Μια άλλη στάση ζωής
- June 1, 2012
- 0 comments
- 0
Η μόνη πολιτική διαίρεση σήμερα είναι: υπέρ ή κατά της υπάρχουσας κοινωνίας
του Νίκου Ηλιόπουλου
Αν το θεμελιώδες ερώτημα κάθε πολιτικής σκέψης και πράξης, άξιας του ονόματός της, είναι : σε ποια κοινωνία θέλουμε να ζούμε ;, από καθαρά πολιτική άποψη σήμερα, το πρωταρχικό ερώτημα που τίθεται σε όλους μας είναι το εξής : είμαστε ή όχι υπέρ της υπάρχουσας κοινωνίας ; Τούτο το ερώτημα μεταφράζεται πιο συγκεκριμένα έτσι : είμαστε ή όχι υπέρ του ενός και μοναδικού στόχου της παρούσας κοινωνίας, που είναι η ανάπτυξη ;
Είναι σαφές ότι όλες ανεξαίρετα οι πολιτικές δυνάμεις δεν αμφισβητούν αυτόν το στόχο. Τοποθετούνται έτσι όλες στο ίδιο σκέλος της βασικής και μοναδικής σήμερα πολιτικής διαίρεσης που είναι : υπέρ ή κατά της υπάρχουσας κοινωνίας, υπέρ ή κατά της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Τοποθετούνται στο υπέρ. Είναι όλες συντηρητικές. Και είναι φυσικό, αφού ο πυρήνας της λογικής τους είναι ο ίδιος : με την ανάπτυξη θα λυθούν και τα υπόλοιπα προβλήματα της κοινωνίας – αυτά που θεωρούν ως προβλήματα.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών. Είναι απολύτως σίγουρο ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις, δηλαδή στην ουσία κόμματα και οργανώσεις που ως γνωστόν έχουν πανομοιότυπο τρόπο λειτουργίας, είναι υπέρ της λεγόμενης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία στην πραγματικότητα είναι φιλελεύθερη ολιγαρχία. Και είναι φυσικό, γιατί οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις ανήκουν σε αυτή την ολιγαρχία ή την υπηρετούν λειτουργώντας με τον ίδιο αντιδημοκρατικό και ιεραρχικό τρόπο. Είναι άλλο ζήτημα οι κατακτημένες με αγώνες δημοκρατικές ελευθερίες, που αναντίρρητα υπάρχουν στη σημερινή κοινωνία, και τις οποίες πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού. Το πολιτικό σύστημα γενικά όμως είναι ολοφάνερα αντιδημοκρατικό.
Ταυτόχρονα, όμως, και ως απόρροια της κοινής τους λογικής και στάσης υπέρ τόσο της υπάρχουσας κοινωνίας όσο και του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, όλες οι καθεστηκυίες πολιτικές δυνάμεις εξαιρούν από τα προβλήματα της σημερινής κοινωνίας την κατάσταση κρίσιμων θεσμών οι οποίοι έχουν χάσει κάθε νόημα και περιεχόμενο. Δεν τους αντιμετωπίζουν διότι, με την άκρως κομφορμιστική λογική τους, θεωρούν αυτούς τους θεσμούς δεδομένους• όπως ανέφερα παραπάνω, είναι οι θεσμοί που έχουν σχέση με τις συντηρητικές αξίες της θρησκείας, της οικογένειας, της κρατικής εκπαίδευσης – έτσι πρέπει να ονομάζεται – και της εργασίας. Ενώ οι αξίες αυτές έχουν ξεφτίσει, βρίσκονται δηλαδή σε βαθιά κρίση με το νόημα που έδωσα σε αυτόν τον όρο παραπάνω, οι θεσμοί που σχετίζονται με αυτές συνεχίζουν να οργανώνουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων με αποτέλεσμα να κάνουν τη ζωή τους σε αυτή την κοινωνία αβίωτη.
