Μια κριτική του φιλελεύθερου πλουραλισμού
- October 25, 2014
- 0 comments
- 0
Σκέψεις για την πολιτιστική διάσταση του αδιεξόδου των δυτικών κοινωνιών
[Απόσπασμα από το ομώνυμο κείμενο από το τεύχος 7 του περιοδικού «Πρόταγμα».]
Α. Η μαζική κουλτούρα και οι συνέπειές της
Το πολιτιστικό και το πολιτικό
Ένα από τα στοιχεία που δεν μπορούμε να παραβλέπουμε όταν εξετάζουμε τον κόσμο μας σήμερα είναι το δίχως άλλο η παντοδυναμία της μαζικής κουλτούρας. Και αυτό διότι οι κοινωνίες μας φαίνεται να είναι διαποτισμένες μέχρι το μεδούλι από αυτόν τον μαζικό και απρόσωπο τρόπο οργάνωσης και ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων, ο οποίος απλώνεται πλέον παντού. Πρόκειται -όπως θα δούμε στη συνέχεια- για μια διαδικασία «εξορθολογισμού» της συλλογικής ζωής που έχει ως συνέπεια την απορρόφηση των περασμένων ταξικών και λαϊκών στοιχείων από ένα ολοένα και πιο κυρίαρχο γενικό πλαίσιο πολιτιστικού «εξισωτισμού» και κοινωνικής ομογενοποίησης.
Η μαζική κοινωνία -δηλαδή η κοινωνία που, κατά βάση, οργανώνεται πάνω στις αρχές της μαζικής κουλτούρας- δεν είναι κάτι καινούριο. Αποτελεί δημιούργημα του δυτικού πολιτισμού κατά τον 20ό αιώνα και ως τέτοιο δείχνει να έχει πλέον κυριαρχήσει σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του πλανήτη. Κι αν μια τέτοια παραδοχή ακούγεται αρκετά κοινότοπη σήμερα, αυτό που δεν είναι καθόλου αυτονόητο είναι η συνειδητοποίηση της βαθειάς πολιτικής σημασίας και των συνεπειών του φαινομένου της μαζικής κουλτούρας από όσους και όσες (διανοούμενους, αναλυτές ή ανθρώπους πολιτικά στρατευμένους, που ασχολούνται ενεργά με τα κοινά) προσπαθούν να βρουν ένα νήμα για να εξηγήσουν ή και να αντιπαλέψουν το σημερινό κοινωνικό χάος. Μάλιστα, στη συγκυρία της οικονομικής κρίσης μια σοβαρή συζήτηση γύρω από το πολιτιστικό ζήτημα δείχνει δυστυχώς να καθίσταται δευτερεύουσα, αν όχι παντελώς αδιάφορη, και αυτό λόγω της υπεροψίας με την οποία αυτό αντιμετωπίζεται από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους.
Έχουμε ουσιαστικά να κάνουμε με δύο ειδών ιδεολογικές τυφλώσεις που -συνειδητά ή μη- αποπροσανατολίζουν την κουβέντα γύρω από την κυριαρχία της μαζικής κουλτούρας. Από τη μία η θεωρία του πολιτιστικο-αισθητικού πλουραλισμού, δημοφιλής στους θιασώτες του φιλελευθερισμού καθώς και σε σημαντικότατο κομμάτι της κοινωνίας, υπερασπίζεται με πάθος το κεκτημένο της «εξισωτικής» κατανάλωσης και της καθημερινής ζωής των απολαύσεων και των πολλαπλών επιλογών για το άτομο. Πρόκειται για μια αντίληψη που -όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια- εκθειάζει την πολιτιστική ανοιχτότητα των σύγχρονων κοινωνιών και αποδέχεται την μαζικοποίησή τους ως προϊόν, αλλά και προϋπόθεση ταυτόχρονα, της υποσχόμενης (για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού) ατομικής οικονομικής ευημερίας. Ακόμα και σε περιόδους κρίσης, σαν τη σημερινή, ο εν λόγω φιλελευθερισμός προτρέχει να αναλάβει το ιερό καθήκον της υπεράσπισης του πολιτιστικού και τεχνολογικού προτάγματος της μαζικής κοινωνίας, προσδίδοντάς του, αυτή τη φορά, το ρόλο της πύλης-εξόδου από το τούνελ της κρίσης και των κοινωνικών «αρχαϊσμών» που δήθεν την προκαλούν και την αναπαράγουν. Πρόκειται για ένα είδος προπαγάνδας που υφιστάμεθα με τον πιο γραφικό ίσως τρόπο στην περίπτωση του μνημονιακού τύπου μετασχηματισμού της Ελλάδας τα τελευταία τέσσερα έτη.
