Καθρέφτης της κοινωνίας το Κοινοβούλιο. Ανέκαθεν. Τριακόσιοι εκπρόσωποι Ελλήνων πολιτών, της πλειονότητας των οποίων η στάση ζωής χαρακτηρίζεται εδώ και δεκαετίες από φιλοτομαρισμό, έλλειψη ακόμη και ίχνους διορατικότητας, πολιτισμικό και μορφωτικό έλλειμμα, κοινώς, απύθμενο κρετινισμό.
Η χώρα ενεχυριάστηκε για να “ζήσει” κι έτσι συμβαδίζει πλέον με τη νοοτροπία των πολλών εκ των κατοίκων της.
Διότι τι βλέπαμε τόσα χρόνια; Βλέπαμε Έλληνες πολίτες να ζουν και να κάνουν μόστρα με δανεικά ή με αμφίβολης προέλευσης χρήματα, να υποθηκεύουν τις ζωές των παιδιών τους για να περάσουν καλά οι ίδιοι, να σαβουρώνουν όσα μπορούν και να προσπαθούν ο καθένας ως αυθεντικός idiot να εξασφαλίσει το δικό του παιδί την ίδια στιγμή που του φόρτωνε τη ζωή με δάνεια, να ψηφίζει με γνώμονα το ατομικό του συμφέρον, να καταστρέφει το φυσικό κεφάλαιο και την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας για να αποκομίσει γρήγορα κέρδη, να εξευτελίζεται κάνοντας κωλοτούμπες μπροστά σε κάθε επενδυτή, να έχει χάσει δια παντός την ψυχή του, την καλαισθησία του, την αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκε, να έχει γίνει αναπτυξιολάγνος και να καταστρέφει κάθε μέρα την πατρίδα του φτιάχνοντας κακόγουστες και ασύμβατες με το περιβάλλον κατασκευές με μόνο σκοπό το οικονομικό όφελος.
Ακόμα και περιοχές με παράδοση σε ψυχή (π.χ. Κρήτη) γέμισαν με γελοίους νεόπλουτους, οι οποίοι φτιάχτηκαν εις βάρος του τόπου που τους γέννησε, ξεπούλησαν ή κατέστρεψαν ό,τι τους κληροδότησαν οι πρόγονοί τους, έκαναν την Ελλάδα γυαλιστερό μπιζού για να γεμίσουνε την τσέπη τους με χρήμα, να περνάνε καλά, να πουλάνε μούρη και να έχουνε θράσος μέγα για να λοιδωρούν και να απειλούν όσους πονούσαν με την κατάντια και χτυπούσαν πολιτικά καμπανάκια κινδύνου.
Σαρώσανε και καταστρέψανε την Ελλάδα οι αμόρφωτοι νεοέλληνες παραδίδοντας τη γη και το ύδωρ τους με αντίτιμο τα γυαλιστερά καθρεφτάκια που τους κούνησαν μπρος στα μάτια τους οι επενδυτές, πέσανε κατόπιν με τη μούρη στα δάνεια τσιμπωντας στα διαφημιστικά καλέσματα των τοκογλύφων, δίχως να βλέπουν το αγκίστρι όπως κάθε αμόρφωτος που δεν έχει σφαιρική αίσθηση της πραγματικότητας γύρω του, και βρεθήκανε ξαφνικά με την πορτοφόλα φίσκα να μην πιστεύουνε στα μάτια τους το πόσο εύκολο ήτανε τελικά να φτιαχτεί κανείς σ’ αυτή τη ζήση. Νομίσανε πως τα χαρτονομίσματα ήτανε το παν. Πως ήτανε δικά τους και πως θα τα δώσουνε στα τέκνα τους για να χουνε καλή ζωή και μέλλον. Είχανε μια χώρα δική τους και μέσα σε λίγα χρόνια την κάνανε αριθμούς σε τραπεζικές καταθέσεις. Δεν σκέφτηκαν ποτέ πως όσο εύκολος φάνταζε ο χρηματικός πλουτισμός άλλο τόσο εύκολα θα ερχόταν και η χρεοκοπία. Νιώθανε δυνατοί με φουσκωμένες τσέπες. Κι έτσι ψηφίζανε τους εκπροσώπους τους. Με κριτήριο μοναχά την τσέπη και την ανάπτυξη. Λεφτά και αμορφωσιά. Το χειρότερο ζευγάρωμα. Απ’ αυτό προκύψανε εδώ και τόσα χρόνια όλα αυτά τα εκτρώματα στις κατά τόπους Τοπικές Αυτοδιοικήσεις και βέβαια στο Κοινοβούλιο.
Και τώρα που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, τώρα που τα τέκνα των νεοελλήνων βρίζουν την προηγούμενη γενιά για την κατάντια που τους επεφύλασσε ταίζοντάς τα φούμαρα, τώρα που οι ίδιοι οι καταστροφείς της χώρας τους και της ζωής τους αλλά και της ζωής όσων ανέκαθεν διαφωνούσαν και αντιδρούσαν στην τακτική τους, βρίζουν τους πολιτικούς τους αντιπροσώπους, αυτοί, οι βουλευτές και κυβερνώντες, συμπεριφέρονται όπως οι ίδιοι οι ψηφοφόροι τους κατά το παρελθόν. Ως γνήσιοι εκπρόσωποί τους, κατά την προ δύο τουλάχιστον χρόνια προεκλογική περίοδο, οι Έλληνες βουλευτές δεν δίστασαν ούτε να στήσουν γυμνά τα οπίσθιά τους στους τραπεζίτες δίνοντας σε αυτούς την πρωτοκαθεδρία στην εξουσία, ούτε να συνεχίσουν να τάζουν μια ανάπτυξη χερίστης πλέον μορφής και ασέβειας για τον τόπο, ούτε βέβαια να σταματούν τον απερίσκεπτο δανεισμό υποθηκεύοντας ακόμα πιο πολλές μελλοντικές γενιές. Το “ας σωθούμε τώρα από τον γκρεμό, έστω και με λάθος τρόπο και μετά βλέπουμε”, που είχε το θράσος να πει στην αγόρευσή του ο Σαμαράς μέσα στη Βουλή ζητώντας την υπερψήφιση της νέας δανειακής σύμβασης, περικλείει σε μια φράση τα πάντα. Όλα όσα επί δεκαετίες οδήγησαν ως εδώ. Το “ας πάρουμε τώρα το διακοποδάνειο να περάσουμε καλά και μετά έχει ο Θεός” του κάθε πικραμένου. Η Ελλάδα του διακοποδάνειου μπορεί να κατέρρευσε βίαια αλλά τα τελευταία της σταγονίδια, αυτά που απέκτησαν εξουσία σε περασμένη ανεπιστρεπτί χαλαρών ηθών εποχή, αντιστέκονται και καθορίζουν ακόμα τη μοίρα της με στόχο να μην την αφήσουν ποτέ να ξεφύγει από το παρελθόν της. Η ζωή όμως προχωρά γοργά, πιο γοργά από πριν, και αναπόφευκτα οι νέες γενιές θα τους εξαφανίσουν.
Γιάννης Μακριδάκης