Το ερώτημα γιατί έχουν φθαρεί οι παραπάνω θεμελιώδεις αξίες, απαιτεί μια μεγάλη ανάλυση. (Υπαινίχθηκα μερικά στοιχεία αυτής της ανάλυσης λίγο παραπάνω.) Μπορούμε όμως να απαντήσουμε συνοπτικά γιατί η αποσύνθεσή τους καθιστά αβίωτη τη ζωή όλων. Διότι οι θεσμοί που τις ενσαρκώνουν, εκτός από τη συνοχή της κοινωνίας γενικά, συνέβαλαν στον καθορισμό του δρομολογίου της ζωής του καθενός, δίνοντάς της έτσι ένα νόημα, έστω προκαθορισμένο και μονότονο : γέννηση στο σύμπαν μιας θρησκείας και στο λίκνο μιας οικογένειας, υποχρεωτική εκπαίδευση στο σχολείο, δραστηριότητα βασικά στο χώρο της βιοποριστικής απασχόλησης. Η κρίση των αξιών, τις οποίες ενσαρκώνουν αυτοί οι θεσμοί, δηλαδή η αδυναμία των αξιών : θρησκεία, οικογένεια, κρατική εκπαίδευση, εργασία, να νοηματοδοτήσουν τη ζωή των σημερινών ανθρώπων, κάνει πλέον τη ζωή τους, που αναγκαστικά κυλά μέσα σε αυτούς τους θεσμούς, δίχως νόημα και το δρομολόγιο ένα καθημερινό άγχος. Οι άνθρωποι τρέχουν και δεν φτάνουν. Γιατί τρέχουν και πού θέλουν να φτάσουν ; Η αδυναμία απάντησης στο ερώτημα αυτό, ερώτημα στόχων και προσανατολισμού ζωής, αδυναμία που γίνεται έτσι γενικό κοινωνικό φαινόμενο, είναι η θεμελιώδης αιτία της εφιαλτικής κατάστασης της καθημερινότητας. Διότι, στο ερώτημα στόχων και προσανατολισμού ζωής, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως απάντηση το υποκατάστατο νοήματος ζωής που είναι το καθημερινό τρέξιμο με στόχο την ανάπτυξη.
Την εφιαλτική κατάσταση της καθημερινότητας επιδεινώνει η βαθιά κρίση των ανθρώπινων σχέσεων, η οποία αποτελεί, όπως έγραψα παραπάνω, το φόντο όλων των φαινομένων και ταυτόχρονα μια από τις βασικές αιτίες τους, διότι ατομική ζωή δίχως νόημα σημαίνει ουσιαστικά απουσία νοήματος της ζωής με τον άλλο και τους άλλους. Πρέπει να προσθέσουμε ότι οι αξίες που έδιναν νόημα στη ζωή με τον άλλο και τους άλλους, όπως η φιλία και ο έρωτας, θίγονται άμεσα όχι τόσο και μόνο από την έλλειψη νοήματος της ατομικής ζωής του καθενός όσο από την ανικανότητα της κοινωνίας στο σύνολό της, δηλαδή επίσης της πολιτικής σκέψης και πράξης, να τις ανανεώσει, και πιο συγκεκριμένα να τους δώσει ένα εντελώς νέο περιεχόμενο, όπως σαφώς απαιτούν οι σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Για να ανοίξει ο δρόμος σε νέες ιδέες ελευθερίας και ειλικρίνειας, και νέες μορφές σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, πρέπει να απορριφθεί κατηγορηματικά το κυρίαρχο σήμερα ερωτικό – και συναισθηματικό – φαντασιακό. Διότι είναι ένα φαντασιακό ιδιοκτησιακής κατοχής και εξουσίασης του άλλου (φίλου, φίλης, ερωμένου, ερωμένης – ακόμα και του παιδιού). Επίσης, διότι εμπεριέχει την παράλογη αναγωγή της σεξουαλικής πράξης σε υπέρτατο κριτήριο της ερωτικής σχέσης και άρα σε υποκριτική απόδειξη αφοσίωσης και «ερωτικής πίστης», έννοια η οποία αναιρεί την ίδια την ουσία του έρωτα – εξού η απαράδεκτη έννοια της «ερωτικής απιστίας», αποκλειστικό τεκμήριο της οποίας γίνεται αναγκαστικά το κρεβάτι, και τότε εκφράζεται με την ακόμα πιο απαράδεκτη φράση : «με απάτησε».
Το σωκρατικό «ανεξέταστος βίος ου βιωτός» (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους), δηλαδή δεν αξίζει τον κόπο να ζήσουμε μια ζωή χωρίς αμφισβήτηση, πρέπει να συμπληρωθεί κυρίως σήμερα με το «ανέραστος βίος ου βιωτός».
