Αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια
- May 6, 2012
- 0 comments
- 0
Του Σωτήρη Δημητρίου*
Αν η αλληλεγγύη αφορά τη συνεκτική στάση των ατόμων, η αξιοπρέπεια αφορά την αντιπαραθετική. Δεν πρόκειται απλά για την αστική ετικέτα με την οποία χαρακτηρίζεται κάποιος ως «κύριος» ούτε για την προάσπιση της τιμής, όπως τον επικαλείται η αριστοκρατία και ο λαϊκός κώδικας της τιμής/ντροπής, ούτε για άλλες παρόμοιες συμπεριφορές των ασύμμετρων κοινωνιών. Πρόκειται για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων, εκείνων τουλάχιστον που ψηφίστηκαν το 1948 από τον ΟΗΕ και αγνοήθηκαν από την κοινωνία των «ανοικτών ευκαιριών», για να τα καταπατηθούν από την παγκοσμιοποίηση και την πολιτική της αντιτρομοκρατίας.
Αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια είναι βασικοί όροι για τη διαμόρφωση αντίστασης στην κρίση που προκαλεί η αποδόμηση του παγκοσμιοποιημένου συστήματος. Τα ερωτήματα που πηγάζουν από μια τέτοια πρόταση είναι πολλά. Ποια είναι η σημασία τους, γενικά, για την κοινωνική λειτουργία; Τι ρόλο παίζουν στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς; Ποια είναι, σήμερα, η εξάρτησή τους από το σύστημα προς το οποίο εναντιώνονται;
Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνησή τους, θα ήταν σκόπιμη μια σύντομη αναδρομή του πλαισίου αποδόμησης, όπως προκύπτει από τις μελέτες των οικονομολόγων, οικολόγων κ.ά. Είναι γνωστό ότι η πολιτικο-οικονομική ηγεσία γνωρίζει τις μελέτες αυτές και, μάλιστα, έχει προβεί σε επαλήθευσή τους. Αρχικά δοκίμασε να εφαρμόσει τις υποδείξεις τους, για να αποτραπεί η κρίση, αλλά μετά το 1978 προτίμησε να τη ρισκάρει με στροφή στο νεοφιλελευθερισμό. Η κρίση όμως του κοινωνικού συστήματος βιομηχανικής παραγωγής ήταν αμετάκλητη, γιατί ξεπέρασε τα όριά του: στην είσοδό του (εξάντληση των φυσικών πόρων), στη λειτουργία του (η αύξηση της ανταγωνιστικότητας οδήγησε στον αυτοματισμό, άρα στη μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή των εργαζομένων, κατά συνέπεια μείωση της υπεραξίας, αλλά και στην μείωση της κατανάλωσης λόγω της αύξησης της ανεργίας) και στην έξοδό του (αύξηση της ρύπανσης, ρήξη της οικολογικής ισορροπίας, εξαθλίωση των πληθυσμών). Το αποτέλεσμα ήταν να περιοριστεί η επένδυση των κεφαλαίων στη βιομηχανία, να γίνουν «λιμνάζοντα» και να στραφεί η επιθετικότητά τους σε άλλους τομείς (υγεία, παιδεία, πρόνοια). Το τέλος του βιομηχανικού μοντέλου συμβάδιζε με την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους. Οι μελέτες συνέχισαν να σημαίνουν συναγερμό και στα τέλη του 20ού αιώνα οριοθέτησαν την κατάρρευση του συστήματος στα 2010, ενώ στις αρχές του 20ού τη συντόμευσαν στα 2008, λόγω επιτάχυνσης της κρίσης από το νεοφιλελευθερισμό.