Από την άλλη αντιμετωπίζουμε τη διανοητική μυωπία πολιτικών χώρων που ευαγγελίζονται την αλλαγή του κόσμου αλλά, την ίδια ώρα, αδυνατούν να κατανοήσουν τη σημασία του πολιτιστικού παράγοντα στην πολιτική συγκρότηση και τη γενικότερη θέσμιση της κάθε κοινωνίας. Αναφερόμαστε κατά βάση στα σημερινά μαρξιστικά ρεύματα, που μέσα στη γενικότερή τους διανοητική παράλυση, περιορίζονται να παπαγαλίζουν χοντροκομμένα τις θεωρίες που κατατάσσουν τη σφαίρα του πολιτιστικού ως εποικοδόμημα των υλικών συνθηκών και των κοινωνικών σχέσεων στο πεδίο της παραγωγής. Εδώ είναι παντελώς απούσα η οποιαδήποτε γόνιμη θεωρητική επιρροή, όπως π.χ. από το ρεύμα της Σχολής της Φραγκφούρτης ή από διανοούμενους του πολιτιστικού μαρξισμού του 20ού αιώνα. Το ανησυχητικό είναι ότι ακόμα και για τους ελευθεριακούς χώρους, κατά κανόνα το φαινόμενο της μαζικής κουλτούρας είτε γίνεται αντιληπτό εντελώς επιφανειακά, ως τακτική του συστήματος για την κυριαρχία του πάνω στους ανθρώπους και ως εν τέλει επιφαινόμενο των πολιτικό-οικονομικών ανισοτήτων, είτε φαίνεται να υποτιμάται η σημασία και ο ρόλος του λόγω του επείγοντος της οικονομικής κατάρρευσης.
Έτσι, οι εν λόγω αντιλήψεις δυσκολεύονται να ανιχνεύσουν την άμεση σχέση ζητημάτων όπως η αναπαραγωγή της κουλτούρας, η καλλιτεχνική δημιουργία, το τεχνικό σύστημα, η χρήση του χρόνου ή η οργάνωση των καθημερινών ανθρώπινων σχέσεων, με την οργάνωση των πολιτικών και οικονομικών δομών σε κάθε κοινωνία. Αδυνατούν, με άλλα λόγια, να διακρίνουν πώς το πολιτιστικό επηρεάζει και διαπλάθει το πολιτικό και το αντίστροφο. Και το κυριότερο, δε δείχνουν να αντιλαμβάνονται πώς η πλήρης μαζικοποίηση των πληθυσμών διαμορφώνει έναν αντίστοιχο ανθρωπολογικό τύπο, του οποίου τις συνέπειες βιώνουμε σήμερα. Όμως αυτή η συνάρθρωση πολιτικού και πολιτιστικού είναι σημαντικότατη, πόσο μάλλον όταν σήμερα αντιμετωπίζουμε κάτι πολύ ευρύτερο από μια οικονομικού τύπου κρίση: μια γενικότερη απονομιμοποίηση βασικών πολιτικών, πολιτιστικών και ηθικών αξιών, που έχουν το ρόλο να (ανα)συγκροτούν τον εκάστοτε κόσμο. Δηλαδή, βιώνουμε μια καθαρά ανθρωπολογική κρίση, μια αποσύνθεση κοινωνικών σημασιών, όπως έχουμε κατά καιρούς αναλύσει στις σελίδες αυτού του περιοδικού.