Η υπάρχουσα κοινωνία αποτελείται από ένα σύνολο θεσμών. Έτσι, στην προοπτική του ριζικού και δημοκρατικού μετασχηματισμού της, το κρίσιμο σήμερα πολιτικό ερώτημα : είμαστε ή όχι υπέρ της υπάρχουσας κοινωνίας ;, πρέπει να μεταφράζεται επίσης ως εξής : είμαστε ή όχι υπέρ κρίσιμων αξιών και θεσμών της υπάρχουσας κοινωνίας ; Και από την άποψη αυτή, όλες οι παραδοσιακές πολιτικές διαιρέσεις καταλύονται, για να αναδειχθεί η πραγματική διαίρεση ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν τη συντήρηση και σε αυτούς που επιθυμούν τον ριζικό και δημοκρατικό μετασχηματισμό της σημερινής κοινωνίας.
Για να διαλύσουμε μια διαδεδομένη σύγχυση, ενώ οι πρώτοι μπορούν κάλλιστα να ονομαστούν συντηρητικοί, και είναι, οι δεύτεροι πρέπει να αρνούνται να ονομάζονται προοδευτικοί. Θα αναφέρω συνοπτικά τους δύο κύριους λόγους. Πρώτον, η πρόοδος έχει κυρίως κατανοηθεί ως οικονομική (ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων) και τεχνολογική. Δεύτερον και σπουδαιότερο, έχει κατανοηθεί ως εγγεγραμμένη στη λογική της ιστορίας και των περίφημων νόμων της. Ωστόσο, η οικονομική πρόοδος δεν επιφέρει την ανθρώπινη κοινωνία της ισότητας και της ελευθερίας, και η ιστορία, έργο των ανθρώπων, δεν έχει ούτε λογική (νόημα) ούτε νόμους ούτε προδιαγραμμένη ανοδική (ή καθοδική) πορεία. Έτσι, όσοι τοποθετούνται εναντίον της υπάρχουσας κοινωνίας, και εφόσον υιοθετούν το πρόταγμα του ριζικού δημοκρατικού μετασχηματισμού της, έχουν έναν άκρως τιμητικό τίτλο για να διεκδικήσουν, τον τίτλο του δημοκρατικού ανθρώπου και πολίτη. Είναι όποιος οραματίζεται μια ριζικά άλλη κοινωνία χωρίς καθόλου να πιστεύει ότι αυτή είναι γραμμένη στα κατάστιχα της ιστορίας, όπως τα διάβασε ένας επίγειος θεός.
Η ξεκάθαρη διαπίστωση : όλες οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις είναι συντηρητικές και αντιδημοκρατικές, δεν μπορεί να αναιρείται με το φοβικό επιχείρημα : όποιος την προβάλλει μένει «μόνος εναντίον όλων». Τούτη η διαπίστωση είναι ή δεν είναι σωστή. Δεύτερον, δεν είναι εναντίον των πολιτών αυτής της έρημης χώρας, είναι εναντίον των πολιτικών ανδρών και γυναικών, των πολιτικών δυνάμεων και των ολοφάνερα αποτυχημένων πολιτικών τους. Όλοι ανεξαίρετα οι έλληνες πολίτες ή καλύτερα οι πολίτες της Ελλάδος καλούνται να εκφέρουν τη γνώμη τους, και τότε ίσως θα αποδειχθεί το ακριβώς αντίθετο : ίσως οι πολίτες να είναι εναντίον και της καθεστηκυίας πολιτικής και της υπάρχουσας κοινωνίας και ίσως, καταλαβαίνοντας ότι ο «κόσμος» είναι «γυάλινος», να θελήσουν να φτιάξουν «μια καινούργια κοινωνία άλληνε». (Μικρή παρένθεση τόσο για το λαϊκό τραγούδι γενικά όσο και για το τραγούδι από το οποίο δανείστηκα τις εκφράσεις εντός εισαγωγικών. Δεν είναι μόνο όμορφο, αλλά και αληθινό. Η σοφία του είναι σίγουρη : ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι πράγματι ψεύτικος και γυάλινος, όπως επανειλημμένα τον έχει περιγράψει, και τον έχει καταγγείλει. Για να «σπάσει» ο ψεύτης αυτός κόσμος, χρειάζεται να πάψουν να τον πιστεύουν οι άνθρωποι.)
