Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων και τα πολιτικά ζητήματα που μας θέτει
- December 18, 2018
- 0 comments
- 0
Να ξεχάσουμε την αποανάπτυξη;
Στο Editorial μας που αναφέραμε παραπάνω, σημειώναμε ότι το σύγχρονο πολιτικό αδιέξοδο μπορεί να συνοψιστεί στην εξής διαπίστωση: «το αίτημα για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη έχει υφαρπαχθεί απ’ τον δεξιό λαϊκισμό, ενώ το αίτημα για ατομική ελευθερία έχει γίνει έρμαιο των παραληρημάτων του κάθε αστοιχείωτου τριαντάρη πανεπιστημιακού και των ανεκδιήγητων σημερινών φεμινιστριών». Στο πλαίσιο τούτης της διάκρισης, το αίτημα οικολογικού μετασχηματισμού των σημερινών ρυπογόνων κοινωνιών της κατανάλωσης λογίζεται πλέον ως χούι της λευκής, εκλεπτυσμένης και χίπστερ ολιγαρχίας (η οποία ζει στις μεγάλες πόλεις, μετακινείται με το μετρό και με το ποδήλατο, προωθεί την πεζοδρόμηση του κέντρου τους, επιβάλλει περιορισμούς -φόρους, διόδια κ.λπ.- στη χρήση αυτοκινήτου, τρέφεται με «οικολογικά» και «βιολογικά» προϊόντα κ.ο.κ.), ενώ, αντίθετα, η προσκόλληση στη ρυπογόνο οικονομία του αυτοκινήτου συνιστά πολιτιστικό χαρακτηριστικό των λαϊκών στρωμάτων. Βάσει αυτής της συνθήκης λογικό είναι, για τα τελευταία, κάθε κουβέντα περί οικολογίας να θεωρείται ως πρόφαση για την εφαρμογή πολιτικών που ευνοούν την ολιγαρχία κι έχουν οικονομικό κόστος για τα ίδια. Στην καλύτερη περίπτωση επικρατεί η ιδέα ότι «κι οι πλούσιοι μολύνουν και μάλιστα πολύ περισσότερο από εμάς», λες και η φύση καταλογίζει ευθύνες με βάση ταξικά κριτήρια!
Προφανώς οι ολιγαρχίες έχουν αντιληφθεί ότι το οικολογικό πρόβλημα συνιστά πλέον κάτι που χρήζει αντιμετώπισης, έστω κι υπό την καθαρά ωφελιμιστική σκοπιά της διαχείρισης του οικονομικού κόστους των συνεπειών της μόλυνσης για τον πληθυσμό και γι’ αυτό προσπαθούν να πάρουν μέτρα, τα οποία, προφανώς, στρέφονται προς τους πιο αδύναμους. Γι’ αυτό και τούτη η κοντόθωρη, διαχειριστική λογική όχι μόνον ελάχιστα αλλάζει την κατάσταση της οποίας το Κίνημα υπήρξε ένα τόσο χαρακτηριστικό σύμπτωμα, αλλά την οξύνει ακόμα περισσότερο (κοινωνική υποβάθμιση ολόκληρων περιοχών της γαλλικής επικράτειας, εντός των οποίων οι υψηλοί φόροι έχουν πολύ λιγότερα ανταποδοτικά οφέλη από ό,τι στα μεγάλα αστικά κέντρα, χαρακτηριστική αδυναμία της οικονομίας να λειτουργήσει με στοιχειώδη συνοχή και να προσφέρει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, δυναμικές εσωτερικής αποσταθεροποίησης της κοινωνίας με πολλαπλές συνέπειες κ.ο.κ.).
Χαρακτηριστική εκδήλωση του πνεύματος αυτού είναι και η οπορτουνιστική εκμετάλλευση του τυφλού αντι-φορολογισμού του Κινήματος, ο οποίος βολεύει όσο τίποτε άλλο την γαλλική ολιγαρχία –και παράλληλα έρχεται σε αντίφαση με τις όποιες προσπάθειες, εντός του κινήματος, έχουν γίνει προς την κατεύθυνση επεξεργασίας μιας πιο συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας, οι οποίες, όπως είδαμε, κινούνται προς μια αόριστα σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Στην άρνηση της –επιβεβλημένης από την ίδια!– φοροαφαίμαξης βρίσκει την ιδεολογική δικαιολόγηση που θα της επέτρεπε να περάσει πια στην ανοιχτή αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, το οποίο θεωρείται, ακόμα και σήμερα, ως κάτι ιερό για τους Γάλλους (μιας και το γαλλικό Σύνταγμα ορίζει το καθεστώς της χώρας ως «Δημοκρατική, κοσμική και κοινωνική Πολιτεία»). Όπως έσπευσε να δηλώσει, λόγου χάριν, ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας, «Λιγότερες δημόσιες δαπάνες, λιγότεροι φόροι το ταχύτερο δυνατό θα είναι το καλύτερο, επειδή βλέπουμε από αυτήν την κοινωνική, δημοκρατική κρίση την ανυπομονησία εκατομμυρίων Γάλλων».
