Με αφορμή τις επιθέσεις σε Παρίσι και Βρυξέλλες: Ο τζιχαντισμός ως σύμπτωμα των σύγχρονων αδιεξόδων της Δύσης και του μη δυτικού κόσμου
- April 26, 2016
- 0 comments
- 0
Ο τζιχαντισμός δε γεννήθηκε το 2003, αλλά πάει πίσω στη δεκαετία του ’70 και
συνιστά ακραία έκφραση της ανανεωμένης κυριαρχίας του ισλαμισμού εντός του
μουσουλμανικού κόσμου και της αραβικής του υποπεριοχής ειδικότερα. Τότε είναι που –
για λόγους που δε μπορούμε εδώ να συζητήσουμε- καταρρέει ο αραβικός εθνικισμός
(που είχε νεοτερικά, προοδευτικά στοιχεία, έστω στην αυταρχική, «εξαραβισμένη»
εκδοχή τους) και αρχίζει να ξαναπαίρνει κεφάλι ο ισλαμικός διεθνισμός. Τότε είναι που,
σταδιακά, η αντι-ιμπεριαλιστική και αντιαποικιοκρατική ρητορεία του αραβικού
εθνικισμού αρχίζει ν’ αντικαθίσταται από ένα μίσος για τη Δύση, όχι ως μητέρα κάθε
πολιτικής και στρατιωτικής καταπίεσης, αλλά ως λίκνο ακολασίας, βλασφημίας και
αθεΐας. Το ότι, πολύ συχνά -ειδικά μάλιστα πριν την εμφάνιση του ΙΚ- διανθίζαμε αυτό
το μοτίβο και με μια αναφορά στους Παλαιστίνιους δεν αλλάζει τη διαπίστωση: Με την
άνοδο του ισλαμισμού, η αντιδυτική ρητορική χάνει προοδευτικά κάθε πολιτικό
χαρακτηριστικό και μετατρέπεται σε καθαρό θρησκευτικό κήρυγμα. Τα κείμενα των
διάφορων αναλήψεων ευθύνης του ΙΚ είναι χαρακτηριστικά τούτης της σαλαφιστικής
τάσης (δηλαδή αυτού του υπερσυντηρητικού Ισλάμ που κηρύττει την επιστροφή στην
υποτιθέμενα αγνή κι αμόλυντη πίστη των προγόνων μας, των «σαλάφ» αραβιστί): μετά
τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες, λόγου χάριν,ακούσαμε και διαβάσαμε ότι «τα αδέρφια μας
έσπειραν τον τρόμο και σκότωσαν τους άπιστους», ότι στόχος των χτυπημάτων ήταν «η
ταπείνωση των σταυροφόρων της Ευρώπης» και πως «όσο τα F-16 σας συνεχίζουν να
σκοτώνουν μουσουλμάνους, τόσο εμείς θα σας χτυπάμε».
Όσο κι αν εμάς μας φαίνεται αποκρουστική μια επιστροφή σε τόσο
οπισθοδρομικά μοντέλα κατανόησης του κόσμου, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως αυτή
η αλλαγή οπτικής, όσο κι αν συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα κάθε νεοσυντηρητικής
αναδίπλωσης, πλέον αντανακλά και μια βασική πραγματικότητα: αν τη δει κανείς υπό
μια περιγραφική άποψη, η σημερινή Δύση (σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι πριν 4-5
δεκαετίες) συνιστά όντως ένα «λίκνο ακολασίας», εντός του οποίου κυριαρχεί η λατρεία
του χρήματος, ο ψυχαναγκαστικός ευδαιμονισμός, η τρυφηλότητα, το φτηνό σεξ και τα
ναρκωτικά. Πρόκειται για έναν πολιτισμό δίχως πυξίδα, σε ελεύθερη περιδίνηση, που
2
δίνει δίκιο με τις υπερβολές του σε κάθε συντηρητική κι οπισθοδρομική κριτική και
δαιμονοποίηση.