Η σημασία της κριτικής στη μαζική κουλτούρα
Κάτι τέτοιο μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων όχι μόνο στο πλαίσιο της διαχείρισης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, αλλά και ως θεμέλιο και φορέα αναπαραγωγής της κουλτούρας, μεταβίβασης αξιών και εξασφάλισης μιας στοιχειώδους κοινωνικής συνοχής. Αν στο στενά πολιτικό πεδίο μια ριζική κριτική στους θεσμούς έχει κατά καιρούς γίνει ή αποτελεί διακύβευμα των εκάστοτε κινητοποιήσεων (ασχέτως αν τελικώς δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μικρή μειοψηφία των πολιτικών χώρων), η συζήτηση για το πολιτιστικό ζήτημα φαίνεται να μην έχει προχωρήσει και πολύ από την εποχή της κριτικής των κινημάτων του ’60 -τα οποία είχαν πάρει την σκυτάλη από τα καλλιτεχνικά κινήματα και τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα- στην, (τότε) αστικού τύπου, καθημερινή ζωή. Δεδομένου, όμως, ότι έκτοτε ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ -με εξελίξεις όπως η πλήρης κυριαρχία του καταναλωτικού τρόπου ζωής σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, η διάδοση της ανευθυνότητας και η παρακμή αυτού που ονομάζουμε δημόσια σφαίρα-, μια ανανέωση της πολιτιστικής κριτικής καθίσταται πιο αναγκαία από ποτέ. Το διακύβευμα σήμερα δεν είναι απλά και μόνο να μετασχηματίσουμε τις οικονομικο-πολιτικές δομές αλλά επιπλέον να παρέμβουμε ριζικά σε ό,τι έχει να κάνει με τη μορφή και το περιεχόμενο της κουλτούρας, την πολιτιστική δημιουργία, την οργάνωση των ανθρώπινων σχέσεων.
Υπάρχει, όμως, κι ένας ίσως πιο επείγων λόγος που επιθυμούμε να ανοίξουμε μια τέτοια συζήτηση. Η σημερινή ρήξη της κοινωνικής συνοχής που έχουν επιφέρει ο εξορθολογισμός της ζωής και η μαζική κουλτούρα στέκεται ως αδιαπέραστο εμπόδιο στην άρθρωση οποιουδήποτε συλλογικού προτάγματος, καθώς και στη συγκρότηση οποιουδήποτε μαχητικού πολιτικού αγώνα. Είναι κάτι που μας το αποδεικνύει περίτρανα η δυσκολία ανάπτυξης οργανωμένων κινημάτων στην Ελλάδα παρά την πρωτοφανή κοινωνική πρόκληση που έχει επιφέρει η διαχείριση της κρίσης από τις ολιγαρχίες. Δικαιολογημένα αποτελεί αντικείμενο συζήτησης η δυσκολία πολιτικής σύμπραξης και αυτενέργειας των ανθρώπων που, μέχρι πρότινος, ήταν πολιτικά ανένταχτοι (και αδιάφοροι), αλλά σήμερα επιθυμούν να αγωνιστούν: νεόπτωχοι, περιθωριοποιημένοι άνεργοι, υπό απόλυση υπάλληλοι, εργαζόμενοι με ελαστικές μορφές απασχόλησης κ.λπ. Κατά κάποιον τρόπο, φαίνεται να απουσιάζουν οι «αντικειμενικές» συνθήκες της ανθρώπινης συνεύρεσης και της συλλογικής στράτευσης με έναν μόνιμο τρόπο. Ενώ, αντίθετα, σε περιοχές άλλων πολιτιστικών καταβολών και χωρίς πλήρη ορθολογικοποίηση της συλλογικής ζωής, όπως π.