Στο μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη ένας ερυθρόμορφος αμφορέας των αρχών του 4ου αι. π.χ. αναπαριστά την ιστορική χειραψία Διόνυσου και Απόλλωνα στους Δελφούς. Γιατί όμως οι έλληνες των ιστορικών χρόνων(5ος και 4ος αιώνας) έβαλαν τον Διόνυσο να συμφιλιωθεί με τον Απόλλωνα; Τι θα μπορούσαν μαζί να κουβεντιάσουν το διονυσιακό πρότυπο (Νίτσε), δηλαδή τα ένστικτα, το συναίσθημα, το πάθος για χορό και μουσική, η έκσταση του εδώ και τώρα, με το απολλώνιο ιδεώδες του ορθού λόγου, της υπολογιστικής σκέψης, του κάλλους, των υψηλών ιδανικών; Τίποτα θα πουν οι ορθολογιστές, οι φωταδιστές της προόδου.Και όμως πολλά,γιατί και τα δύο είναι στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας. Ο διαφωτισμός στην φιλελεύθερη ή στην αριστερή εκδοχή , το δόγμα της πνευματοκρατίας και της λογοκρατίας, στην προσπάθεια του να επιβάλει τον ανθρωπολογικό μύθο ότι ο άνθρωπος ξέκοψε από την αποπνικτική για τον ατομοκεντρισμό φύση ,εφεύρε το ορθολογικό άτομο πού το καθοδηγεί ο απαλλαγμένος από το συναίσθημα, τις συγκινήσεις και τα ένστικτα λόγος και το οποίο είναι δημιουργός ενός πολιτισμού πού ενσαρκώνει την οριστική νίκη του πνεύματος επί της ζωώδους φύσης. Η λογική μάλιστα, σύμφωνα με το καρτεσιανό διυστικό μοντέλο ενός αποχωρισμένου από το σώμα νου, είναι συνώνυμη του πνεύματος και το συναίσθημα του σώματος. Σε αντίθεση όμως με την νεωτερική αφήγηση οι έλληνες των κλασικών χρόνων δεν συνέλαβαν την ανθρώπινη ταυτότητα ως ένα Είναι ορθολογικά λογοκρατούμενο, πού το βέλος του χρόνου το οδηγεί σε αναπόφευκτη εξύψωση ,πρόοδο ,αλλά ως ένα Είναι τραγικό και γι’ αυτό ενέταξαν το τραγικό στον λόγο. Η χειραψία του Διόνυσου με τον Απόλλωνα αποτυπώνει την κατανόηση από την φιλοσοφία των κλασικών χρόνων ότι στην καρδιά της ορθολογικότητας πρέπει να κρατάμε αναμμένο το καντήλι των συναισθημάτων και του πάθους, ότι τα συναισθήματα όχι μόνο δεν πρέπει να εξοβελιστούν από την ανθρώπινη ταυτότητα, αλλά αντίθετα να αναδειχθούν και ενίοτε να συμφιλιωθούν με τον λόγο.
Αλήθεια με ποιόν τρόπο οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις για προσωπικά η κοινωνικά θέματα; Για τους εραστές του ορθού λόγου η έλλογη διαδικασία δεν πρέπει να επηρεάζεται από τα συναισθήματα (θυμός, φόβος, θλίψη, ευτυχία, ντροπή, έκσταση, ευφορία) ,διότι οι αποφάσεις λαμβάνονται ή πρέπει να λαμβάνονται με ψυχρή υπολογιστική λογική. Ας εξετάσουμε λοιπόν ένα παράδειγμα όπου ο υπολογιστικός λόγος, η ψυχρή λογική έχει τα πρωτεία, όπως είναι το όνειρο των ορθολογιστών. Ένας αγρότης βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν ιδιοτελή γείτονα που συχνά πυκνά οδηγεί τα πρόβατά του στο χωράφι του που είναι σπαρμένο με σιτάρι. Άμα ο αγρότης σκεφτεί λογικά δε θα μπορέσει να αποτρέψει τον γείτονα να βόσκει παράνομα τα πρόβατά του στο χωράφι του διότι ένας ορθολογικός υπολογισμός κόστους / οφέλους θα του υποδείκνυε ότι το κόστος μιας δικαστικής αγωγής είναι μεγαλύτερο από την αξία της ζημιάς που προκαλεί το κοπάδι. Πώς λοιπόν θα αποτραπεί ο παραβάτης γείτονας; Από ένα συναίσθημα, τον θυμό, την οργή. Ο γείτονας αποθαρρύνεται να πράξει με ιδιοτέλεια, να βόσκει τα ζώα του στο χωράφι του αγρότη, διότι γνωρίζει ότι ο θυμός του δεύτερου, η οργή και το πείσμα του, θα τον κάνουν να μη λάβει υπόψη του το οικονομικό κόστος και να τον πάει στα δικαστήρια.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι περιμένουμε στην ουρά σε μία δημόσια υπηρεσία. Η λογική εφοδιάζει το άτομο με επιχειρήματα για το πώς θα εκπονήσει ένα σχέδιο για να πράξει αποτελεσματικά για το δικό του συμφέρον. Να παρακάμψει δηλαδή την ουρά και να πάρει τη θέση του άλλου. Ένα συναίσθημα θα σώσει και πάλι την ανθρωπινότητα, διότι τα συναισθήματα συγκροτούν μία ηθική συμπεριφορά που ενυπάρχει ενστικτωδώς στη φύση μας. Ο αποτρεπτικός παράγοντας για να μη δράσουμε εγωιστικά είναι το συναίσθημα της ντροπής, το τί θα πουν οι άλλοι, η επιθυμία μας να αποφύγουμε την ενοχή και όχι η λογική. Σε αντίθεση με ότι υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι των πρωτείων της γνώσης, του ορθού λόγου, όταν ένας γέροντας πέσει στο δρόμο η αυτόματη συναισθηματική μας συμπεριφορά είναι να τρέξουμε και να τον βοηθήσουμε προτού η γνώση, ο συλλογισμός, διαμεσολαβήσει την ηθική μας απόφαση, το κίνητρο μας να βοηθήσουμε. Και κάτι τελευταίο. Εσείς τι θα πράττατε στο δίλημμα «σκοτώστε έναν για να σωθούν πέντε;». Σε μελέτες που έχουν γίνει, με σάρωση του εγκεφάλου (τεχνική νευροαπεικόνισης), σε άτομα από τα οποία ζητήθηκε να απαντήσουν τι θα έκαναν αν βρίσκονταν μπροστά σε ένα δίλημμα όπως το παραπάνω, από αυτούς που απάντησαν ότι κανείς δεν πρέπει να σκοτώσει, η δραστηριότητα του εγκεφάλου τους κατά τη στιγμή της απάντησης επικεντρώθηκε σε περιοχές που σχετίζονται με το συναίσθημα. Αντίθετα όσοι απάντησαν ότι κάποιος πρέπει να σκοτώσει, εμφάνισαν μεγαλύτερη δραστηριότητα στα τμήματα του εγκεφάλου που συνδέονται με τη λογική.
Ναξάκης Χάρης
Πηγή:efsyn