Αυτή είναι, σε κάθε περίπτωση, η πραγματικότητα εντός της οποίας γεννήθηκαν
και μεγάλωσαν οι σημερινοί τζιχαντιστές. Διότι θα πρέπει να τονίσουμε πως, σε αντίθεση
με τους προκατόχους τους που οργάνωσαν κι εκτέλεσαν τα χτυπήματα των αρχών της
δεκαετίας του 2000 (Ν. Υόρκη, Λονδίνο, Μαδρίτη), η σημερινή γενιά τρομοκρατών
απαρτίζεται από δυτικοθρεμμένους μουσουλμάνους, αραβικής ή αφρικανικής
καταγωγής, οι οποίοι είναι λειτουργικώς ενταγμένοι στις κοινωνίες εντός των οποίων
γεννήθηκαν, τις γνωρίζουν και γι’ αυτό τις χτυπούν από τα μέσα -το αν είναι ενταγμένοι
και σε βαθύτερο, πολιτιστικό επίπεδο είναι το ερώτημα που θα μας απασχολήσει στη
συνέχεια. Αντίθετα με τις συνήθεις αναρχικές και αριστερές αναλύσεις, εμείς, όπως
είδαμε, διαφωνούμε με το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η «ριζοσπαστικοποίηση»
αυτών των ατόμων συνιστά προϊόν της κοινωνικής τους περιθωριοποίησης στα περίφημα
«γκέτο» των προαστίων των δυτικών μητροπόλεων. Αυτό το επιχείρημα το υποστήριξε
πριν λίγες μέρες κι ένας ιμάμης του Μόλενμπεκ, προφανώς για να μην αναλάβει τις
ευθύνες του, ως θρησκευτικού ταγού της τοπικής μουσουλμανικής κοινότητας, που
τόσους «ακραίους» μουσουλμάνους έχει γεννήσει.
Μιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα στην προηγούμενη εισήγηση. Εδώ μπορούμε να
προσθέσουμε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, ενδεικτικό της κατάστασης: γιατί έχουμε
ακόμη και ιθαγενείς -δηλαδή μη μεταναστευτικής καταγωγής- δυτικούς ν’ ασπάζονται το
Ισλάμ και να φεύγουν για τη Συρία; Μέχρι κι ένας ελληνοκαναδός σκοτώθηκε στη Συρία
το 2011, ενώ σύμφωνα με στοιχεία που έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει, περίπου 3000
δυτικοί είχαν φύγει για τη Συρία ως και το 2014 (περίπου 80% γεννημένοι μουσουλμάνοι
και 20% «λευκοί» προσήλυτοι). Τέτοια φαινόμενα, μάλιστα, παρατηρούνται στη Γαλλία
ήδη από το ’96 (με την περίφημη «συμμορία του Ρουμπαί», που είχε για αρχηγούς δύο
«λευκούς» προσήλυτους). Τι συμβαίνει εδώ, το νεοπρολεταριάτο ανακάλυψε μια νέα
μορφή ταξικής πάλης;
Προφανώς και όχι. Κι αν καταφεύγουμε στο χιούμορ, είναι γιατί θέλουμε να
δείξουμε την αδυναμία των παραδοσιακών σχημάτων να φωτίσουν τη σημερινή
κατάσταση (κι όταν λέμε «παραδοσιακά σχήματα» εννοούμε την αντιιμπεριαλιστική
ανάλυση, αναφορικά προς τη σχέση της Δύσης με τον μη δυτικό κόσμο σε εξωτερικό
επίπεδο, και το ταξικό σχήμα, σε ό,τι αφορά σην κατάσταση των μεταναστευτικών ή
μεταναστευτικής προέλευσης πληθυσμών εντός της Δύσης -η ανάλυση περί ρατσισμού
συνιστά παραλλαγή αυτού του σχήματος, εφόσον αναπαράγει κι αυτή την ιδέα περί μιας
3
καταπίεσης ή/και εκμετάλλευσης αυτών των πληθυσμών από τους ιθαγενείς συμπολίτες