Αντίστοιχα ο Μακρόν, στο διάγγελμα της 10ης Δεκεμβρίου εμμέσως πλην σαφώς ερμήνευσε τα σημερινά προβλήματα της χώρας ως προϊόν των πολιτικών που ο ίδιος εξελέγη για ν’ ανατρέψει –δηλαδή του «κρατισμού»! Η ευκολία με την οποία παραχωρήθηκαν τα μέτρα ανακούφισης είναι εντυπωσιακή, επειδή ακριβώς λειτουργούν μακροπρόθεσμα υπέρ ενός κεντρικού, στρατηγικού στόχου της ολιγαρχίας: την εγκατάλειψη της κοινωνίας, η οποία καθίσταται ένα περιττό βάρος στον βαθμό που η προαναφερθείσα κατεύθυνση της παγκόσμιας οικονομίας και το ανερχόμενο κοινωνικό μοντέλο δεν την ενσωματώνουν οργανικά, μιας και την έχουν ολοένα και λιγότερο ανάγκη [7]. Έτσι, η παρούσα πολιτική κρίση μετατρέπεται σε μια θαυμάσια ευκαιρία να ξεπεραστούν και τυπικά οι απαρχαιωμένες αξίες της κοινωνικής προστασίας και της στοιχειώδους αναδιανομής του πλούτου [8]. Ταυτόχρονα, τα κυβερνητικά μέτρα που προσανατολίζονται στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης μέσα από την μείωση των κοινωνικών δαπανών καταδεικνύουν το αδιέξοδο μέσα στο οποίο έχει παγιδευτεί το κίνημα των κίτρινων γιλέκων και η κοινωνία γενικότερα. Η ψυχαναγκαστική προσκόλληση σε ένα βιοτικό επίπεδο που είναι πλέον αντικειμενικά αδύνατο να διατηρηθεί μας οδηγεί τελικά στην ενδυνάμωση των πιο ακραίων συνεπειών της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας: Χυδαίος ατομικισμός, λογικές κοινωνικού δαρβινισμού, τεράστιες οικονομικές ανισότητες, περιθωριοποίηση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας.
Αν όμως θελήσουμε να απαλλαγούμε από την ανευθυνότητα και τον κυνισμό των σημερινών ολιγαρχιών, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι βιώσιμες λύσεις σε τέτοια κεντρικά προβλήματα όπως το οικολογικό και η αναπόφευκτη πτώση του βιοτικού επιπέδου δίνονται όταν αντιμετωπιστούν ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή συνιστώσες και αποτελέσματα της βαθύτερης ιστορικής τάσης του τέλους της αφθονίας, της επανόδου στο ιστορικό προσκήνιο της σπάνης των υλικών αγαθών κι όχι απλώς ως προϊόν των μακιαβελικών επιλογών μιας «κακιάς» ολιγαρχίας [9]. Για την ολιγαρχία το παιχνίδι παίζεται στην επιβολή της λιτότητας στα κατώτερα στρώματα και στην ταυτόχρονη εξαπάτησή τους με την υπόσχεση της μελλοντικής υπέρβασης (μέσα από την επανεκκίνηση ενός σχιζοφρενούς οικονομικού συστήματος, την ατομική επιτυχία σε συνθήκες ανεργίας και πτώσης των αμοιβών, την ψευδαίσθηση γρήγορου πλουτισμού που προσφέρουν ο αθλητισμός ή οι μαφίες: κάπου εκεί εξαντλούνται οι επιλογές). Για τον λαό, αντίθετα, το ζητούμενο είναι ακριβώς στο να μην αρκεστεί σε βραχυχρόνιες παραχωρήσεις και την επιστροφή στην αμέριμνη και κουτσουρεμένη κατανάλωση που θα ενδυναμώσει τα πραγματικά αδιέξοδα –και προς την οποία κατεύθυνση καμώνονται πως κινούνται τα μέτρα που εξήγγειλε ο Μακρόν.