χ. ορισμένες χώρες του Αραβικού κόσμου ή άλλες στην Λατινική Αμερική, τα κινήματα που αναδύονται διακρίνονται για μια στοιχειώδη διάρκεια, συνοχή και επιμονή -ασχέτως της ριζοσπαστικότητας, του ιδεολογικού τους προσήμου ή της αποτελεσματικότητάς τους ανά περίπτωση. Θα μπορούσαμε μήπως να φανταστούμε σήμερα μια συγκροτημένη και αποφασιστική πολιτική δράση (που προϋποθέτει ρήξη με την κανονικότητα, υπέρβαση του φόβου, θυσίες σε προσωπικό επίπεδο, έμπρακτη αλληλεγγύη κ.λπ.) από μια κοινωνία γεμάτη τρυφηλότητα, ατομικισμό και ναρκισσισμό όπως είναι η ελληνική ή και άλλες ευρωπαϊκές[1];
Είναι, επομένως, πολιτική (με την ευρύτερη σημασία του όρου) η ανάγκη αντιμετώπισης των διαλυτικών φαινομένων που χαρακτηρίζουν τις μαζικές κοινωνίες. Ειδικά σήμερα που η κοινωνία της κατανάλωσης φαίνεται να εισέρχεται σε μια μεταβατική φάση νέων αντιφάσεων υπό το καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού μια τέτοια πολιτική ανάγκη φαντάζει ακόμα πιο επιτακτική. Οι νέες αυτές συνθήκες μας ωθούν να υποβάλουμε τη μαζική κουλτούρα σε μια ριζική, αλλά μη ελιτίστικου είδους, κριτική, αφού αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να καταδείξουμε ορισμένα θεμέλια κοινωνικής συνοχής που κρίνονται απαραίτητα για την ανάπτυξη ενός δημοκρατικού πολιτικού προτάγματος.
Οι ανθρωπολογικές προεκτάσεις των μαζικών κοινωνιών
Αν επιμένουμε στην ανάλυση της παρακμής των δυτικών κοινωνιών, το κάνουμε όχι τόσο για να επαναδιατυπώσουμε την αυτονόητη κρίση για το πόσο «κακό» σύστημα είναι ο καπιταλισμός αλλά κυρίως για να τονίσουμε την υποχώρηση ή την εξαφάνιση όλων αυτών των κοινωνικών ρευμάτων και ιστορικών διεργασιών που αναδύθηκαν παράλληλα με την εξάπλωσή του και, εν πολλοίς, συνέβαλαν σε αυτό που μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως δυτικό πολιτισμό. Πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι οι δυτικές κοινωνίες μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν οργανώνονταν και ρύθμιζαν την αναπαραγωγή τους στη βάση μιας ενεργούς μείξης πολιτικών, οικονομικών ή πολιτιστικών ρευμάτων και αξιών: το φαντασιακό της απεριόριστης ανάπτυξης ή της τεχνολογικής προόδου αναμειγνυόταν με τις βλέψεις και τη δράση των επαναστατικών καλλιτεχνικών ρευμάτων, η όξυνση της ταξικής διαστρωμάτωσης συγκρουόταν με τους εργατικούς αγώνες, η ολιγαρχικού ή αυταρχικού τύπου διακυβέρνηση βρισκόταν υπό τον έλεγχο των πολιτικών κινημάτων και των κοινωνικών αγώνων που διεξάγονταν. Επομένως, όταν ισχυριζόμαστε ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει επικρατήσει σχεδόν πλήρως το καπιταλιστικό φαντασιακό, εννοούμε ότι έχουν υποχωρήσει (σε βαθμό εξαφάνισης) οι δυνάμεις εκείνες (κινήματα, προτάγματα, καλλιτεχνικές πρωτοπορίες κ.λπ.) που συνόδευαν το κυρίαρχο πολιτικό και πολιτιστικό πλέγμα σχέσεων και που κατά καιρούς το σφυροκοπούσαν στη θεωρία και στην πράξη.