τους). Όπως φάνηκε κι από το πρώτο κομμάτι της εισήγησης, δίνουμε καίρια σημασία
στον ανθρωπολογικό παράγοντα, τον οποίο θεωρούμε και θεμελιωδέστερο όλων:
πρώτιστο και βασικότερο όλων, με λίγα λόγια, είναι το ανθρωπολογικό επίπεδο, εφόσον
καθορίζει το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου θα εγγραφούν και θα δράσουν το πολιτικό,
το οικονομικό, το έμφυλο, το ταξικό κ.λπ. Φρονούμε, με άλλα λόγια, πως ο σύγχρονος,
δυτικής προέλευσης, τζιχαντισμός συνιστά, μεταξύ άλλων, σύμπτωμα και: α) της γενικής
κρίσης νοήματος που μαστίζει τη Δύση εδώ και κάποιες δεκαετίες, β) της αλλαγής του
είδους της μετανάστευσης από τις μουσουλμανικές χώρες προς τη Δύση που
παρατηρείται από τη δεκαετία του ’80. Πιστεύουμε πως η αλληλοδιαπλοκή των δύο
αυτών παραγόντων εκφράζεται μ’ εκρηκτικό τρόπο στην περίπτωση των δυτικών
ισλαμιστών τρομοκρατών, καταδεικνύοντας, έτσι, άλλη μια πτυχή των γενικότερων
πολιτιστικών αδιεξόδων του σύγχρονου κόσμου -δυτικού και μη.
Ως προς τον πρώτο παράγοντα, δε λέμε κάτι καινούργιο. Ήδη από τη δεκαετία
του ‘50 κοινωνιολόγοι σαν τον Ντέηβιντ Ρίσμαν, στις ΗΠΑ, αλλά και θεωρητικοί σαν
τον Ανρί Λεφέβρ, στην Ευρώπη, τόνιζαν το αίσθημα της ασφυξίας που ένιωθαν πλέον οι
άνθρωποι εντός της Δύσης στην καθημερινή τους ζωή. Ο Καστοριάδης, από την πλευρά
του, μιλούσε ήδη από το 1959 για μια πρωτοφανή κατάρρευση βασικών θεσμών δίχως
τους οποίους καμία κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει (όπως η εργασία, η
εκπαίδευση, οι θεσμοί που ρυθμίζουν τη σεξουαλικότητα και τις σχέσεις ανάμεσα στα
φύλα και τις γενεές). Μιλούσε επίσης για τη συμπαρομαρτούσα φθορά κάθε αξίας, κάθε
σημασίας και σημείου αναφοράς που θα μπορούσε να προσδώσει νόημα στην κοινωνική
ζωή, σε βαθμό που, για πρώτη φορά -όπως στη συνέχεια θα παρατηρούσε κι ο
Κρίστοφερ Λας- αυτοί που πλέον εξεγείρονταν ενάντια στην κατεστημένη κοινωνία δεν
ήταν μόνο -ή δεν ήταν τόσο- οι αποκλεισμένοι από αυτήν, όσο οι ίδιοι οι γόνοι των
ενσωματωμένων ή ακόμη και ανώτερων τάξεών της. Διότι τα κινήματα της δεκαετίας
του ’60 και του ’70 εν τέλει υπήρξαν κινήματα αντι-αστικά (με την πολιτιστική έννοια
του όρου), που έδωσαν τη χαριστική βολή στην καταρρέουσα αστική ηθική και τον
αστικό πολιτισμό γενικότερα, εντός της οποίων η νεολαία της εποχής ασφυκτιούσε. Δεν
υπήρξαν όμως οι φορείς μιας νέας κοινωνικής δημιουργίας, ικανής να δώσει νόημα σ’
αυτή την πρωτόφαντη ελευθερία. Το αποτέλεσμα είναι να κυριαρχεί σήμερα ο
γενικευμένος μηδενισμός: το πλήρες κενό νοήματος, αξιών και προσανατολισμών, που
σε ό,τι αφορά στον αναρχικό, αριστερό, αντιρατσιστικό και φεμινιστικό μας μικρόκοσμο
4
εκλογικεύεται ως «απελευθέρωση», «σπάσιμο των ταμπού», «κριτική της πατριαρχίας»
κ.ο.κ.