Αναδύεται έτσι η ιδέα της απόλυτης πολιτικής ισότητας των πολιτών μιας κοινωνίας, εν προκειμένω της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, από την οποία προκύπτει η διεκδίκηση : δικαίωμα συμμετοχής όλων των πολιτών, ανδρών και γυναικών, στη λήψη όλων των κρίσιμων αποφάσεων που τους αφορούν. Υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει δημοκρατικό ή πρακτικό επιχείρημα με το οποίο να μπορεί κάποιος να αρνηθεί τούτο το πολιτικό δικαίωμα, και ότι είναι δυνατή η άμεση διεκδίκησή του. Τούτο το αίτημα πρέπει να θέτουν διαρκώς οι πολίτες και οι πολίτιδες, τούτο το αίτημα πρέπει να διακηρύσσουν κυρίως πριν από όλες τις εκλογές. Και τούτο για να δείχνουν ότι απέχοντας δεν είναι πολιτικά αδιάφοροι αλλά προτείνουν τη μοναδική πρακτική λύση διεξόδου από την πολιτική των επαγγελματιών της εξουσίας. Ως πρωταρχική και άμεση πολιτική απαίτηση, η δημοκρατία συνοψίζεται σε τούτη τη φράση : όλοι και για όλα. Όλοι συμμετέχουν στη λήψη όλων των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή τους.
Όπως έγινε φανερό, προτείνω τελείως συγκεκριμένα την αποχή από όλες τις εκλογές. Οι δημοκρατικοί άνθρωποι, δηλαδή αυτοί που είναι δημοκρατικοί σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους αντιμετωπίζοντας όλους τους άλλους ως ελεύθερους και ίσους ανθρώπους, και οι δημοκρατικοί πολίτες, δηλαδή αυτοί που διεκδικούν το δικαίωμα να αποφασίζουν όλοι για όλα τα κρίσιμα θέματα της κοινωνίας στην οποία ζουν, θα βρουν τρόπους συλλογικής πράξης για να δείξουν ότι όχι μόνο δεν είναι απαθείς και αδιάφοροι αλλά έχουν να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Μπορούν, π. χ., να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας για τη μελέτη συγκεκριμένων προβλημάτων, να επεξεργαστούν συγκεκριμένες λύσεις, και να καλούν όλους τους ενδιαφερόμενους για τη συζήτησή τους.
Γενικότερα προτείνω την άρνηση συμμετοχής σε οποιονδήποτε από τους θεσμούς της καθεστηκυίας πολιτικής, όπως είναι τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, που συνιστούν ανεξαρτήτως απόχρωσης υποστηρικτές της σημερινής κοινωνίας. Η οριστική και αμετάκλητη εγκατάλειψη της παραδοσιακής πολιτικής, και άρα η πραγματική πολιτικοποίηση με βάση μια πραγματική διαίρεση : υπέρ ή κατά της υπάρχουσας κοινωνίας, και όχι τις ετικέτες, είναι σήμερα εφικτές. Μόνο τότε ανοίγει η προοπτική της δημιουργίας μιας άλλης πολιτικής. Πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, η άμεση διεκδίκηση του δικαιώματος συμμετοχής όλων των πολιτών στη λήψη όλων των αποφάσεων που τους αφορούν. Υπάρχει ένας κατακτημένος με αγώνες δημοκρατικός θεσμός που μπορεί να αξιοποιηθεί για να προβληθεί και ενδεχομένως να κατακτηθεί τούτο το δικαίωμα, είναι η συλλογική κινητοποίηση (συγκέντρωση, διαδήλωση, και ό,τι άλλο επινοήσει η πολιτική φαντασία των πολιτών, ανδρών και γυναικών). Για τις συλλογικές κινητοποιήσεις που εντάσσονται στην προοπτική της δημιουργίας μιας άλλης πολιτικής, προτείνω τον όρο «συλλογικές πράξεις» σε αντιδιαστολή με τον καθιερωμένο όρο «κοινωνικό κίνημα»• διότι ο τελευταίος αυτός όρος συγχέει δύο διαφορετικά πράγματα : την αέναη κίνηση της κοινωνίας, που δεν είναι γραμμένη σε κανένα βιβλίο της ιστορίας, και τη δυνατότητα των ανθρώπων να δώσουν με την πράξη τους την επιθυμητή κατεύθυνση στην κίνηση αυτή.