Ήρθε η ώρα να μάθουμε τη νέα γλώσσα μιας νέας πάλης (Θέση 3η)
- January 22, 2012
- 0 comments
- 0
Από το βιβλίο του John Holloway «ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ», μετάφραση: Άννα Χολογουέη, εκδόσεις: Σαββάλας, 2006
Υπάρχει μία τρομερή αγωνία σε όλα αυτά. Είναι η αγωνία του τι μπορούμε να κάνουμε. Παντού γύρω μας βλέπουμε και αισθανόμαστε τις αδικίες του καπιταλισμού: τους ανθρώπους που κοιμούνται στους δρόμους ακόμη και στις πλουσιότερες πόλεις[1], τα εκατομμύρια που ζουν στα όρια της πείνας και πεθαίνουν τελικά από ασιτία. Βλέπουμε την επίδραση του κοινωνικού συστήματός μας στη φύση: την τεράστια συσσώρευση σκουπιδιών, την άνοδο της θερμοκρασίας σε παγκόσμια κλίμακα, που ενδεχομένως είναι μη αναστρέψιμη. Βλέπουμε τους ισχυρούς στην τηλεόραση και θέλουμε να τους βάλουμε τις φωνές. Και διαρκώς το ερώτημα: τι μπορούμε να κάνουμε, τι μπορούμε να κάνουμε, τι μπορούμε να κάνουμε[2];
Αυτό το βιβλίο είναι κόρη ενός άλλου. Το Change the World without taking Power (Hooloway 2002/2005, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία) υποστήριζε ότι η ανάγκη για ριζική κοινωνική αλλαγή (επανάσταση) είναι σήμερα πιο επείγουσα και προφανής από οποτεδήποτε άλλοτε, αλλά δεν ξέρουμε πώς να επιφέρουμε αυτή την αλλαγή. Η εμπειρία αλλά και η λογική μας λένε ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται με την κατάληψη της εξουσίας. Τότε, όμως, πώς επιτυγχάνεται; Το ερώτημα επαναλαμβάνεται συνεχώς σαν ηχώ: πώς, πώς, πώς, πώς, πώς; Αμέτρητες συνελεύσεις στις οποίες λέμε (ναι, δεν θέλουμε να εμπλακούμε στον αυτάρεσκο, ψεύτικο, καταστροφικό κόσμο της κρατικής πολιτικής, αλλά τότε πώς, τι να κάνουμε; Δημιουργήσαμε ένα καταπληκτικό πείραμα στην Οαχάκα, όπου οι κάτοικοι πήραν τον έλεγχο της πόλης επί πέντε μήνες, αλλά το πείραμα κατεστάλη βίαια, και τώρα πώς, προς τα πού να τραβήξουμε;» Σήμερα, με την έκδηλη κρίση του καπιταλισμού, το ερώτημα γίνεται όλο και πιο επιτακτικό: Τότε πώς; Τι να κάνουμε;
Η κόρη είναι αρκετά ανεξάρτητη από τη μητέρα: δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς το Ας αλλάξουμε τον κόσμο προκειμένου να κατανοήσει την επιχειρηματολογία αυτού του βιβλίου. Ωστόσο, η ανησυχία είναι η ίδια: πώς είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε τη ριζική αλλαγή του κόσμου όταν φαντάζει τόσο ανέφικτη; Τι μπορούμε να κάνουμε;.
Αυτό το βιβλίο δίνει μια απλή απάντηση: ας προκαλέσουμε ρωγμές στον καπιταλισμό. Ας του δημιουργήσουμε ρήγματα με όσο περισσότερους τρόπους μπορούμε και ας προσπαθήσουμε να επεκτείνουμε και να πολλαπλασιάσουμε τις ρωγμές και να επιδιώξουμε τη σύγκλισή τους.
Την απάντηση δεν την επινόησε το βιβλίο αυτό. Αυτό το βιβλίο ανήκει, όπως όλα τα βιβλία, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, στη ροή του αγώνα. Η απάντηση που προσφέρει αντικατοπτρίζει ένα κίνημα που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Σε αυτό τον κόσμο, όπου η ριζική αλλαγή φαίνεται τόσο αδιανόητη, υπάρχουν ήδη αμέτρητα πειράματα ριζικής αλλαγής, πειράματα για να γίνουν τα πράγματα με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Δεν πρόκειται για κάτι το καινούργιο: οι πειραματικές αναζητήσεις ενός διαφορετικού κόσμου είναι ίσως εξίσου παλιές με τον καπιταλισμό. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα κύμα, μια αυξανόμενη αντίληψη ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε τη μεγάλη επανάσταση, ότι πρέπει να αρχίσουμε να δημιουργούμε κάτι διαφορετικό εδώ και τώρα. Αυτά τα πειράματα είναι πιθανώς τα πρώτα σκιρτήματα ενός νέου κόσμου, κινήματα που αναπτύσσονται στα διάκενα και από τα οποία θα μπορούσε να αναδυθεί μια νέα κοινωνία.