Εντούτοις, για πρώτη, ίσως, φορά στην ιστορία, ο πλανήτης κυριαρχείται από μία
μόνο κουλτούρα, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι πως όλες οι αξίες και τα
πρότυπα έχουν καταρρεύσει: κανείς δεν ξέρει πλέον για παράδειγμα τι είναι η
θηλυκότητα κι η αρσενικότητα, τι σημαίνει να ‘σαι παιδί και τι γονιός κι ενήλικας,
γενικότερα, τι είναι άξιο να επιδιώκει κανείς στη ζωή του και τι όχι. Μπορεί όλα αυτά να
φαντάζουν διασκεδαστικά σε αυτογκετοποιημένους «ριζοσπάστες» και «ριζοσπάστριες»
ακαδημαϊκούς αλλά και χιποχιπστεροελευθεριακούς χώρους, ωστόσο για τον μέσο
άνθρωπο μια τέτοια κατάσταση καθίσταται ολοένα και πιο ανυπόφορη. Γι’ αυτό και
βασικό πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου, όλο και περισσότερο, καθίσταται αυτό που θα
μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε ταυτοτική δυσφορία: το βαθύ και υπαρξιακό άγχος για το
ποιοι και ποιες είμαστε, που πάμε και τι νόημα έχει αυτή η ζωή που δε μας παρέχει την
παραμικρή ευχαρίστηση. Τούτο το αίσθημα γενικευμένης εκρίζωσης, υποκειμενική
έκφραση του κυρίαρχου κενού νοήματος και αξιών, μόνο τεχνητά μπορεί και καλύπτεται
από την κατανάλωση και τη βιομηχανία της διασκέδασης: «λάιβ», «φεστιβάλ», γήπεδο,
ναρκωτικά, «κάψιμο» με το Ίντερνετ, τα σόσιαλ μήντια και τις «σειρές», ένταξη σε
υποκουλτούρες κάθε είδους, διαρκές παρτάρισμα και πάει λέγοντας. Και αυτό κυρίως
στις τάξεις των πιο «λόγιων», χίπστερ και «μορφωμένων» στρωμάτων της κοινωνίας και
της νεολαίας. Ο μέσος λαϊκός αλλά και ενήλικας άνθρωπος, όμως, που δεν έχει τέτοιες
δυνατότητες αυτοεξαπάτησης, σε διανοητικό επίπεδο, αλλά και πρόσβασης –σε υλικό και
κοινωνικό επίπεδο- στο σύμπαν αυτό της πολιτιστικής κατανάλωσης και της κουλτούρας
της διασκέδασης (με την εξαίρεση του γηπέδου), νιώθει όλο και περισσότερο αυτή την
ταυτοτική αγωνία ως κεντρικό του πρόβλημα. Η γενικευμένη άνοδος της Ακροδεξιάς
εντός της Δύσης θα πρέπει να ειδωθεί ως λανθασμένη και μάταιη προσπάθεια απάντησης
σε αυτό το απειλητικό κενό.
Είναι προφανές πως, όσο πιο συντηρητικός είναι κάποιος, τόσο περισσότερο
νιώθει ν’ απειλείται από αυτήν την πρωτοφανή κατάρρευση κάθε αξίας και σημείου
αναφοράς. Φανταστείτε πως νιώθει ο μέσος μουσουλμάνος που μας βλέπει ν’
ασχολούμαστε, σ’ επίπεδο επίσημων μήντια, με τους γλουτούς της Κιμ Καρντάσιαν, τις
«φέτες» του Κριστιάνο Ρονάλντο ή τα μπούγκα-μπούγκα πάρτι του συντρόφου
Μπερλουσκόνι -για να μη μιλήσουμε για την πορνογραφία, τα ναρκωτικά, την εξύμνηση
του εγκλήματος από μουσικά είδη σαν το ραπ αλλά κι ένα μεγάλο μέρος της
χολυγουντιανής παραγωγής (βλ. τις γκανγκστερικές και μαφιόζικες ταινίες) και τη
5
γενικότερη κυριαρχία μιας κουλτούρας ευδαιμονισμού και διαρκούς εορταστικότητας
(όπως το έθετε ο γάλλος συγγραφέας Φιλίπ Μυρέ). Ένας άνθρωπος που μεγάλωσε μέσα
σε μια παραδοσιακή, αγροτική κοινωνία, με αυστηρούς κώδικες ηθικής, έρχεται στη
Δύση και τρελαίνεται μέσα σ’ αυτό το χάος ασωτίας, καλοπέρασης κι ελευθεριότητας,
όπου καταργούνται καθημερινά όλα όσα ο ίδιος θεωρούσε «φυσικά» και «κανονικά»
(από το ότι η θρησκεία θα πρέπει να έχει κεντρική θέση στη ζωή του ανθρώπου μέχρι το
ότι οι άνδρες δεν παντρεύονται μεταξύ τους).
