είδαμε παραπάνω τι σόι αντιδραστικά ανακλαστικά γεννά αυτή η κυρίαρχη τάση σε μια αυξανόμενη μερίδα των πληθυσμών, οι οποίοι βιώνουν στο πετσί τους το κενό και τον κυρίαρχο μηδενισμό. Ψάχνοντας για κάποια απάντηση στα ψυχικά και συναισθηματικά αδιέξοδα που τους κατατρώνε, παραδίδονται με ανακούφιση στην πιο βέβαιη λύση που βρίσκουν μπροστά τους. Κι η λύση αυτή δεν είναι παρά η καταφυγή σε παραδοσιακού τύπου βεβαιότητες και σε πρωτόγονα, αταβιστικά αντανακλαστικά, από τις φασίζουσες ή μη ευρωπαϊκές ακροδεξιές ως τις ακραίες μορφές του νεοσυντηρητικού Ισλάμ στην Ασία και την Αφρική.
Πρέπει να καταλάβουμε πως έχουμε πλέον βγει από το παραδοσιακό πολιτικό «παράδειγμα» της χειραφετητικής πολιτικής. Δεν μπορεί να ισχύει πια το δίλλημα μεταξύ συντήρησης και προόδου. Πώς μπορούμε να συζητάμε σήμερα εάν θ’ άξιζε να συντηρήσουμε το παλιό ή ν’ απελευθερώσουμε το νέο, εφόσον το παλιό διαμελίζεται και το πραγματικά νέο δεν εμφανίζεται πουθενά; Η ανοικοδόμηση της ανθρώπινης κοινωνίας, δηλαδή ένα καθήκον κατεξοχήν «θετικό», πρέπει να είναι το ζητούμενο. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι η καταστροφή των θεσμών, οι οποίοι ως δήθεν «μεσολαβήσεις»[25] σακατεύουν τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα των μαζών. Αυτό που χρειάζεται είναι η αναδημιουργία θεσμών που θα επιτρέπουν στις κοινωνίες να αρθρώνουν τη δημιουργικότητά τους, φτιάχνοντας μορφές ζωής μεστές νοήματος. Δηλαδή, για να το θέσουμε λιγάκι προκλητικά, αυτό που θέλουμε είναι η δημιουργία νέων «μεσολαβήσεων», δημοκρατικού τύπου, οι οποίες θα διασώζουν την αυτενέργεια των κοινωνιών και τη δημιουργικότητα των ατόμων. Δε γίνεται αλλιώς να εδραιωθεί αυτός ο αναγκαίος επαναπροσδιορισμός των αναγκών και των επιθυμιών μας, αυτή η αλλαγή τρόπου ζωής και μοντέλου κοινωνίας που είναι τόσο απαραίτητη για την υπέρβαση των σημερινών ανθρωπολογικών και οικολογικών αδιεξόδων. Μόνο εντός αυτού του πλαισίου θα μπορέσει μια δημοκρατική κοινωνία να θέσει η ίδια τα αναγκαία όρια στην νεοκατακτηθείσα ελευθερία της.
[20] Βλ. σχετικά με αυτό το σημείο τις αναλύσεις του Καστοριάδη περί Αρχαίας Ελλάδας: Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα (Αθήνα, Ύψιλον, 1999), Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Τόμος Α’: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο (μτφρ. Ξ. Γιαταγάνας, Αθήνα, Κριτική, 2007).
[21] Βλ. π.χ. τις σχετικές αναλύσεις του Κ. Παπαϊωάννου, Η αποθέωση της Ιστορίας (1967), μτφρ. Σ. Κακουριώτης, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1992, 1ο κεφάλαιο.
[22] Βλ. ως προς αυτό το σημείο τις δύο βιβλιοκριτικές αυτού του τεύχους όπου γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στην ανάδυση της αρχαιολογίας και της εθνολογίας μέσα στη Δύση ως χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της ικανότητας να σχετικοποιούμε τον εαυτό μας και να ανοιγόμαστε στον Άλλο.
[23] Άλλωστε ένα από τα βασικά προβλήματα της αναγωγής μιας τέτοιας προσέγγισης σε συνολικό σχήμα εξήγησης της κοινωνίας έγκειται στην πλήρη συσκότιση των διαφορών που υπάρχουν, ως προς το θέμα που μας απασχολεί, μεταξύ δυτικού και μη δυτικού κόσμου. Ένας οπαδός της αντι-αυταρχικής ιδεολογίας, για παράδειγμα, θα σου πει πως δε μπορούμε να κατηγορούμε το Ισλαμικό Κράτος ή το Ιράν για θεοκρατική βαρβαρότητα και καταπίεση των γυναικών ή των σεξουαλικών μειονοτήτων, εφόσον ακόμα και στις ίδιες τις ΗΠΑ έχουμε ως επίσημο μότο το “In God we Trust”, στις δυτικές χώρες οι αργίες ακολουθούν το χριστιανικό θρησκευτικό εορτολόγιο, σημειώνονται βιασμοί και ομοφοβικές επιθέσεις κ.λπ.
[24] Πρόσφατα, για παράδειγμα, διαβάσαμε πως στη Γερμανία εγκαινιάζονται οίκοι ανοχής για κτηνοβάτες, οι οποίοι υπερασπίζονται τις επιλογές τους απέναντι σε φιλοζωικές οργανώσεις με την ατάκα «Είμαστε μια μειονότητα που γινόμαστε στόχος διακρίσεων φανατικών εξ αιτίας του σεξουαλικού μας προσανατολισμού» («Ανοίγουν οίκους ανοχής για κτηνοβάτες στη Γερμανία!», topontiki.gr, 6/5/2014).
[25] Καθώς το έθεταν οι καταστασιακοί, στους οποίους βρίσκουμε τη διαυγέστερη, ίσως, σύνοψη των κυριότερων ουτοπικών εμμονών τόσο του μαρξισμού όσο και του αναρχισμού.
[ … ]
Η συνέχεια στην έντυπη έκδοση του περιοδικού “Πρόταγμα” : http://protagma.wordpress.com/