Κάτι σάπιο φαίνεται ότι υπάρχει στις διεθνείς προσπάθειες για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, αφού όλα δείχνουν ότι ακολουθείται η ίδια συνταγή με διαφορετικά υλικά. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να εμπιστεύονται το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο ως την καλύτερη ελπίδα για την εξασφάλιση επενδύσεων για να αποφύγουμε την καταστροφική αύξηση της θερμοκρασίας πέραν του 1,5 βαθμού Κελσίου.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) και ο όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, πριν από τη συνάντηση των ηγετών της G20 και την έναρξη της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, ζήτησαν τη ριζική μετατόπιση των επενδύσεων προς υποδομές χαμηλών εκπομπών άνθρακα και ανθεκτικές υποδομές στο κλίμα ως μέσο για τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Για τι ποσά μιλάμε; Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι απαιτούνται 6,9 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2030 για να επιτευχθούν οι κλιματικοί και αναπτυξιακοί στόχοι, ενώ ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) μιλά για χρηματοδοτήσεις μεταξύ 3,3 και 4,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.
Πλέον, η ιδιωτική χρηματοδότηση και οι μεγάλοι επενδυτές θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη Διάσκεψη για το Κλίμα που διεξάγεται στο Κατοβίτσε της Πολωνίας. Εκπρόσωποι από ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και μεγάλες τράπεζες θα παραστούν στη συνάντηση και θα ασκήσουν πιέσεις στις κυβερνήσεις, τις πόλεις και τις άλλες τράπεζες για να ευνοήσουν επενδύσεις σε παραγωγή ενέργειας και υποδομές.
Ετσι, αυτό που πάει να συμβεί είναι ότι -δεδομένης της ισχυρής εξάρτησης από τα ιδιωτικά κεφάλαια- αφήνουμε το μέλλον της Γης στα χέρια των ατόμων και των θεσμών που έφεραν πρόσφατα την παγκόσμια οικονομία στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Και μπορεί να είναι εν μέρει αλήθεια ότι ορισμένοι αποσύρονται από τα ορυκτά καύσιμα και διοχετεύουν τα κεφάλαιά τους σε «πράσινα» έργα, αλλά πριν προσδώσουμε τις ελπίδες μας στο υπάρχον οικονομικό σύστημα για την επίλυση της κλιματικής αλλαγής, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που πρέπει να αναρωτηθούμε, επισημαίνει ο Τομάσο Φεράντο, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ.
Πώς φτάσαμε σε ένα σημείο της Ιστορίας όπου θεωρείται δεδομένο ότι τα δημόσια κεφάλαια από μόνα τους δεν μπορούν ποτέ να είναι επαρκή για τη χρηματοδότηση της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα; Είναι μια αντικειμενική συνθήκη χωρίς σαφή αιτία και ευθύνη ή κάτι άλλο;
Τι γίνεται με το γεγονός ότι οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες το 2017 έφτασαν το 1,7 τρισ. δολάρια, ενώ οι φτωχές χώρες στις οποίες οι πλούσιες υποσχέθηκαν το 2015 χρηματοδότηση για την προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος και τον μετριασμό της, ακόμα την περιμένουν; Τι γίνεται με το κόστος διάσωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα, το οποίο μόνο στη Βρετανία εκτιμάται σε 850 δισεκατομμύρια δολάρια; Τώρα, τα κράτη που έχουν υποστηρίξει τις τράπεζες με δημόσιο χρήμα ζητούν από τις ίδιες να μπουν μέσα και να κάνουν τη δουλειά που πρέπει να κάνουν αυτά.
Η κλιματική αλλαγή είναι ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά πολύπλοκη. Παρ’ όλο που η βιώσιμη χρηματοδότηση δεν παρουσιάζεται ως μόνη λύση, η ανάλυση του ρόλου της παράγει μια σειρά στρατηγικών βραχυκυκλωμάτων. Απλοποιεί και αποπολιτικοποιεί την ανταπόκριση στην αλλαγή του κλίματος. Νομιμοποιεί την ιδέα ότι η βιωσιμότητα μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη συνεχή ανάπτυξη και επέκταση, οι οποίες είναι απαραίτητες μόνο για την επιβίωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ξαναγράφει τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τον πλανήτη μας με το λεξιλόγιο της οικονομίας και την εμμονή για απόδοση της επένδυσης. Περιορίζει κάθε αξίωση για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με βάση τις σημερινές και ιστορικές αδικίες, την αναδιανομή και τα έργα εκ των κάτω προς τα άνω που διοργανώνονται από κοινούς ανθρώπους, αναφέρει ο Φεράντο.
Ζώντας μέσα στον καπιταλισμό, η οικονομία μπορεί να καθίσταται εταίρος στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής, όμως σίγουρα δεν είναι εταίρος που υποκινείται από αλτρουισμό, αλλά από τη δημιουργία κέρδους. Επομένως, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι η παραγωγή ενέργειας, οι σιδηρόδρομοι, η διαχείριση των υδάτων και άλλοι τομείς που μπορούν να συμβάλουν στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής έχουν προσδιοριστεί ως προτεραιότητες για τη βιώσιμη οικονομία.
Η Wall Street μπορεί να βρει μεγάλες αποδόσεις επενδύοντας στη μετάβαση σε «πράσινες» υποδομές και σε καταστροφικά, φαραωνικά φράγματα, όπως το Μπέλο Μόντε στη βραζιλιάνικη Αμαζονία, ένα έργο που χαρακτηρίστηκε αειφόρος επένδυση. Και τα «πράσινα» ομόλογα μπορούν να βοηθήσουν τις πόλεις να χρηματοδοτήσουν έργα για τη μείωση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων ή για την προσαρμογή τους στην κλιματική αλλαγή.
Ωστόσο, εάν τα χρήματα είναι ο οδηγός, δεν πρέπει να περιμένουμε από τους ιδιώτες επενδυτές να έχουν ενδιαφέρον για έργα που δεν θα αποφέρουν επαρκή απόδοση, αλλά θα ωφελήσουν ανθρώπους ή πόλεις ή θα προστατεύσουν ευάλωτα άτομα από την κλιματική αλλαγή. Αν οι αλλαγές του κλίματος καταπολεμηθούν σύμφωνα με τους κανόνες της Wall Street, οι άνθρωποι και τα έργα θα υποστηριχθούν μόνο με βάση το αν θα προκύψει κέρδος.
Κι όμως, η Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα που βρίσκεται σε εξέλιξη ετοιμάζεται να νομιμοποιήσει τους μεγάλους χρηματοοικονομικούς επενδυτές ως αρχιτέκτονες μιας μετάβασης όπου η αειφορία κινείται συνάμα με την κερδοφορία.
Πηγή:efsyn