Πρόκειται με άλλα λόγια για την ανάγκη ενός είδους κοπερνίκειας στροφής στις ιδέες, τις επιθυμίες και την πολιτική πράξη ολόκληρης της κοινωνίας. Ας πάρουμε για παράδειγμα το αίτημα που υποτείνει την κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων και που άρχισε τις τελευταίες μέρες να εκδηλώνεται με ρητό τρόπο: Την αύξηση των αμοιβών ως μέσο για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Καθόλα δικαιολογημένο και θεμιτό αίτημα, αλλά υπό το πρίσμα της ανθρωπολογικής καταστροφής που επιφέρει η κοινωνία της κατανάλωσης, της ισοπέδωσης του περιβάλλοντος και των κινδύνων που ενέχει η σπατάλη των όλο και πιο σπάνιων φυσικών πόρων, το φαινομενικά παράδοξο είναι ίσως λογικότερο: Αυτό που μας χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι μια εξίσωση των περισσότερων αμοιβών ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ (και μάλιστα σε σχετικά χαμηλά επίπεδα) και σε καμία περίπτωση ένα κλείσιμο της ψαλίδας προς τα πάνω [10].
Κι όσο κι αν μπορεί να μας χαροποιεί το γεγονός ότι στις 8 Δεκεμβρίου τα Κίτρινα Γιλέκα διαδήλωσαν μαζί με τους οικολόγους –που την ίδια μέρα είχαν προγραμματίσει πορείες για την κλιματική αλλαγή– σε πολλές μεγάλες πόλεις, το ζήτημα δεν λύνεται με εύκολα και συχνά λαϊκιστικά συνθήματα («Η κλιματική αλλαγή συνιστά πόλεμο ενάντια στους φτωχούς», «Οι πολυεθνικές πλουτίζουν απ’ την περιβαλλοντική υποβάθμιση») κι ευχολόγια περί «σύμπλευσης των αγώνων» (στα οποία επιδόθηκαν τόσο οι Γάλλοι Πράσινοι όσο κι ο Μελανσόν), λες κι υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στο αίτημα οικολογικού μετασχηματισμού των κοινωνιών μας, από τη μια μεριά, και στην προσπάθεια να διαφυλάξουμε την αγοραστική μας δύναμη με κάθε κόστος, από την άλλη. Διότι το ζήτημα που εδώ τίθεται, δεν είναι απλώς αυτό του οικολογικού αποτυπώματος της πραγματικής κατανάλωσης των λιγότερο εύπορων στρωμάτων των δυτικών κοινωνιών, αλλά των συνεπειών του τρόπου ζωής τον οποίον ένα μεγάλο μέρος από τα στρώματα αυτά ονειρεύεται κι επιδιώκει, έστω και μάταια. Εξάλλου η εξάρτηση από το αυτοκίνητο δεν είναι μόνο μια επαχθής αναγκαιότητα –όπως λανθασμένα την παρουσιάζει ο Μισεά στην επιστολή του–, αλλά πολύ συχνά συνιστά πραγματικό φετίχ, συνδεδεμένο με τον κυρίαρχο ατομικισμό αλλά και με τις υποσχέσεις κοινωνικής ανόδου με τις οποίες μάς αποβλακώνει η κοινωνία της κατανάλωσης. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, χρειάζεται να ξαναπιάσουμε από την αρχή, και με μεγάλη περίσκεψη και σοβαρότητα, το ζήτημα του καθορισμού του περιεχομένου ενός σύγχρονου δημοκρατικού προτάγματος, θέτοντας το εξής καίριο ερώτημα: πώς επανερμηνεύεται σήμερα, υπό συνθήκες οικολογικής κρίσης, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη;
Μια τέτοια διαμόρφωση ενός συνολικού προτάγματος απαιτούν τα ζητήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα κινήματα όπως αυτό των Κίτρινων Γιλέκων. Η ανάγκη αυτή κρίνεται ακόμα πιο επιτακτική, αν αναλογιστούμε αφενός τις υπάρχουσες εναλλακτικές και τις δυναμικές τους, αφετέρου τις φθίνουσες αντοχές του υπάρχοντος κοινωνικού μοντέλου. Ενώ η ψήφος υπέρ του Τραμπ και του Μπρέξιτ αποδεικνύεται σχετικά ανώδυνη επιλογή, και παρόλο που η ολιγαρχία επιμένει στην άνοδο της ακροδεξιάς με σκοπό να εκβιάσει πολιτικά το λαό, ο πραγματικός κίνδυνος είναι εκείνος μιας εγκαθίδρυσης σκληρά κατασταλτικών και ανελεύθερων καθεστώτων από τις ίδιες τις κυρίαρχες ελίτ μπροστά στον κίνδυνο γενικευμένης κατάρρευσης. Από την άλλη πλευρά, η συσσώρευση και ο συνδυασμός των κρίσεων (οικολογική, ενεργειακή, μεταναστευτική, διατροφική, γεωπολιτικής σύγκρουσης, ανάδυσης παράλληλων δομών κοινωνικής οργάνωσης ελεγχόμενων από το οργανωμένο έγκλημα –όπως συμβαίνει σε πολλές φτωχές συνοικίες ευρωπαϊκών μητροπόλεων) μπορεί να οδηγήσουν σε συνθήκες διαρκούς αστάθειας και ημιελεγχόμενου χάους.