Τον Αύγουστο του 2008 οι G7 απεφάσισαν να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη ότι επέρχεται η παγκόσμια κρίση, όπως αυτή είχε προβλεφθεί. Το έκαναν προφανώς για να προλάβουν κοινωνικές αναταραχές, γι’ αυτό την παρουσίασαν ως ύφεση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά. Στην οικονομία, οι νομοταγείς αναλυτές αποσιωπούν τον ολιστικό χαρακτήρα της αποδόμησης του συστήματος και αποφεύγουν κάθε αναφορά στις μελέτες που την πρόβλεψαν. Στην πολιτική, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη. Στο παρασκήνιο, οι αγορές πιέζουν, με δανεισμούς και με άλλους χειρισμούς σπέκουλας, να διαχειριστούν τα λιμνάζοντα κεφάλαια για την αποκόμιση κέρδους, διαμέσου των πολιτικών. Στο προσκήνιο, οι πολιτικοί, άμεσοι ή έμμεσοι υπάλληλοι των αγορών, παίζουν το θεατρικό δράμα του αγώνα και της αυτοθυσίας τους για να διασώσουν την πατρίδα, εννοείται τις τράπεζες, διαμέσου της θυσίας των πολιτών.
Η αποδόμηση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος συνεπάγεται και την αποδιάρθρωση της κουλτούρας – την επικράτηση της «α-κουλτούρας», όπως διατείνονται ορισμένοι ανθρωπολόγοι (Gershon & Taylor 2008). Συνεπώς, βρισκόμαστε σε καμπή της ιστορίας όπου εκδηλώνονται κοινωνικές αναταραχές, όπως είχαν προβλεφθεί από τις μελέτες και ήταν αναμενόμενες από τους G7. Το επακόλουθο είναι η ανάδυση και διαμόρφωση κοινωνικών μετασχηματισμών.
Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί δεν είναι κάτι το παράδοξο ή ανησυχητικό. Διατρέχουν όλη την πορεία της κοινωνικής ιστορίας, αλλά η επίσημη ιστοριογραφία αποσιωπά τη σημασία της για την κοινωνική εξέλιξη, ακόμα και την αναφορά της, ενώ αναλώνεται στη διαδοχή των βασιλέων και στους άθλους τους. Από την κατάρρευση του Μυκηναϊκού κόσμου και την Πορεία των Λαών της Θάλασσας (R. Crossland 1973· N. Sandars 2001), τους Διονυσιακούς θιάσους (M. Nilsson 1955), τον Πόλεμο των Χωρικών στην Ευρώπη του 1525 (F. Engels 1991· Γ. Βλάχος 1998), τις εξεγέρσεις των αποικιών (P. Worsley 1970· W. La Barre 1971) μέχρι τα πρόσφατα κινήματα της Λατινικής Αμερικής και του Αραβικού κόσμου,, καθώς και πλήθους άλλων κινημάτων που τα περισσότερα αποκρύπτονται από τους ιστορικούς και τις ειδήσεις, οι κλυδωνισμοί και μετασχηματισμοί διαποτίζουν αδιάλειπτα το κοινωνικό σώμα. Μόνο στη Λυών, για παράδειγμα, τον 19ο αιώνα εκδηλώθηκαν τα εξής: το 1848 εξέγερση και κατάληψη της εξουσίας, το 1870 νέα ανταρσία που πνίγηκε στο αίμα, από το 1880 ειρηνικές διαδηλώσεις (C. Tilley 2007).
Κινητήρια δύναμη όλων αυτών των κοινωνικών κινημάτων είναι η αλληλεγγύη. Τι είναι ακριβώς η αλληλεγγύη; Είναι το συναίσθημα ενότητας με τους άλλους που μας προσφέρει συγκίνηση, ευφορία και ταυτόχρονα μας κινητοποιεί για κοινή δράση. Πηγάζει από το βαθύτερο συναίσθημα του κοινοτισμού, την communitas, η οποία κάνει τον καθένα να νιώθει ενσωματωμένο μέσα σε ένα ορμητικό ρεύμα, τον γεμίζει με πληρότητα, σαν να είναι ενιαίος με τον κόσμο, ώστε τον διεγείρει να κάνει πράξεις που, εάν βρισκόταν σε νηφάλια κατάσταση, θα του ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε ποτέ να τις κάνει. Το συναίσθημα αυτό διαμορφώνεται και ριζώνει στον ψυχισμό του ατόμου κατά τα πρώτα στάδια της κοινωνικοποίησης, όταν βρίσκεται ακόμα κάτω από τη φροντίδα και την προστασία της κοινότητας. Ιδιαίτερα κατά το προγλωσσικό στάδιο, όπου το νήπιο δεν έχει αρχίσει ακόμα να διαχωρίζει τον εαυτό του από τον εξωτερικό κόσμο, το communitas εκφράζει την ενότητά του με τον κόσμο και αυτό του χαρίζει το αίσθημα Της πληρότητας και της μαγείας. Στην πορεία της ενηλικίωσης, το συναίσθημα του κοινοτισμού μειώνεται, εξαιτίας της διαμόρφωσης και αντιπαράθεσης άλλων όρων: από την ανάπτυξη της δημιουργικότητας, από την ανάληψης κοινωνικού ρόλου κ.ά. Οι λειτουργίες της κοινωνικής οργάνωσης ανανεώνουν με επετειακές τελετουργίες το συναίσθημα του κοινοτισμού, για τη συντήρηση της κοινωνικής συνοχής, είτε αυθόρμητα στις εξισωτικές κοινωνίες είτε με σφετερισμό από την κυρίαρχη εξουσία και για λογαριασμό της, στις ασύμμετρες. Στη δεύτερη περίπτωση η κοινωνία συμμετέχει μάλλον παθητικά.
