Μπορεί να μας διδάξει κάτι η πανδημία του κορωνοϊού;
- April 11, 2020
- 0 comments
- 0
Βασική συνέπεια των μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων που έχουν επιβληθεί λόγω του κορονοϊού είναι το γεγονός πως ο κόσμος έχει πλέον πολύ περισσότερο χρόνο για ξόδεμα. Κι έτσι βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται τα άρθρα, τα σχόλια και οι τοποθετήσεις κάθε είδους σχετικά με τις εξελίξεις, με το υλικό να διογκώνεται καθημερινά. Θ’ αποπειραθούμε κι εμείς να τονίσουμε ορισμένα σημεία που μας φαίνονται σημαντικά, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική σε ορισμένες απόψεις που κρίνουμε απαράδεκτες ή ανεδαφικές.
Η «γκλόμπαλ» ολιγαρχία ως φορέας του ιού
Η παγκόσμια εξάπλωση του ιού είναι η πρώτη επιδημία των σύγχρονων καιρών που συνιστά απόρροια των συνηθειών της σύγχρονης, «γκλόμπαλ» ολιγαρχίας. Ή, έστω, η πρώτη επιδημία τέτοιου εύρους που διαδόθηκε κυρίως από τα εύπορα στρώματα των σύγχρονων κοινωνιών. Αρχικά, αν –όπως φαίνεται– ο συγκεκριμένος κορονοϊός μεταδόθηκε στον άνθρωπο από ζώα στην περίφημη αγορά της Γουχάν, πρόκειται για άμεση συνέπεια των διατροφικών συνεπειών της κινεζικής ολιγαρχίας. Διότι είναι τα μέλη τούτης της νεόπλουτης τάξης που αγοράζουν τα σπάνια ζώα που πωλούνται στις αγορές αυτές, καθώς «η κατανάλωση εξωτικών ειδών συνδέθηκε με ένα συμβολισμό πλούτου και κοινωνικού γοήτρου κατά την πρόσφατη περίοδο ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης». Μάλιστα η νομιμοποίηση και η προστασία, από πλευράς κράτους, του συγκεκριμένου κλάδου, πάει αρκετά πίσω και συνιστά προϊόν συνειδητών επιλογών από την πλευρά της κινέζικης γραφειοκρατίας. Στη συνέχεια, είναι ο νομαδισμός της σύγχρονης ολιγαρχίας που διέσπειρε τον ιό στα πέρατα του κόσμου, μετατρέποντας την επιδημία σε παγκόσμια πανδημία: από τους Κινέζους και λοιπούς Ασιάτες τουρίστες στη Βενετία και την Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου ως τους Δυτικούς τουρίστες, τα στελέχη εταιρειών στη Νοτιοανατολική Ασία ως τους θαμώνες του αυστριακού χωριού, Ισγκλ, γνωστού θέρετρου της ολιγαρχίας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που προσβλήθηκαν απ’ τον ιό ο Μαρινάκης, ο Μπόρις Τζόνσον, ο Παπαχελάς, ο Αλβέρτος του Μονακό, ο Πρίγκιπας Κάρολος, οι Βραζιλιάνοι επιχειρηματίες και κρατικοί αξιωματούχοι (που συνόδευσαν τον Μπολσονάρου στη συνάντησή του με τον Τραμπ), ο Πρετεντέρης, ο Τομ Χανκς με τη γυναίκα του κι άλλοι πολλοί μεγαλόσχημοι, μικρότερου ή μεγαλύτερου βεληνεκούς.
Αντίστοιχα, σ’ ένα ευρύτερο επίπεδο, πρόκειται για μια ασθένεια που θερίζει κυρίως τον Πρώτο Κόσμο, ακριβώς επειδή οι μεσαίες κι ανώτερες τάξεις του κόσμου αυτού έχουν την οικονομική δυνατότητα αλλά και την κακή συνήθεια να μετακινούνται διαρκώς: είτε επειδή δουλεύουν σε κάποιον από τους τομείς της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά και του θεσμικού-ακαδημαϊκού σύμπαντος (με διαρκείς διαλέξεις, συνέδρια κ.ο.κ. στο εξωτερικό), είτε επειδή έχουν ως βασική τους ασχολία τον τουρισμό[1]. Η περίπτωση της Ιταλίας είναι εν προκειμένω παραδειγματική: εστία της πανδημίας υπήρξε η πιο πλούσια και κοσμοπολίτικη περιοχή της χώρας, η Λομβαρδία, καρδιά του λεγόμενου «βιομηχανικού Βορρά», ενώ γρήγορα η πανδημία μεταδόθηκε στην Ελβετία, την ανατολική Γαλλία[2] και το Λουξεμβούργο[3].