Το επιχείρημά μας λοιπόν είναι ότι δεν μπορούμε να διανοηθούμε την επανάσταση παρά ως διαδικασία που συντελείται στα διάκενα. Συχνά υποστηρίζεται άτι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον μετακαπιταλισμό, σε αντίθεση με τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, δεν μπορεί να συμβεί στα διάκενα. Αυτή την άποψη διατύπωσε πρόσφατα ο Χίλελ Τίκτιν: «Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό είναι ποιοτικά διαφορετικό από το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, με την έννοια άτι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υπάρξει στα διάκενα του καπιταλισμού. Η νέα κοινωνία μπορεί να υπάρξει πραγματικά μόνο όταν ανατραπεί το καπιταλιστικό σύστημα[3]». Εδώ, αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι η επαναστατική αντικατάσταση ενός συστήματος από ένα άλλο είναι όχι μόνο ανέφικτη αλλά και ανεπιθύμητη. Τη ριζική αλλαγή του κόσμου την εννοούμε αποκλειστικά ως πολλαπλότητα κινημάτων που αναπτύσσονται στα διάκενα και ξεκινούν από το επιμέρους.
Οι «συνηθισμένοι άνθρωποι», που είναι και οι ήρωες αυτού του βιβλίου, βρίσκονται σε αυτά ακριβώς τα διάκενα. Οι αντιρρήσεις ως προς το κατά πόσο είναι συνηθισμένοι οι άνθρωποί μας είναι πολλές: ο εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας που πηγαίνει στο παραχωρημένο από το κράτος αγροτεμάχιο, η κοπέλα που διαβάζει το βιβλίο της στο πάρκο, οι φίλοι που ενώνονται για να δημιουργήσουν μια χορωδία, ο πατέρας που παραιτείται από τη δουλειά του για να προσέχει τα παιδιά του – πώς είναι δυνατόν όλοι αυτοί να θεωρούνται πρωταγωνιστές μιας αντικαπιταλιστικής επανάστασης; Και όμως, η απάντηση είναι απλή, αν νοήσουμε την επαναστατική αλλαγή ως διαδικασία που συντελείται απαραιτήτως στα διάκενα: ποιος πραγματοποίησε τον κοινωνικό μετασχηματισμό από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό; Ο Δαντόν και ο Ροβεσπιέρος ή οι χιλιάδες αφανείς και ενδεχομένως βαρετοί αστοί που απλώς άρχισαν να παράγουν με διαφορετικό τρόπο και να ζουν με διαφορετικά πρότυπα και διαφορετικές αξίες; Με άλλα λόγια, η κοινωνική αλλαγή δεν παράγεται από ακτιβιστές, ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικός μπορεί να είναι ο ακτιβισμός σε αυτή τη διαδικασία. Η κοινωνική αλλαγή είναι, αντίθετα, αποτέλεσμα του σχεδόν ανεπαίσθητου μετασχηματισμού των καθημερινών δραστηριοτήτων εκατομμυρίων ανθρώπων[4]. Πρέπει να δούμε πέραν του ακτιβισμού, τις εκατομμύρια εκατομμυρίων αρνήσεις και όλα τα διαφορετικά πράττειν, τις εκατομμύρια εκατομμυρίων ρωγμές που αποτελούν την υλική βάση της πιθανής ριζικής αλλαγής.