Παρά τον σφετερισμό και την υποτόνισή του από τον κυρίαρχο λόγο, το συναίσθημα του κοινοτισμού και της μαγείας αναβιώνει και σε ατομικές περιπτώσεις, π.χ. στην ανάκληση ξεχασμένων εμπειριών, καθώς επίσης και στις περιπτώσεις συλλογικής δράσης, σωματείων κ.ά. Εκεί όμως που αναδύεται με πλήρη ένταση είναι στα κοινωνικά κινήματα και μετασχηματισμούς. Απαραίτητος όρος για την εκδήλωσή τους είναι η ενότητα. Όλα τα κινήματα των προκαπιταλιστικών κοινωνιών αναβιώνουν την communita με τελέσεις έκστασης, ώστε τα άτομα να περάσουν στην κατάσταση εκείνη της μαγείας που τα εμπνέει με πληρότητα και με τη δύναμη για μεγάλες πράξεις αψηφώντας ακόμα και το φόβο του θανάτου. Στα κινήματα που εκδηλώνονται, σήμερα, στην Αφρική, π.χ. στη Χρυσή Ακτή, αναβιώνει η ίδια εκστασική μέθεξη (Augé 1999). Τα κινήματα που σάρωσαν τη Ευρώπη στον Πόλεμο των Χωρικών, τον 16ο αιώνα, είχαν εκστασικό και οργιαστικό χαρακτήρα. Όσα όμως εκδηλώθηκαν κατόπιν στο Δυτικό κόσμο δεν συνοδεύονται από εκστασική μέθεξη, γιατί η επιβολή του ορθολογισμού και της εσωτερικής πειθαρχίας των ατόμων, που αναπτύχθηκε στο διάστημα αυτό, τα εμπόδιζε να περάσουν μια τέτοια μετάσταση του ψυχισμού -αν και οι επαναστάσεις του 1789 και του 1917 συνοδεύτηκαν από καρναβαλικές τελετές. Για το λόγο αυτό, το κίνητρο της comunitas εμφανίστηκε με τη μορφή της αλληλεγγύης. Στο θέμα των κοινωνικών κινημάτων υπάρχει και μια άλλη σοβαρή πλευρά. Όπως αναφέρθηκε, η κυρίαρχη εξουσία σφετερίζεται τις τελέσεις που ανανεώνουν την κοινωνική συνοχή, για λογαριασμό της, αλλά, ταυτόχρονα, επιδιώκει να εξαφανίσει τους δεσμούς συνοχής των ομάδων τις οποίες δεν ελέγχει, π.χ. των οίκων, των μειονοτήτων, των σογιών στους νομάδες κ.ά. Μετά το 1945 συνέβη κάτι ακόμα πιο σοβαρό. Η βιομηχανική κοινωνία, αναζητώντας φτηνό εργατικό δυναμικό στις άλλες ηπείρους, για να μειώσει το κόστος παραγωγής σε μια περίοδο αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας, επιδίωξε να διαλύσει τους δεσμούς του γένους που ίσχυαν στις κοινωνίες τους και δεν επέτρεπαν στα μέλη του να επιλέξουν τη σταδιοδρομία τους, χρησιμοποιώντας προς τούτο και τους ανθρωπολόγους (M. Mead 1961). Σε συνέχεια, προχώρησε και στην ίδια τη Δυτική κοινωνία, διαλύοντας τον κοινωνικό ιστό, π.χ. με τον θατσερισμό. Στο στόχαστρο μπήκε και ο ισχυρότερος προσωπικός δεσμός της Δύσης, ο έρωτας, τον οποίο υποβάθμισε αφήνοντας ελεύθερο το θέαμα του σεξ, ενώ λίγο προηγούμενα το απαγόρευε. Το οριστικό κτύπημα στον κοινωνικό ιστό δόθηκε με την κοινωνία της κατανάλωσης, που οδήγησε στην παθητικοποίηση του ατόμου και στην κατάθλιψη. Το εγχείρημα αυτό ενισχύθηκε με τη διάδοση της βίας, στο σινεμά, στα παιδικά παιχνίδια κ.