Η θέση, δε, των νεαρών πρωταγωνιστών του σημερινού τζιχαντισμού είναι ακόμη
πιο δεινή. Διότι τα παιδιά αυτά, για λόγους που θα εξετάσουμε ευθύς αμέσως,
ενσαρκώνουν μέσα τους αμφότερες τις δύο αυτές, εντελώς αντιφατικές λογικές: από τη
μια μεριά, την παραδοσιακή τους κληρονομιά, τόσο σε πολιτιστικό όσο και σε
θρησκευτικό επίπεδο (δηλαδή μια έμφαση στην υπευθυνότητα, την πειθαρχία και την
σπάνη των επιλογών) και, από την άλλη, μια ακραία εκδοχή της σημερινής κοινωνίας της
κατανάλωσης (δηλαδή μια εξύμνηση της γενικευμένης ανευθυνότητας –βάσει της
κουλτούρας του εύκολου χρήματος-, της απειθαρχίας -μέσω του αισθήματος πως η
κοινωνία μας χρωστάει- αλλά και της υπερπληθώρας επιλογών). Το γεγονός πως τα
περισσότερα από αυτά τα παιδιά υιοθετούν ακραίες και υπερσυντηρητικές εκδοχές
σαλαφιστικού Ισλάμ, τις οποίες μαθαίνουν όχι μέσα από την επαφή με γηραιότερους
πιστούς ή Ιμάμηδες, αλλά από το Ίντερνετ (δηλαδή από την κατεξοχήν, θα λέγαμε,
τεχνική δημιουργία του σύγχρονου καταναλωτικού-εορταστικού πολιτισμού της Δύσης!),
αποδεικνύει πως πρόκειται εδώ για μια απέλπιδα προσπάθεια διευθέτησης εκρηκτικών
εσωτερικών αντιφάσεων. Το γεγονός πως τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά, πριν
μεταστραφούν σε αυτού του είδους το Ισλάμ, διήγαν ζωές που πήγαιναν στο άλλο άκρο
(κυνήγι του εύκολου χρήματος μέσω της μικροεγκληματικότητας, υιοθέτηση της
κουλτούρας της διασκέδασης και της υλικής ευμάρειας, ναρκωτικά κ.λπ.) δείχνει πως η
μεταστροφή τους στο τζιχαντιστικό Ισλάμ συνιστά απόπειρα πλήρωσης του κενού
νοήματος που τους ταλανίζει· το ίδιο ισχύει βέβαια και για το πολύ μικρό χρονικό
διάστημα που συχνά χρειάζονται για να «περάσουν στη δράση» μετά τη
«ριζοσπαστικοποίησή» τους (ορισμένες φορές πρόκειται για λίγους μήνες μόνο).