Και όχι μόνο αυτό· το ίδιο το καπιταλιστικό σύμπαν φαίνεται να έχει μεταλλαχθεί υπό το βάρος της μαζικής κοινωνίας που δημιούργησε. Οι παλαιότερες ταξικές διαφορές και συγκρούσεις, που σημάδεψαν και σε ένα βαθμό συντήρησαν τον κόσμο όπως τον ξέρουμε, έχουν δώσει τη θέση τους σε μια κοινωνική ειρήνευση και μια πολιτική απάθεια υπέρτατου βαθμού. Ο κόσμος που δημιουργούσε και αναπαρήγαγε διαχωρισμένες και συγκρουόμενες μεταξύ τους επιμέρους κουλτούρες (όπως η αστική και η εργατική) έχει κατά κάποιον τρόπο εκφυλιστεί και ομογενοποιηθεί σ’ έναν «γενικό μέσο όρο». Ναι μεν υπάρχουν και αναπαράγονται οι οικονομικές ανισότητες -μάλιστα με βάναυσο τρόπο αν συλλογιστούμε μεταξύ άλλων και τον οικολογικά ολέθριο βαθμό της υλικής ευμάρειας που μπορεί να προσφέρει στους λίγους η τεχνική ανάπτυξη του 21ου αιώνα-, ωστόσο τα διάφορα κοινωνικά στρώματα υπακούουν στους ίδιους κανόνες της μαζικής κοινωνικοποίησης, τις ομογενοποιημένες (σε βαθμό κλωνοποίησης) πολιτιστικές αναφορές και τον κοινό καταναλωτικό τρόπο ζωής.
Αυτή η επέλαση του «μαζικού» έχει διαβρώσει, για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, κάθε πολιτική διαφοροποίηση και ενεργητικότητα. Όπως έχει αναλυθεί και σε προηγούμενα τεύχη του περιοδικού[2] η κυνικότητα της καταναλωτικής αφασίας στην οποία ζούμε είναι σε τέτοιο βαθμό διαβρωτική ώστε μπορεί να απονευρώνει σχεδόν κάθε κουλτούρα που διαφοροποιείται από το καταναλωτικό ιδεώδες και να καταπίνει κάθε προ-καταναλωτική κοινωνική αξία. Πρόκειται για μια κατάσταση που δε δείχνει να τροποποιείται ούτε καν στις σημερινές συνθήκες της μαζικής ανεργίας, όπου επανέρχονται στο προσκήνιο οι έντονες κοινωνικές ανισότητες -είτε μιλάμε για πιο αναπτυγμένες χώρες και ισχυρές οικονομίες (όπου ακολουθείται ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο εδώ και δεκαετίες) είτε π.χ. για την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στη δίνη μιας απότομης λιτότητας. Το παράδοξο αυτό εξηγείται ασφαλώς αν συλλογιστούμε ότι η κοινωνία της μαζικής κουλτούρας και του καταναλωτισμού δεν τροφοδοτείται (ούτε ορίζεται) τόσο από την επίτευξη ενός επιπέδου υλικής ευμάρειας σαν αυτό στο οποίο έχουμε συνηθίσει στον δυτικό κόσμο. Ο καταναλωτισμός, δηλαδή, δεν ορίζεται απλώς ως η διόγκωση της αγοραστικής δύναμης που οδηγεί σε μια δίχως όρια καταβρόχθιση υλικών αγαθών, πρωτοφανή για την παγκόσμια ιστορία, αλλά κυρίως θεμελιώνεται φαντασιακά ως η δυνατότητα απολαύσεων μέσω αυτού του συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Θα λέγαμε, επομένως, ότι το πρόβλημα είναι πιο οξύ. Το θεμελιώδες στοιχείο της παρακμής των δυτικών κοινωνιών εδώ και πολλές δεκαετίες έγκειται σε μια βαθύτερη πολιτισμική εξέλιξη, που μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: η σύγχρονη μαζική κοινωνία κατά βάση σηματοδοτεί τη ριζική μεταμόρφωση των μέχρι πρότινος μορφών συλλογικής ζωής, επιδρώντας με διαλυτικό τρόπο στην ίδια την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων και χτίζοντας έναν αντίστοιχα «αντικοινωνικό» τύπο ανθρώπου.
Πρόκειται για μια βαθύτερη διαδικασία κοινωνικής μετάλλαξης, για μια γιγαντωμένη τάση να οδεύουμε προς «τον προθάλαμο της κατανάλωσης ως ολικής οργάνωσης της καθημερινότητας, ολικής ομογενοποίησης, όπου όλα ξανακυριεύονται και ξεπερνιούνται μέσα στην ευκολία[3]». και της οποίας τις αποσυνθετικές συνέπειες για μια σειρά από πτυχές της καθημερινής ζωής θα δούμε πιο αναλυτικά.
[ … ]