Επιπλέον, όπως το ’χε πολύ σωστά –και με το χαρακτηριστικό βιτριολικό του χιούμορ– δείξει ο Φιλίπ Μυρέ, την επαύριον της 11ης Σεπτεμβρίου, είναι ο επιτρεπτικός κι εορταστικός τρόπος ζωής της σύγχρονης, μεταμοντέρνας Δύσης που αδυνατεί να συμμορφωθεί με τα μέτρα περιορισμού που αναγκάστηκαν να επιβάλουν οι δυτικές κυβερνήσεις. Κατά κάποιον τρόπο η πανδημία του κορονοϊού συνιστά μια τιμωρία τούτου του πρόσχαρου νομαδισμού.
Μπροστά στις θεμελιώδεις αυτές διαπιστώσεις, η γελοιότητα όσων –από τον Όρμπαν και τον Σαλβίνι ως τον Μητσοτάκη– έσπευσαν να λαϊκίσουν χαρακτηρίζοντας τους πρόσφυγες και τους μετανάστες φορείς διάδοσης κι εκκόλαψης του ιού, καθίσταται πασιφανής[4]. Πολλώ δε μάλλον όταν –ελέω νεοφιλελευθερισμού– τα χούγια της ολιγαρχίας (αλλά και των επίδοξων μικροαστών μιμητών της) τα λούζονται τώρα τα φτωχά και πιο εύθραυστα κομμάτια του πληθυσμού, που έχουν ως μόνο αποκούμπι τα διαλυμένα συστήματα δημόσιας υγείας. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Βραζιλιάνας οικιακής βοηθού που πέθανε, αφού της μετέδωσε τον ιό η πλούσια εργοδότριά της, άρτι αφιχθείσα από τις διακοπές της στην Ιταλία: γνώριζε πως ήταν φορέας του ιού, αλλά ουδέποτε ενημέρωσε την άτυχη γυναίκα.
Τ’ αναπόφευκτα όρια μιας αυτοκτονικής ανάπτυξης
Η «κατανάλωση εξωτικών ειδών και η ένταξή τους στη διατροφική αλυσίδα» (που δεν αφορά σε καμία περίπτωση μόνο την Κίνα) συνιστά απλώς την κορυφή του παγόβουνου και μια συμβολική εκδοχή ενός πολύ ευρύτερου φαινομένου. Όπως ο νομαδισμός της σύγχρονης ολιγαρχίας συνιστά την πιο παραδειγματική ενσάρκωση του μοντέλου ζωής που μιμούνται ασμένως κι οι κατώτερες τάξεις (τουρισμός, αεροπορικά ταξίδια, πλήρης υπαγωγή της ψυχαγωγίας στην ψηφιακή τεχνολογία κ.ο.κ.), έτσι και το συγκεκριμένο χούι των πιο γκουρμέ και καλοφαγάδων εκπροσώπων της συνιστά μια πιο εύγλωττη –λόγω της υπερβολής της– ενσάρκωση της εξής θεμελιώδους τάσης της σύγχρονης οικονομίας: της ολοένα αυξανόμενη διασάλευσης των οικοσυστημάτων λόγω των ακόρεστων αναγκών ενός εκθετικά αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού. Παρθένα οικοσυστήματα, όπως τα εξωτικά δάση του Αμαζονίου και της Μαλαισίας, καταστρέφονται για να δημιουργηθούν καλλιεργήσιμες γαίες για τη βιομηχανική γεωργία αλλά και τη βόσκηση και την παραγωγή της ζωοτροφής των ζώων που θα παραγάγουν τις αυξανόμενες ποσότητες κρέατος που απαιτεί η κοινωνία της κατανάλωσης, βασικός πυλώνας της οποίας είναι και η αναγωγή του φαγητού, από μέσο θρέψης κι επιβίωσης, σε πηγή ηδονής κι αυτοσκοπό[5].