Αποτελούν, βέβαια, όλα αυτά και απέλπιδα προσπάθεια απάντησης στην ταυτοτική
κρίση που βιώνουν αυτοί οι νέοι όπως βέβαια και αποκάθαρσής τους από τον πρότερο
«μιαρό» τους βίο: είμαστε Άραβες ή τέκνα αυτής της παρακμιακής κι εκφυλισμένης
Δύσης; Είμαστε σωστοί Μουσουλμάνοι, εμείς που, πάμε τις Παρασκευές στο τζαμί, αλλά
όλη την υπόλοιπη βδομάδα μαζεύουμε λεφτά για να νοικιάσουμε ακριβά αυτοκίνητα το
σαββατοκύριακο και να πάμε για κλάμπινγκ στ’ ακριβά μαγαζιά της πόλης;
Για να καταλάβουμε την ένταση με την οποία τίθενται αυτά τα ερωτήματα και
την οξύτητα που παίρνουν, πρέπει ν’ αναφερθούμε σ’ αυτό το σημείο σ’ έναν παράγοντα
που μόνο ακροθιγώς αναφέραμε ως τώρα: την αλλαγή του είδους μετανάστευσης που
παρατηρείται εντός της Δύσης κατά τη δεκαετία του ’80 και αντανακλά τους
μετασχηματισμούς πολλών μη δυτικών κοινωνιών, όπως οι αραβικές, τους οποίους
σχολιάσαμε στην προηγούμενη εισήγηση. Αν, λοιπόν, μετά το τέλος της αποικιοκρατίας
η κλασική μορφή του άραβα ή αφρικανού μετανάστη στη Γαλλία ή το Βέλγιο ήταν ο
νέος άνδρας, που ερχόταν μόνος του προκειμένου να δουλέψει στα εργοστάσια ή στα
ορυχεία της πρώην μητρόπολης, σήμερα έχουμε ολόκληρες οικογένειες που
μεταναστεύουν εν συνόλω. Πρόκειται για μια αλλαγή με θεμελιώδεις συνέπειες: από εκεί
που ο ανύπαντρος άνδρας, αν κατάφερνε να εγκατασταθεί, είχε πολλές πιθανότητες να
παντρευτεί σύζυγο είτε ιθαγενή είτε διαφορετικής μεταναστευτικής καταγωγής, σήμερα
έρχεται ήδη ενταγμένος σ’ έναν αρκετά πυκνό περίγυρο (αν αναλογιστεί κανείς και το
μέγεθος της μέσης, π.χ., αραβικής οικογένειας εν συγκρίσει με την πυρηνική ή και
μονογονεϊκή δυτική της ομόλογο). Έτσι το ζήτημα της ένταξής του στην κοινωνία
υποδοχής σχεδόν δεν τίθεται καν πλέον. Μαρτυρά γι’ αυτό η πτώση των ποσοστών
μεικτών γάμων σε χώρες όπως η Γαλλία. Πλέον η οικογενειακού τύπου μετανάστευση
λαμβάνει μορφή σωστής μετακίνησης πληθυσμών, οι οποίοι, αντί να «διαλύονται» εντός
του σώματος της κοινωνίας υποδοχής, συνιστούν συμπαγείς μικροκοινωνίες, εντός της
κυρίαρχης κοινωνίας, οι οποίες απλώς μεταφυτεύουν αυτούσιο, σε ξένο έδαφος, τον
παραδοσιακό τρόπο ζωής τους.
Εν τω μεταξύ οι αρνητικές συνέπειες του φαινομένου εντείνονται περαιτέρω
εξαιτίας του γενικότερου πολυπολιτισμικού τσουβαλιάσματος. Δηλαδή όχι μόνο οι
άνθρωποι αυτοί έρχονται στη Δύση μαζί με όλη τη φατρία, αλλά αναγκάζονται να
συμβιώσουν με άλλες φατρίες, από άλλες χώρες, αντίστοιχα αυτογκετοποιημένες, με τις
οποίες δεν μοιράζονται την ίδια κουλτούρα. Αποτέλεσμα αυτού είναι η όξυνση της
πολιτισμικής περιχαράκωσης, η διάχυτη καχυποψία, ένα κλίμα έντασης ιδιαίτερα
αισθητό στις λαϊκές γειτονιές των δυτικών μητροπόλεων και κυρίως στα προάστια. Είναι
προφανές πως αυτή η κατάσταση δεν συνιστά κοινωνία, αληθινή ανθρώπινη κοινότητα,
αλλά μια απρόσωπη μάζα. Είμαστε πάρα πολύ μακριά από την συνύπαρξη ατόμων που
μοιράζονται μια κοινή μοίρα, κοινές επιθυμίες ή έστω κοινά ταξικά συμφέροντα…
Μπορεί εδώ να δίνουμε τέτοια έμφαση σε παράγοντες που συνδέονται με την
εντός της Δύσης κατάσταση, ωστόσο δε θα πρέπει να ξεχνάμε αυτά που ειπώθηκαν στην
προηγούμενη εισήγηση σχετικά με τον ρόλο των εγγενών αδιεξόδων του ισλαμικού
κόσμου στην εμφάνιση του σύγχρονου τζιχαντισμού. Έχει σημασία να τονίζουμε την
αλληλοδιαπλοκή «εσωτερικών» (δηλαδή ενδοδυτικών) και «εξωτερικών» παραγόντων.
