Οι τίγρεις που έγιναν γουρουνάκια και το νέο αναπτυξιακό πρόγραμμα
- May 22, 2014
- 0 comments
- 0
Του Γιώργου Καλλή
Η κυβέρνηση παρουσίασε το νέο της αναπτυξιακό πρόγραμμα «Ελλάδα 2021». Η ανάπτυξη υποτίθεται ότι θα μας βγάλει από την κρίση, και θα μας επιτρέψει να ξεπληρώσουμε το χρέος. Με τον στόχο της ανάπτυξης συμφωνούν όλες οι πολιτικές παρατάξεις, ακόμα κια αυτές που διαφωνούν με τις πολιτικές του προγράμματος. Τι γίνεται όμως αν η κρίση είναι προϊόν της ίδιας της ανάπτυξης και όχι το αποτέλεσμα της έλλειψης της;
Λίγα χρόνια μπορεί να φανούν αιώνες. Μόλις το 2004, ο Economist εκθείαζε το θαύμα «του Κέλτικου τίγρη», της Ιρλανδίας, και ήθελε να το δει να επαναλαμβάνεται αλλού. Το 2008, χρονιά που έφτασα στη Βαρκελώνη, η Ισπανία του Θαπατέρο πανηγύριζε γιατί το ΑΕΠ της για πρώτη φορά ξεπέρασε αυτό της Ιταλίας. Την ίδια χρονιά το ΔΝΤ μας πληροφορούσε ότι η Ελληνική οικονομία ανθεί και ότι θα παραμείνει ισχυρή και τα επόμενα χρόνια.
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους. Λίγα χρόνια μόλις μετά οι τίγρεις μεταμορφώθηκαν σε «PIGS», γουρούνια δηλαδή, από τα αρχικά της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας στα Αγγλικά. Μετά Χριστόν προφήτες, οι θριαμβολόγοι αναλυτές θυμήθηκαν τώρα τις μικρές επιφυλάξεις τις οποίες υποσημείωναν στις διθυραμβικές εκτιμήσεις τους: η Ελλάδα έκρυβε το αυξανόμενο δημόσιο έλειμμά της, η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν φούσκες στην στεγαστική αγορά. Κατά την κυρίαρχη αφήγηση, μαζί με την λαμπρή ανάπτυξη συνηπήρχαν προβήματα τα οποία οδήγησαν στο τέλος της. Είμαστε σίγουροι όμως ότι τα προβλήματα αυτά ήταν ανεξάρτητα από την ανάπτυξη, και όχι αποτελέσματα ή και προϋποθέσεις της ίδιας της ανάπτυξης;
Είναι πιο εύκολο για μια χώρα που έχει μόνο ένα αυτοκίνητο να τα κάνει δύο από ότι μια χώρα η οποία έχει 1 εκατομμύριο αυτοκίνητα να τα κάνει 2 εκατομμύρια και μετά 4, 8 και ούτω καθ’εξής.
Μελετώντας γιατί κάποιες οικονομίες υπέφεραν πιο πολύ από την κρίση από ότι άλλες, ο Karl Aiginger, διευθυντής του Αυστριακού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας στη Βιέννη, βρήκε στατιστική συσχέτιση μεταξύ της έντασης με την οποία μια χώρα βίωσε την κρίση και του ύψους του δανεισμού της (δημόσιου και ιδιωτικού), καθώς και του εμπορικού ελείμματος πριν από αυτή. Καμία έκπληξη εδώ. Αντιθέτως πολύ πιο ενδιαφέρον και απρόσμενο είναι το εύρημα ότι όσο μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης είχε μια χώρα πριν την κρίση, τόσο πιο έντονη ήταν η ύφεση μετά. Πως έγινε αυτό;Ας μείνουμε στα της Ελλάδας που τα γνωρίζουμε καλύτερα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η χώρα μας γνώριζε μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος . Η στασιμότητα είχε αρχίσει από το 1974 και την πετρελαϊκή κρίση, αλλά οι αναδιανεμητικές πολιτικές της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου και οι επενδύσεις της σε δημόσια αγαθά, με παράλληλη φυσικά αύξηση του χρέους, επέτρεψαν την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του μέσου Έλληνα παρά την στασιμότητα του εθνικού εισοδήματος. Η Ελλάδα δεν διέφερε ριζικά από άλλες ανεπυγμένες οικονομίες του ΟΟΣΑ, οι οποίες από την δεκαετία του 70 και μετά επίσης γνώρισαν πτώση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, μετά το τέλος της «χρυσής» μεταπολεμικής περιόδου. Οι ρυθμοί ανάπτυξης, λέει η οικονομική θεωρία, είναι ταχείς όταν μια οικονομία επανέρχεται από μία καταστροφή ή όταν μια φτωχή συγκριτικά οικονομία, όπως η Κίνα σήμερα, συγκλίνει προς τις πλουσιότερες. Αφού ολοκληρωθεί όμως η βασική διαδικασία ανάπτυξης η τάση είναι για σταθεροποίηση σε έναν χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης. Είναι πιο εύκολο για μια χώρα που έχει μόνο ένα αυτοκίνητο να τα κάνει δύο από ότι μια χώρα η οποία έχει 1 εκατομμύριο αυτοκίνητα να τα κάνει 2 εκατομμύρια και μετά 4, 8 και ούτω καθ’εξής.