Το αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι οι λεγόμενες ζωονόσοι: ερχόμαστε πλέον σε επαφή, είτε άμεσα είτε εμμέσως –μέσω των εξημερωμένων ζώων που εκτρέφει–, με εξωτικά και «άγρια» είδη, τα οποία είναι φορείς ιών φονικών για τον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο οι κορονοϊοί που μεταδόθηκαν από τον παγκολίνο ή τις νυχτερίδες: δύο από τις φονικότερες επιδημίες της πρόσφατης ιστορίας, ο ιός του Έιτζ και ο Έμπολα, μεταδόθηκαν με παρεμφερή τρόπο (μέσω της επαφής με χιμπατζήδες και μαϊμούδες, στην πρώτη περίπτωση, και από νυχτερίδες που μετακινήθηκαν επειδή το παραδοσιακό τους οικοσύστημα αποψιλώθηκε με σκοπό την καλλιέργεια φοινικελαίου, στη δεύτερη). Ταυτόχρονα, η μαζική συγκέντρωση ζωντανών στις μονάδες βιομηχανικής κτηνοτροφίας –ειδικά σε όσες από αυτές, εκτός Δύσης, δεν ακολουθούν ούτε τις στοιχειώδεις υγειονομικές προδιαγραφές– διευκολύνει σε καίριο βαθμό τη διάδοση ιών κάθε είδους, πράγμα που είδαμε και με την παλιότερη γρίπη των πουλερικών. Γι’ αυτό και πλέον διερευνάται η πιθανότητα ο σημερινός κορονοϊός να συνδέεται με τις συνθήκες που επικρατούν στις βιομηχανικές χοιροτροφικές μονάδες της Κίνας.
Η τρίτη ηλικία ως βαρίδι;
Κοινωνία που δεν σέβεται και δεν φροντίζει τους γέροντες είναι τελειωμένη, και διασώζεται μόνον διά της ολικής καταστροφής.
Τζ. Πανούσης
Κατά τα άλλα, αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι, λόγω της ιδιομορφίας του ιού και των συμπτωμάτων που προκαλεί, τα πρώτα και κατεξοχήν του θύματα είναι οι ηλικιωμένοι, πολλοί από τους οποίους πεθαίνουν εγκαταλελειμμένοι κι αβοήθητοι, πληρώνοντας τα σπασμένα της υποβάθμισης των δημόσιων συστημάτων υγείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις χώρες των οποίων οι δομές υγείας γονατίζουν από τα αναρίθμητα κρούσματα, οι γιατροί αναγκάζονται πολλές φορές να προχωρούν σε μια μακάβρια επιλογή για το σε ποια ηλικιακή ομάδα θα δώσουν προτεραιότητα.
Η κατάσταση συνιστά την ιδανική αλληγορία της νεοφιλελεύθερης κοσμοαντίληψης: Αν οι κρίσεις είναι τα δαρβινικά «κρύα ντους» του καπιταλισμού –κατά την περίφημη έκφραση του Γιόζεφ Σουμπέτερ–, που τον ανανεώνουν διά της εξάλειψης των πιο αδύναμων κι αναποτελεσματικών του στοιχείων, η σημερινή πανδημία είναι ένα είδος φυσικής επιλογής που θα επιτρέψει την επιβίωση μόνο των στρωμάτων εκείνων που συμβαδίζουν με τη λειτουργία της σύγχρονης οικονομίας –ή, έστω, που δεν συνιστούν «βαρίδια» για τη λειτουργία της, όπως, εν προκειμένω, οι συνταξιούχοι. Οι Αμερικανοί, ως λιγότερο αιδήμονες και πιο πραγματιστές, το έθεσαν ανοιχτά: η οικονομία δεν μπορεί να μπει σε παύση, οι ηλικιωμένοι πρέπει να θυσιαστούν για τις νέες και τις επερχόμενες γενιές. Μπορεί τέτοιες δηλώσεις να φαντάζουν ακραίες, ωστόσο είναι προφανές ότι η ίδια η δυναμική της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της μαζικής κουλτούρας που τη συνοδεύει, βασίζονται σε μια θεμελιώδη νεολαγνεία. Διότι ποια είναι τα χαρακτηριστικά που έχει ανάγκη η σύγχρονη οικονομία και τα οποία βρίσκει στους νέους; «Δυναμισμός», απουσία ριζωμάτων και υποχρεώσεων, ελαστικότητα, συνεχής κίνηση: ο ιδανικός τύπος ανθρώπου για την παγκοσμιοποίηση.