α. Συνεπώς, εκείνο που έχει άμεση προτεραιότητα για την ομαλή διεξαγωγή του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι η ανασύσταση του κοινωνικού ιστού και η ανάπτυξη της αλληλεγγύης. Aνάπτυξη του συναισθήματος εκείνου που αρχίζει από την αμοιβαία και χωρίς κανένα ενδοιασμό εμπιστοσύνη με τους άλλους και φτάνει μέχρι τη μέθεξη της συλλογικής δράσης.
Ο δεύτερος όρος της αντίστασης είναι η αξιοπρέπεια. Αν η αλληλεγγύη αφορά τη συνεκτική στάση των ατόμων, η αξιοπρέπεια αφορά την αντιπαραθετική. Δεν πρόκειται απλά για την αστική ετικέτα με την οποία χαρακτηρίζεται κάποιος ως «κύριος» ούτε για την προάσπιση της τιμής, όπως τον επικαλείται η αριστοκρατία και ο λαϊκός κώδικας της τιμής/ντροπής, ούτε για άλλες παρόμοιες συμπεριφορές των ασύμμετρων κοινωνιών. Πρόκειται για κάτι πιο σημαντικό. Για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων, εκείνων τουλάχιστον που ψηφίστηκαν το 1948 από τον ΟΗΕ και αγνοήθηκαν από την κοινωνία των «ανοικτών ευκαιριών», όπως σωστά παρατηρεί ο Γ. Κουζέλης (σε άρθρο του στην «Αυγή» της 9/10/2011), για να τα καταπατηθούν από την παγκοσμιοποίηση και την πολιτική της αντιτρομοκρατίας. Αξιοπρέπεια είναι η στάση απαξίωσης προς κάθε πράξη ή σχέση (πελατειακή, δουλική κ.ά.) που θέτει το άτομο στη διάθεση ελέγχου και εκμετάλλευσης από τους άλλους. Είναι ο απαράβατος όρος της ισοτιμίας και της ισονομίας. Είναι εκείνο που συνενώνει τις θεμελιώδεις αρχές της αδελφότητας-ισότητας-ελευθερίας. Εκείνο που ο δήθεν «ελεύθερος» Δυτικός κόσμος συνάντησε και αναγνώρισε στους Ινδιάνους και άλλους εξισωτικούς λαούς, που τους κατάκτησε ή τους εξόντωσε. Εκείνο που στην ακραία έκφρασή του κάνει τον βασανιζόμενο να περιφρονεί τον βασανιστή του και να αντέχει την «βάσανο της μαρτυρίας», όπως αναφέρεται από τον M. Foucault για την αντοχή στα βασανιστήρια του τροχού στην εποχή των Λουδοβίκων, από τις εκθέσεις των ανθρωπολόγων για το ίδιο φαινόμενο στη Σρι Λάνκα και τη Ναμίμπια, καθώς επίσης από τη γνωστή γενναιότητα με την οποία αντιμετώπισαν οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, άνδρες και γυναίκες, τα μαρτύρια κατά την Κατοχή, τον εμφύλιο και την περίοδο της Χούντας. Αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια συνιστούν ενότητα και τροφοδοτούν την ελπίδα.
*Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ανθρωπολόγος