Το πως αντέδρασε η κάθε χώρα στις συνθήκες αυτές της δομικής οικονομικής στασιμότητας, εξηγεί το πως βίωσε την κρίση μετά. Για την Ελλάδα, όπως και για τις άλλες συγκριτικά φτωχότερες χώρες της ΕΕ, το ζητούμενο στις αρχές του 90 δεν ήταν απλά η έξοδος από την στασιμότητα, αλλά η «σύγκλιση» με τις μεγαλύτερες οικονομίες ενόψει της επερχόμενης νομισματικής ένωσης. Για την κυβέρνηση Σημίτη, ο στόχος της σύγκλισης αποτέλεσε οδηγό όλων των πολιτικών της. Όντως από το 1995 έως το 2007, οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας κυμάνθηκαν σε εξαιρετικά για ανεπυγμένη οικονομία επίπεδα, της τάξης του 3 με 4% τον χρόνο, με κορύφωση το «Κινέζικο» 6% του 2004, της χρονιάς των Ολυμπιακών αγώνων.
Πως έγινε αυτό το «θαύμα»; Πολύ απλά με την αύξηση του δημόσιου δανεισμού που τροφοδότησε τις κρατικές δαπάνες. Η είσοδος στην ΟΝΕ και το Ευρώ αύξησε την φερεγγυότητα της Ελλάδας και μείωσε το κόστος δανεισμού. Ας μην μας ξεγελάει εδώ το γεγονός ότι οι δημόσιες δαπάνες δεν φαίνεται να αυξήθηκαν ως ποσοστό επί του ΑΕΠ από την χρονιά της εισόδου στην ΟΝΕ έως την κρίση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αυξανόντουσαν οι δημόσιες δαπάνες. Αυξανόντουσαν στον ίδιο ρυθμό με το ΑΕΠ (για αυτό και ο λόγος τους παρέμενε ο ίδιος), κάτι για το οποίο δεν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, εκτός και αν ακριβώς η αύξηση του ΑΕΠ είναι άμεσο αποτέλεσμα της αύξησης των δαπανών.
Δεν κάναμε φυσικά κάτι χειρότερο εμείς από ότι η Ιρλανδία ή η Ισπανία, ή ακόμα από ότι οι ΗΠΑ ή η Μεγάλη Βρετανία, χώρες οι οποίες βασίστηκαν στον ιδιωτικό αντί για τον δημόσιο δανεισμό και τις φούσκες στην αγορά κατοικίας για να διατηρήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεδομένων των ιδαιτεροτήτων της Ελληνικής οικονομίας η οποία περνάει σε μεγάλο βαθμό από το κράτος, εδώ ήταν το κράτος το οποίο δανείστηκε ενώ εκεί ήταν οι εργολάβοι και τα νοικοκυριά. Ρίχνοντας χρήμα το κράτος στην αγορά έφερε τέλος στην περίοδο της στασιμότητας. Το χρήμα διοχετεύτηκε μέσα από τα διάφορα επιχορηγούμενα «Eθνικά προγράμματα ανάπτυξης», τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τις κρατικοδιαίτες εγχώριες ιδιωτικές επιχειρήσεις και τράπεζες που αναπτύχθηκαν, όπως ακριβώς ο κ. Σημίτης ευελπιστούσε, «στον χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».
Επιφανειακά, και έως ούτου έρθει η κρίση, κανείς δεν έβλεπε να πηγαίνει κάτι λάθος, αφού το δημόσιο χρέος, ακόμα και χωρίς τα μαγειρέματα, παρέμενε σταθερό ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Εξού και τα συγχαρητήρια του ΔΝΤ το 2008. Όλη η οικονομία όμως στηριζόταν σε έναν φαύλο κύκλο δανεισμού και ανάπτυξης: δανειζόμασταν για να αναπτυχθούμε και αναπτυσσόμασταν για να διατηρούμε το χρέος στα επίπεδά του. Ο κύκλος έσπασε με την παγκόσμια κρίση που έφερε τέλος στην ανάπτυξη, εκτινάσσοντας ως αποτέλεσμα το κόστος του δανεισμού στα ύψη.