Απέναντι σε τέτοιες πιθανές εξελίξεις, κινήματα όπως αυτά των Κίτρινων Γιλέκων είναι προφανώς ευάλωτα στην πολιτική δημαγωγία, στην εκμετάλλευση από λαϊκίστικά πολιτικά κόμματα (χαρακτηριστικά είναι εκείνα των Ποδέμος στην Ισπανία και των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία), στην ύπουλη χειραγώγηση από παρεμβατικές ανελεύθερες ξένες δυνάμεις (το καθεστώς Πούτιν στηρίζει τις διεκδικήσεις του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, ενώ χρηματοδοτεί τα λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα στις ευρωπαϊκές χώρες τα οποία προσπαθούν να ωφεληθούν από την εντεινόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια), στις παραχωρήσεις και την παραπλανητικά ευμενή αντιμετώπισή τους από την ολιγαρχία. Άλλωστε, η πρόσφατη ιστορική εμπειρία κινημάτων όπως των Αγανακτισμένων στην νότια Ευρώπη και των Πλατειών στην Ελλάδα δείχνει πως είναι πολύ δύσκολο για τέτοια κινήματα-βέτο να αντέξουν στον χρόνο και να αποκτήσουν μια εσωτερική δυναμική. Οι μεταπτώσεις των κοινωνιών που έχουν δοκιμαστεί από τη λιτότητα και αμφιταλαντεύονται μεταξύ αγρίων εκρήξεων θυμού και γενικευμένης παραίτησης, δεν προσφέρουν και πολλούς λόγους για να αισιοδοξούμε.
Ωστόσο, η ιστορική δυναμική που γέννησε ένα τέτοιο κίνημα ενδεχομένως να φέρει την κοινωνία αντιμέτωπη με την ανάγκη διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής πορείας, πέρα από τον φαταλισμό και την παραίτηση από την μια πλευρά, τις αυταπάτες και την αφελή πίστη στην βελτίωση των συνθηκών ζωής μέσα από μια μαγική διαχειριστική φόρμουλα, από την άλλη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, το οποίο υπερβαίνει από κάθε άποψη επιμέρους διεκδικητικά κινήματα και εγγράφεται στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα των μεγάλων ιστορικών εκείνων κινημάτων, όπως το δημοκρατικό κίνημα την εποχή της φεουδαρχίας στην Ευρώπη, το εργατικό και φεμινιστικό κίνημα μετέπειτα, που στην ώριμη μορφή τους δεν μετουσιώνονται μόνο σε μια μορφή πολιτικής οργάνωσης ή σ’ ένα οικονομικό σύστημα, αλλά σ’ έναν ολόκληρο, νέο κάθε φορά, πολιτισμό.
Περισσότερα:protagma.wordpress.com
______________
[1] Στην πραγματικότητα, αν στην πρώτη φάση του κινήματος υπήρξε σαφής ακροδεξιά παρουσία, στη συνέχεια συμμετείχαν σε αυτό ρητά και σε συλλογικό επίπεδο όχι μόνο οργανώσεις όπως το Collectif Justice pour Adama (που συστήθηκε μετά τον θάνατο του αφρικανικής καταγωγής Ανταμά Τραορέ κατά την κράτησή του από αστυνομικούς της χωροφυλακής, τον Ιούλιο του 2016, στα παρισινά προάστια και αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από έγχρωμους και αραβικής καταγωγής Γάλλους) αλλά ακόμα και παρισινές Αντιφά ή και φεμινιστικές-κουήρ οργανώσεις. Γι’ αυτό και το απόγευμα του Σαββάτου 8 Δεκεμβρίου προσήχθη μέχρι κι ο γνωστός Julien Coupat, που συμμετείχε κι αυτός στις κινητοποιήσεις! Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η συμμετοχή «προαστιακών» λυκείων των μεγάλων γαλλικών πόλεων στις μαθητικές κινητοποιήσεις της εβδομάδας μεταξύ 3 και 7 Δεκεμβρίου, οι οποίες προέκυψαν στα πλαίσια της αναταραχής που προκάλεσαν τα Κίτρινα Γιλέκα και με σαφή αναφορά σε αυτά. Εξάλλου στα «μπάχαλα» τόσο της 1ης όσο και της 8ης Δεκεμβρίου στο Παρίσι, τη Μασσαλία αλλά και στη Λυών ή στο Μπορντό συμμετείχε «προαστιακή», δηλαδή μεταναστευτικής καταγωγής νεολαία.