Ωστόσο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η απάντηση που δίνει αυτό το βιβλίο –να προκαλέσουμε ρωγμές στον καπιταλισμό – ίσως είναι απάντηση μη απάντηση. Ίσως μοιάζει με ολόγραμμα που φαίνεται τόσο συμπαγές ώστε να θέλεις να το αγγίξεις, μα, όταν απλώνεις το χέρι σου, δεν είναι πια εκεί. Μπορούμε πραγματικά να προκαλέσουμε ρωγμές στον καπιταλισμό; Τι σημαίνει αυτό; Είναι όντως ο καπιταλισμός μια σκληρή επιφάνεια που μπορούμε να της προκαλέσουμε ρωγμές ή απλώς ένας γλοιώδης βούρκος ο οποίος, έπειτα από κάθε μας προσπάθεια, χύνεται και πάλι στην αρχική του θέση, αηδιαστικός και άθικτος όπως πάντα;
Ή μήπως πάλι υπάρχει κάτι που δεν βλέπουν τα κουρασμένα μάτια μας; Μήπως οι απόπειρες δημιουργίας ρωγμών δημιουργούν κάτι πανέμορφο που αναδύεται από τα βάθη του βούρκου; Κάτι που τα μάτια μας δυσκολεύονται να δουν και τα αυτιά μας να ακούσουν; Κάτι που μιλάει σε μια γλώσσα την οποία δεν κατανοούμε;
Αν μητέρα και κόρη τραυλίζουν και οι δυο και μουρμουρίζουν ασυνάρτητα, αυτό συμβαίνει ίσως επειδή πασχίζουν να δουν, να ακούσουν, να μιλήσουν μια νέα γλώσσα ενός αναδυόμενου αστερισμού πάλης. Υπάρχουν φορές που μεταβάλλονται οι μορφές της σύγκρουσης, τα εξωτερικά σημάδια υποκείμενων δομικών δυσλειτουργιών, οι εκδηλώσεις της κρίσης. Το πρόβλημα είναι ότι κάθε σημαντική μεταβολή φέρνει και προβλήματα κατανόησης, επειδή το μυαλό μας είναι συνηθισμένο στα παλιά σχήματα. Ωστόσο, αν χρησιμοποιήσουμε τις παλιές έννοιες, υπάρχει κίνδυνος ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας, ανεξάρτητα από το πόσο στρατευμένοι μπορεί να είμαστε στον κομμουνισμό (ή σε οτιδήποτε άλλο) η σκέψη μας να γίνει εμπόδιο για τις νέες μορφές πάλης. Είναι καθήκον μας να μάθουμε τη νέα γλώσσα πάλης και, μαθαίνοντάς την, να συμμετάσχουμε στη διαμόρφωσή της. Ίσως όσα ήδη αναφέραμε να αποτελούν ένα διστακτικό βήμα προς την εκμάθηση και τη διαμόρφωση αυτής της γλώσσας: αυτή είναι και η μεγαλύτερη φιλοδοξία μου, το στοίχημα αυτού του βιβλίου.
Η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας είναι μια διαδικασία διστακτική, ένα ρωτώντας προχωράμε, μια απόπειρα να δημιουργήσουμε ανοιχτές ερωτήσεις έννοιες και όχι να παρουσιάσουμε ένα παράδειγμα[5] για την κατανόηση της παρούσας φάσης του καπιταλισμού[6]. Το βιβλίο χωρίζεται σε θέσεις, καθεμία από τις οποίες αποτελεί ένα ερώτημα διατυπωμένο ως πρόκληση, ως έναυσμα. Οι θέσεις μπορούν να νοηθούν ως μια σειρά από ερεθίσματα με τα οποία σε προκαλώ, αγαπητέ αναγνώστη, να με ακολουθήσεις μέχρι το επόμενο σημείο της επιχειρηματολογίας. Μερικές φορές αισθάνομαι το βιβλίο σαν ένα ταξίδι με τρένο, όπου βάζω τα δυνατά μου να σπρώξω τους αναγνώστες να κατέβουν σε κάθε στάση: αν όλα τα βήματα της επιχειρηματολογίας γίνουν αποδεκτά, τότε ίσως δεν έχω σπρώξει αρκετά δυνατά.
Σε όλα αυτά υπάρχει μια αγωνία, μια αμφιβολία, ένας κίνδυνος: όταν πασχίζουμε να δούμε κάτι που μόλις και μετά βίας διακρίνεται, να ακούσουμε κάτι που μόλις και μετά βίας ακούγεται, μπορεί να ακονίζουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, αλλά μπορεί επίσης απλώς να φαντασιώνουμε. Ίσως αυτό που μόλις και μετά βίας καταφέρνουμε να δούμε και να ακούσουμε δεν υπάρχει πραγματικά, ίσως είναι απλώς αποκύημα των ευσεβών πόθων μας. Ίσως, πρέπει όμως να δράσουμε, να κάνουμε κάτι, να διαλύσουμε τον τρόμο της ακάθεκτης πορείας μας προς την καταστροφή. Ρωτώντας προχωράμε, αλλά προχωρώντας και όχι παραμένοντας ακίνητοι αναπτύσσουμε τα ερωτήματά μας. Καλύτερα να βαδίσουμε προς μια ενδεχομένως λανθασμένη κατεύθυνση και να δημιουργήσουμε το μονοπάτι στην πορεία παρά να συνεχίσουμε να στεκόμαστε πάνω από ένα χάρτη που δεν υπάρχει. Ας κρατήσουμε λοιπόν τους φόβους και τις αμφιβολίες μας στο ένα χέρι και ας αναζητήσουμε την πηγή της ελπίδας, τις εκατομμύρια απόπειρες να έρθουμε σε ρήξη με τη λογική της καταστροφής.