Δεν νομίζω ότι το Ελληνικό κράτος έχει τέτοιο βαθμό ελέγχου της οικονομίας για να καθορίζει πόση ανάπτυξη θέλει και πότε. Αναφέρομαι εδώ κυρίως σε μια δυναμική, και μία συγκυρία καταστάσεων, τις οποίες οι κυβερνήσεις της προ της κρίσης περιόδου σε ένα βαθμό ενθάρρυναν με τις δημόσιες δαπάνες, και σίγουρα δεν προσπάθησαν να σταματήσουν, όπως θα μπορούσαν να κάνουν. Γιατί άλλωστε να το κάνουν; Η ανάπτυξη έφερνε χρήμα στα ισχυρά συμφέροντα, που μέσω των ΜΜΕ, εκλέγουν κυβερνήσεις. Η ανάπτυξη επέτρεπε αύξηση και σύγκλιση των μισθών με την υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία ήταν επιτακτική μετά την δραματική αύξηση του κόστους διαβίωσης που έφερε το Ευρώ. Γιατί μια κυβέρνηση να προσπαθήσει να φρενάρει μια οικονομία η οποία «αναπυσσόταν» και «συνέκλινε», κάτι το οποίο ήταν το ζητούμενο και για το οποίο όλοι την συνέχαιραν;
Δεν φταίει η ίδια η ανάπτυξη θα πει κάποιος, αλλά το γεγονός ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα είχε σαθρές βάσεις. Χρειάζομαστε «υγιή» ανάπτυξη λένε κάποιοι ή «έξυπνη ανάπτυξη» κάποιοι άλλοι. Δυστυχώς δεν γνωρίζω ανεπτυγμένη οικονομία, έξυπνη ή χαζή, η οποία να μπορεί να αναπτύσσεται με 2-3% το χρόνο σε υγιείς βάσεις. Με την κατάρρευση της χρηματοπιστωτικής φούσκας κατέρρευσαν και οι μύθοι περί δηθεν αυξανόμενης παραγωγικότητας των ΗΠΑ την δεκαετία του 90, ή του «τεχνολογικού θαύματος» της Ιρλανδίας. Παρά την επανάσταση στον χώρο της πληροφορικής, και ακόμα και με τις τεράστιες φούσκες που δίνουν πλαστή εικόνα του ΑΕΠ, οι ρυθμοί ανάπτυξης των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες ωχριούν μπροστά σε αυτούς της δεκαετίας του 50 ή του 60. Αν οικονομολόγοι όπως ο Robert Gordon, έχουν δίκιο, η εποχή της διαρκούς ανάπτυξης έχει φτάσει στο τέλος της για τις ανεπτυγμένες οικονομίες . Ακόμα και πολιτικά συντηρητικοί οικονομολόγοι, όπως ο Robert Lucas, που θεωρούν εαυτούς αισιόδοξους σε σύγκριση με τον Gordon προσβλέποντας στην ανεξάντλητη δεξαμενή της τεχνολογικής προόδου, μιλούν για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1.5 με 2% το χρόνο. Για να αρχίσει να μειώνει η Ελλάδα το χρέος, απαιτούνται ρυθμοί ανάπτυξης μεγαλύτεροι του επιτοκίου δανεισμού, δηλαδή του ρυθμού με τον οποίο αυξάνεται το χρέος. Στην καλύτερη των περιπτώσεων ευελπιστούμε σε ένα χαμηλό επιτόκιο της τάξης του 5%, δηλαδή για να αρχίσουμε να μειώνουμε το χρέος χρειαζόμαστε χονδρικά ανάπτυξη μεγαλύτερη του 5%. Ένας τέτοιος αφύσικος ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να επιτευχθεί για λίγο σε μία οικονομία η οποία επανακάμπτει μετά από μια καταστροφή. Για να διατηρηθεί όμως απαιτεί νέες φούσκες και νέα δάνεια. Όπως δείχνει όμως η μελέτη του Aiginger, όσο μεγαλύτερη η φούσκα τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η επόμενη ζημιά.
Όταν ακούω για νέα μεγαλεπήβολα προγράμματα ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού αισθάνομαι σαν να μπήκα στη μηχανή του χρόνου. Η ιστορία επαλαμβάνεται. Δυστυχώς όχι σαν φάρσα, αλλά σαν συνέχιση της τραγωδίας.