Υπό αυτήν την έννοια, οι εθναμύντορες υμνητές της παράδοσης –που έφτασαν να χρησιμοποιούν μέχρι και τις αριστερίστικες αρλούμπες του Αγκάμπεν περί «κατάστασης εξαίρεσης» για να δικαιολογήσουν την αντίθεσή τους στο κλείσιμο των εκκλησιών– απλώς συντάσσονται με το κυρίαρχο ρεύμα: ήθελαν να μείνουν ανοιχτοί οι ναοί, αδιαφορώντας αν θα είχαμε στην Ελλάδα εκατόμβες νεκρών, με θύματα τους αντιπαραγωγικούς γέροντες και τις γιαγιάδες! Εκτός κι αν είναι της γραμμής Μπολσονάρο, σύμφωνα με την οποία είναι η μαζική προσευχή κι όχι τα μέτρα περιορισμού αυτή που θα μας σώσει από την πανδημία…
Το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης;
Τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και οι οικονομικές επιπτώσεις τροφοδοτούν εδώ και μέρες σενάρια σχετικά με την πιθανότατη κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης ή και του νεοφιλελευθερισμού. Είναι ενδεικτικό της κατάστασης πως τα σενάρια αυτά δεν τα διαδίδουν μόνο οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης –αριστεροί αλλά και οπαδοί της λαϊκής Δεξιάς ή και της Ακροδεξιάς– αλλά κι οι υπέρμαχοί της, προσπαθώντας να ξορκίσουν την επερχόμενη συμφορά.
Το σκεπτικό έχει ως εξής: η αναγκαιότητα κρατικού συντονισμού και κυβερνητικής παρέμβασης πέταξε στους σκουπιδοτενεκέδες της Ιστορίας τις νεοφιλελεύθερες εμμονές με την απαξίωση των δημόσιων συστημάτων υγείας· ταυτόχρονα, οι έκτακτες προσλήψεις προσωπικού, οι ενισχυτικές «ενέσεις ρευστότητας» (είτε με έκτακτα «πακέτα στήριξης» είτε μέσω της χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων και των επιτοκίων) και, γενικότερα, η αύξηση των κρατικών δαπανών θα μας επαναφέρουν σε μια μορφή κοινωνικού κράτους. Οι πιο «ψαγμένοι», μάλιστα, έφτασαν να ισχυρίζονται πως η Δύση θ’ αναγκαστεί να επαναπατρίσει μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της, τώρα που είδε τι ζημιά μπορεί να πάθει αν κλείσουν τα εργοστάσιά της στην Κίνα.
Φρονούμε ότι όλη αυτή η ρητορική συνιστά περισσότερο συγκεκαλυμμένη μορφή ευχολογίου παρά προϊόν σοβαρής ανάλυσης. Οι πυλώνες της παγκοσμιοποίησης είναι δύο: αφενός η άρση κάθε ρυθμιστικού πλαισίου σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, που οδήγησε σταδιακά στη διασύνδεση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής σφαίρας και, αφετέρου, η μαζική αποβιομηχάνιση της Δύσης, που οδήγησε στη μετεγκατάσταση των βιομηχανικών μονάδων εκτός δυτικού κόσμου (και κυρίως στην Κίνα). Αμφότερες όμως αυτές οι δύο τάσεις αντί να υποχωρούν, εντείνονται ακόμα περισσότερο από τις τεχνολογικές εξελίξεις και πιο συγκεκριμένα από την ανάπτυξη της νεοτεχνολογίας (δηλαδή της ψηφιακής τεχνικής). Η ανάπτυξη ολοένα και ταχύτερων συνδέσεων κι ολοένα και ισχυρότερων data centers (η ουσία των περίφημων big–data) απλώς ευνοούν περαιτέρω την ολοένα και μεγαλύτερη, ταχύτερη διακίνηση πληροφοριών, επιτρέποντας μια ακόμα ισχυρότερη διασύνδεση της παγκόσμιας χρηματοοικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για τη διακίνηση των εμπορευμάτων – αρκεί να σκεφτούμε τη σημασία εφαρμογών όπως το gps στη διαχείριση των κοντέινερ[6]. Παράλληλα, χάρις στα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά τους, προωθούν –διά της λεγόμενης τεχνητής νοημοσύνης– τη ρομποτοποίηση μεγάλων τομέων της οικονομίας, με αποτέλεσμα πλέον να απειλείται με «μετεγκατάσταση» εκτός Δύσης ακόμα κι ένα σημαντικό κομμάτι του τριτογενή τομέα, δηλαδή της λεγόμενης οικονομίας των υπηρεσιών (μέσω του λεγόμενου outsourcing)[7].