[2]Σύμφωνα με την έρευνα στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, μόνο ένα 20% των συμμετεχόντων διαθέτει πανεπιστημιακό δίπλωμα και μόνο ένα 5% εξ αυτών έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές. Σχεδόν οι μισοί εξ αυτών (47%) συμμετέχουν για πρώτη φορά σε διαδηλώσεις και γενικότερα πολιτικές κινητοποιήσεις, μιας και μόνο ένα 44% εξ αυτών είχε μέχρι τώρα απεργήσει έστω και μια φορά, ενώ η πολιτικές τους προτιμήσεις και διαδρομές είναι «ανορθόδοξες», υπό την έννοια πως δεν συνιστούν σταθερούς υποστηρικτές κάποιου κόμματος ή πολιτικής ιδεολογίας.
[3]Δεδομένης της οργανωτικής αδιαφάνειας που επικρατεί και, κατά συνέπεια της απουσίας κάποιου οργάνου επίσημης εκφοράς λόγου, ο καθένας τείνει να προβάλλει στο Κίνημα τα δικά του αιτήματα κι έτσι δεν μπορούμε να στηριζόμαστε ανεξέταστα στις διάφορες σχετικές λίστες που έχουν κυκλοφορήσει.
[4]Βλ. σχετικά με το ζήτημα αυτό ένα άρθρο που είχε γράψει ο Αμερικανός ιστορικός Στιβ Φρέιζερ με αφορμή το κίνημα «Occupy»: «Ευχαριστούμε Tea Party», περ. Πρόταγμα, τ. 2, Ιούνιος 2011.
[5] Βλ. σχετικά το κείμενο του Καστοριάδη, «Για το ζήτημα της ιστορίας του εργατικού κινηματος», (1973), Η πείρα του εργατικού κινήματος, τ. Α΄, Πώς ν’ αγωνιστούμε, μτφρ. Σ. Χαλικιάς, Β. Ψιμούλη, Αθήνα, Ύψιλον, 1984.
[6]Βλ. σχετικά και την ανάλυσή μας σχετικά με το πολύ κρίσιμο αυτό ζήτημα: «Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει», Πρόταγμα, τ. 4, Ιούνιος 2012, ειδικά σ. 131 κ. ε.
[7] Έχουμε προσπαθήσει να αναλύσουμε τον θεμελιώδη ρόλο της σύγχρονης τεχνολογίας σε τούτη τη διαδικασία «αχρήστευσης» μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, στο «Editorial» του 10ου τεύχους του Προτάγματος (Ιούνιος 2017), στην ενότητα «Η νεοτεχνολογία και το νεοαριστοκρατικό καθεστώς που γεννά».
[8] Την ίδια μέρα με τις ανακοινώσεις του Μακρόν επικυρώθηκε από την γαλλική Γερουσία μια μεταρρύθμιση με σκοπό την ελάφρυνση του φόρου μεταφοράς της έδρας φυσικών και νομικών προσώπων στο εξωτερικό, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο την μεταφορά γαλλικών κεφαλαίων σε φορολογικούς παραδείσους.
[9] Θα πρέπει να τονιστεί, από αυτήν την άποψη, ότι η αύξηση της τιμής των καυσίμων, που υπήρξε αφορμή για την εμφάνιση των Κίτρινων Γιλέκων, δεν οφείλεται μόνο –και τόσο– στην επιπρόσθετη φορολογία όσο στην αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου, η οποία με τη σειρά της συνιστά συνέπεια της μείωσης της παραγωγής.
[10] Για τα τεράστια ζητήματα που ανοίγονται στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσπάθειας, τόσο σε πρακτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο, βλ. και το κείμενό μας, «Το αγροτικό ζήτημα και οι ανθρωπολογικές διαστάσεις του στη σημερινή ιστορική συγκυρία», Πρόταγμα, τ. 9, Ιούλιος 2016, σ. 63 κ. ε.