Διότι, ακόμη και στα πλαίσια αναλύσεων που ξεφεύγουν από το απλοϊκό μοντέλο της
περιθωριοποίησης και του ρατσισμού, παρατηρείται μια τάση να δίνουμε μεγάλη έμφαση
σε εσωτερικούς παράγοντες προκειμένου να βγάλουμε λάδι το Ισλάμ και τις
μουσουλμανικές κοινωνίες και να τα φορτώσουμε όλα στην επάρατη Δύση. Στη Γαλλία,
λόγου χάριν, εξελίσσεται δημόσια διαμάχη τον τελευταίο καιρό ανάμεσα στους θιασώτες
της ιδέας μιας «ισλαμοποίησης του ριζοσπαστισμού» και τους επικριτές τους, οι οποίοι
υποστηρίζουν το σενάριο μιας «ριζοσπαστικοποίησης του Ισλάμ». Με άλλα λόγια, το
πρώτο στρατόπεδο ισχυρίζεται πως ο τζιχαντισμός συνιστά υποκατηγορία μιας
γενικότερης τάσης «ριζοσπαστικοποίησης» της δυτικής νεολαίας, κατά τρόπον ώστε ο
Αμπντελσλάμ να είναι φαινόμενο της ίδιας φύσης με τους Μπάαντερ-Μάινχοφ και τη
ΣΠΦ. Οι αντίπαλοί του, από την άλλη πλευρά -και ορθά, θα συμπληρώναμε εμείς-
υποστηρίζουν πως έχουμε εδώ μια έμμεση προσπάθεια να δώσουμε άφεση αμαρτιών στο
Ισλάμ, στα πλαίσια μιας πολυπολιτισμικής και αντιρατσιστικής πολιτικής ορθότητας, η
οποία φοβάται ν’ ασκήσει κριτική στους μη δυτικούς λαούς μήπως και κατηγορηθεί ως
ρατσιστική και ξενόφοβη (και η οποία εν προκειμένω ξεπετά το ζήτημα του τζιχαντισμού
με αφορισμούς του τύπου «το Ισλαμικό Κράτος δεν έχει σχέση με το Ισλάμ, είναι μια
μεταμοντερνιά» ή «το ΙSIS είναι απότοκο του δυτικού Θεάματος» κ.λπ).
Είναι προφανές όμως πως, με το να συμπεριφερόμαστε στους μη δυτικούς λαούς
λες κι είναι νήπια ή άμωμοι άγγελοι, απλώς ενδυναμώνουμε τον εθνικισμό τους αλλά και
τη -χαρακτηριστική σε πλήθος από αυτούς, μεταξύ των οποίων κι οι Έλληνες- ιδέα πως
οι ίδιοι δε φταίνε σε τίποτε, λες κι είναι τα διαρκή θύματα της Ιστορίας. Πώς όμως
μπορεί ένας λαός ν’ αλλάξει και να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του, αν θεωρεί πως για
όλα του τα δεινά ευθύνεται πάντοτε κάποιος άλλος κι έχει τη συνήθεια να ερμηνεύει την
ιστορία βάσει του σχήματος της διαρκούς εναντίον μας συνωμοσίας;