Όπως, λοιπόν, οι προστατευτικές πρακτικές ενός Τραμπ επ’ ουδενί αρκούν για την ανάσχεση της παγκοσμιοποίησης (όπως πίστευαν οι αφελείς οπαδοί του, πριν αυτός αναλάβει την εξουσία) έτσι και τα μέτρα αντιμετώπισης του κορονοϊού όπως κι οι συνέπειες της πανδημίας στην παγκόσμια οικονομία δεν μπορούν ν’ ανατρέψουν τόσο εύκολα τούτες τις βαθύτατες τάσεις. Όπως μετά την κρίση του 2008 οι κρατικές παρεμβάσεις «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου –ας μην ξεχνάμε πόσο μελάνι χύθηκε και τότε σε άρθρα που καλωσορίζανε την επιστροφή του New Deal!– χρησίμευσαν απλώς και μόνο στη διάσωση των τραπεζών, ούτως ώστε να μπορέσει η οικονομία να πάρει ξανά μπροστά, έτσι και σήμερα τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται δεν έχουν στόχο την αλλαγή του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου αλλά τη διάσωσή του. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ε.Ε., όπως όλα δείχνουν, δεν θα εκδοθεί τελικά το περίφημο «κορονοομόλογο», ενώ τα όποια μέτρα στήριξης ληφθούν, θα έχουν ως αντίβαρο την επιβολή μνημονίων –μιας και τα μόνο χρήματα που θα δοθούν δίχως όρους είναι όσα προορίζονται για τις άμεσες ιατρικές ανάγκες. Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ έκοψε κάθε κουβέντα περί διαγραφής χρέους.
Θα πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι η ουσία του νεοφιλελευθερισμού δεν έγκειται τόσο στο ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, όσο στη διεθνοποίηση της οικονομίας. Διότι μόνο στο πλαίσιο μιας εθνικής οικονομίας ικανής να καθορίζει μόνη την ανάπτυξή της –ελεύθερη απ’ τις πιέσεις των διεθνών αγορών και τον κίνδυνο φυγής κεφαλαίων και βιομηχανικών και λοιπών παραγωγικών μονάδων– είναι δυνατόν να σταθεί το λεγόμενο κοινωνικό κράτος. Αντιθέτως, μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, είναι αδύνατο μια χώρα να διογκώνει τις κρατικές δαπάνες (και τα ελλείμματα ή/και τον κρατικό δανεισμό) δίχως συνέπειες – όσο κι αν, προς στιγμή, βλέπουμε μια χαλάρωση των σχετικών απαιτήσεων (όπως, π.χ., στην Ε.Ε.).
Η αφέλεια της παραπάνω θέσης γίνεται προφανέστερη αν σκεφτούμε πως τα σημερινά υπερχρεωμένα και παρηκμασμένα εθνικά κράτη είναι ανίκανα να φέρουν το βάρος μιας ευρείας κλίμακας αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Η εθνικοποίηση –ή έστω η επανεγκατάσταση εντός των εθνικών συνόρων– της παραγωγικής δραστηριότητας απαιτεί κεφάλαια, υποδομές και γενικότερα υλικά μέσα που κανένα κράτος (εκτός ίσως από την Κίνα) δεν διαθέτει. Από την άλλη, μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει ριζικές αλλαγές σε πολλά επίπεδα: από την αντιμετώπιση της αυξημένης περιβαλλοντικής ρύπανσης στο εθνικό έδαφος μέχρι την εξασφάλιση σταθερού, επαρκούς και φθηνού εργατικού δυναμικού και την πιθανή πτώση του επιπέδου ζωής του πληθυσμού εξαιτίας της αύξησης της τιμής των τελικών αγαθών.
Συνεπώς αυτό που πιθανώς να ζούμε –και αντιλαμβανόμαστε λανθασμένα ως τέλος της παγκοσμιοποίησης– είναι το τέλος κάποιων πιο αδύναμων κρίκων αυτής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ε.Ε. Όπως έχουμε επισημάνει και αλλού, οι δομικές αδυναμίες και η δυσλειτουργία της την κάνουν ευάλωτη σε ισχυρά χτυπήματα, όπως αυτό μιας πανδημίας. Είδαμε λοιπόν πως το χάσμα μεταξύ των δύο πόλων, του ανταγωνιστικού και ανοιχτού στην παγκόσμια οικονομία από τη μία και του πιο ευάλωτου και συντηρητικού από την άλλη, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν η Γερμανία και οι λακέδες της αρνήθηκαν να μοιραστούν το βάρος της αντιμετώπισης της κρίσης. Αυτό που εν προκειμένω αναγιγνώσκεται ως αναδίπλωση, θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως επιτάχυνση της πορείας προς την κατάκτηση –αύριο– καλύτερης θέσης μέσα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία από εκείνους που είναι πιο ανταγωνιστικοί. Πράγμα λογικότατο, καθότι ουδείς εχέφρων Βορειοευρωπαίος δεν θα επιθυμούσε να βλάψει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας του για να σώσει μερικούς συνταξιούχους από τις χώρες που χρησιμοποιεί ως παραθεριστικούς του προορισμούς.
Απόσπασμα από το:https://protagma.wordpress.com/