Μπελαβίλας Νίκος*
Χάσματα που χαρακώνουν πλαγιές, σκοτεινές γαλαρίες, σκάλες φόρτωσης, πυλώνες και σκουριασμένες σιδηροτροχιές σημαδεύουν πολλά από τα νησιά. Απομεινάρια μιας εποχής, όταν μεταλλωρύχοι και επιχειρηματίες αναζητούσαν στο υπέδαφος βιομηχανικά ορυκτά. Το φαινόμενο αυτό, στη μέγιστή του ένταση, ονομάστηκε “μεταλλευτικός πυρετός”. Εκατοντάδες ορυχεία αναπτύχθηκαν στο Αιγαίο, περισσότερες από 130 ευρωπαϊκές και ελληνικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις δραστηριοποιήθηκαν για έναν αιώνα, από τη δεκαετία του 1860. Κάποιες βραχύβιες, άλλες εικονικές, άλλες στιβαρές και μακρόβιες εταιρείες, που για χρόνια εξόρυσσαν τον πλούτο του υπεδάφους για να τον εξάγουν στις διψασμένες για ορυκτά βιομηχανίες της Ευρώπης. Σίδηρος, μαγγάνιο, μόλυβδος, σμύριδα, χαλκός ψευδάργυρος, θειάφι, αργυρομεταλλεύματα, αμίαντος, λιγνίτης, θειάφι, θηραϊκή γη, μάρμαρα. Το μισό Αιγαίο, τουλάχιστον 39 νησιά υπήρξαν το θέατρο αυτής της γιγαντιαίας οικονομικής και τεχνικής επέμβασης. Ανάμεσά τους η Άνδρος, η Κέα, η Τήνος, η Πάρος, η Νάξος, η Σύρος, η Σέριφος, η Σίφνος, η Κύθνος, η Μήλος, η Νάξος, η Σαντορίνη και η Θηρασιά, η Ανάφη, η Αμοργός, η Σκύρος, η Θάσος, η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος, η Ικαρία, η Νίσυρος και το Γυαλί, η Ρόδος, η Κως. Η παραγωγή αυτή αναδιαμόρφωσε βίαια τα νησιωτικά τοπία. Τεχνικές, υλικά και νοοτροπίες πρωτόγνωρα κυριάρχησαν αλλάζοντας τον χρόνο της καθημερινότητας, τον τρόπο ζωής. Κοινότητες είδαν τους πληθυσμούς τους να πληθύνονται με μετανάστες μεταλλωρύχους, αγροτικές κοινωνίες γνώρισαν τα νέα εργαλεία της μισθωτής εργασίας, το ημερομίσθιο και την υπεργολαβία. Αγρότες πίστεψαν πως τελείωνε η προηγούμενη δύσκολη ζωή της υπαίθρου, η εξαρτώμενη από την τυχαιότητα του καιρού και την απόδοση των φτωχών προϊόντων της γης.
Στην εποχή μας, με εξαίρεση τα εν λειτουργία ορυχεία της Μήλου, της Κιμώλου, του Γυαλιού, όπως και τα ενεργά λατομεία μαρμάρου, ο λαμπρός εκείνος βιομηχανικός κόσμος κείτεται σε ερείπια. Στα Λιμενάρια της Θάσου, στο Μέγα Λειβάδι της Σερίφου και στα Αγιάσματα της Χίου πολυτελείς νεοκλασικές επαύλεις των διευθυντών των μεταλλείων δίπλα στη θάλασσα υποδηλούν τις αρχικές προσδοκίες και τα μεγέθη των επενδύσεων, αλλά και το απρόσμενο τέλος. Οι σκάλες φόρτωσης της Μήλου, της Σερίφου και της Κύθνου, οι πυλώνες του εναέριου σιδηροδρόμου των σμυριδωρυχείων της Νάξου αποκαλύπτουν τα τεχνικά μεγέθη των έργων εκείνων, ενώ εκπλήσσει η πλήρης εγκατάλειψή τους.
Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα το όραμα ξεθώριασε. Η αιματηρή απεργία του Αυγούστου του 1916 στη Σέριφο συμβολοποιεί τη μεταστροφή. Αδίστακτοι επιχειρηματίες, όπως οι Γκρόμαν της γαλλικής εταιρείας Σέριφος – Σπηλιαζέζα, εφήμεροι επενδυτές, όπως οι των 16 σαμιακών μεταλλείων της περιόδου της Ηγεμονίας (1834 – 1912), κυνηγοί επιδοτήσεων, όπως οι επιχειρηματίες της Κεράμου στη Χίο, είναι η μία όψη. Υπάρχει και άλλη όψη, με σοβαρές προσπάθειες, που δεν μπόρεσαν όμως να αντέξουν τις διεθνείς εξελίξεις, τον οικονομικό ανταγωνισμό και τον τεχνολογικό καλπασμό μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες της ακραίας περιφέρειας του νησιωτικού Αιγαίου.
Η συνειδητοποίηση της μετατροπής του προσδοκώμενου παραδείσου σε κόλαση συντελέστηκε υπό το βάρος των εργατικών ατυχημάτων, του εξοντωτικού ωραρίου, της ανυπαρξίας ασφάλισης και στέγης, των εργατικών κινητοποιήσεων για ανθρώπινους όρους εργασίας.
Η αρχική αποδοχή, από τους νησιώτικους πληθυσμούς, του μεταλλευτικού οράματος μετετράπη σε γενικευμένη απαξίωση μετά τον πόλεμο. Ένα νέο σχέδιο αναδύθηκε σκιάζοντας το πρώτο. Ήταν ο τουρισμός, φέρνοντας στη θέση τού παλιού “μεταλλευτικού πυρετού” τον νέο, της υπερεκμετάλλευσης της φύσης, της γης και των ανθρώπων. Η διάσταση μεταξύ του παρελθόντος προτύπου ανάπτυξης και του επερχόμενου αποτυπώθηκε στη μεταβατική περίοδο με δύο καλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου: τη “Μαύρη Γη” (1952) του Στέλιου Τατασόπουλου και τον “Αλέξη Ζορμπά” (1964) του Μιχάλη Κακογιάννη. Οι δύο ιστορίες μιλούν για τον “ανθρώπινο γολγοθά” της εξόρυξης της σμύριδας στα χωριά της ανατολικής Νάξου και την αποτυχημένη επένδυση εξόρυξης λιγνίτη σε μια ακτή της Κρήτης. Οι πρωταγωνιστές στο τέλος εγκαταλείπουν τα έγκατα της γης και βγαίνουν στον λαμπρό ήλιο να γλεντήσουν τη ζωή. Τη θέση του ορυχείου έπαιρνε σιγά – σιγά το ξενοδοχείο της τουριστικής ανεμελιάς, η παραθαλάσσια ταβέρνα.
Είναι αξιοπρόσεκτο το πώς μία υπερεντατική οικονομική δραστηριότητα, σαν αυτή της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου, η οποία διήρκεσε έναν αιώνα, δεν άφησε ίχνος ευημερίας. Τα νησιά που τη φιλοξένησαν άλλαξαν, οι τόποι αλλοιώθηκαν. Όμως οι οικισμοί και οι κοινωνίες τους δεν αναπτύχθηκαν, οι άνθρωποι δεν προόδευσαν, η ζωή δεν βελτιώθηκε όπως ανέμεναν. Δεν απέμειναν κέρδη στα νησιά από την πολλά υποσχόμενη βιομηχανική ανάπτυξη του 19ουαιώνα και του Μεσοπολέμου.
______________ * Ο Νίκος Μπελαβίλας διδάσκει Πολεοδομία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ
Πηγή : avgi