Κρίστοφερ Λας: Η ιδέα της προόδου υπό επανεξέταση
- August 11, 2017
- 0 comments
- 0
Μετάφραση: Παναγιώτης Καρλαγάνης
Μια κοσμική θρησκεία;
Η ιδέα της προόδου, σύμφωνα με μια ευρέως αποδεκτή ερμηνεία, αντιπροσωπεύει μια εκκοσμικευμένη εκδοχή της χριστιανικής πίστης στην Θεία Πρόνοια. Στον αρχαίο κόσμο, όπως μας λένε, πίστευαν σε μια κυκλική αντίληψη της ιστορίας ενώ ο Χριστιανισμός προσδιόρισε μια σαφώς καθορισμένη πορεία, από την πτώση του ανθρώπου μέχρι την τελική λύτρωση του. «Δεν είναι τυχαίο» έγραψε ο Carl Becker το 1921, «ότι η πίστη στην πρόοδο και η ανησυχία για τις «επόμενες γενιές» αυξάνονται όσο η πίστη στη Θεία Πρόνοια και η ανησυχία για τη μελλοντική ζωή φθίνουν. Η πρότερη πίστη -ψευδαίσθηση εάν προτιμάτε- είναι η αποζημίωση του ανθρώπου για την απώλεια της δεύτερης».
Χάρη στο χριστιανικό του υπόβαθρο, ο δυτικός κόσμος ήταν εύκολο να φανταστεί την ιστορία ως μια «διαδικασία που γενικά κινείται προς τα εμπρός με μια σειρά από μεγαλειώδη στάδια», όπως εξήγησε ο Ernest Lee Tuveson. Για τους ιστορικούς του εικοστού αιώνα, που ήταν επιφυλακτικοί σχετικά με την αξία της θρησκείας σε οποιαδήποτε μορφή της, η κατανόηση της χριστιανικής προέλευσης της προοδευτικής ιδεολογίας αποκαλύπτει τη «ριζική ασυνέπεια» στον πυρήνα της, σύμφωνα με τα λόγια του Becker, την αστήρικτη υπόθεση του «αμετάκλητου» της ιστορίας. Σχεδόν όλοι τώρα συμφωνούν ότι η πρόοδος -στην ουτοπική της μορφή τουλάχιστον- είναι μια «δεισιδαιμονία» που έχει «σχεδόν φθαρεί» όπως ο Dean William Ralph Inge το έθεσε το 1920· τώρα μπορούμε να κατανοήσουμε τις θρησκευτικές της ρίζες σε μεγάλο βαθμό επειδή «η ιδέα έχει αρχίσει να χάνει την επιρροή στο νου της κοινωνίας», όπως ο Christopher Dawson επεσήμανε λίγα χρόνια αργότερα· και η ελπίδα για κάποια τελική κατάσταση επίγειας τελειότητας, με λίγα λόγια, αποτελεί «την πιο νεκρή ιδέα από όλες» όπως ο Λιούις Μάμφορντ έγραψε το 1932 — «κεντρική έννοια που διαλύθηκε ολοσχερώς από την εμπειρία των γεγονότων του εικοστού αιώνα».
Οι ουτοπικές οπτικές του μέλλοντος απαξιώθηκαν οριστικά εξαιτίας της συσχέτισής τους με τα ολοκληρωτικά κινήματα που ήρθαν στην εξουσία τη δεκαετία του τριάντα. H προσδοκία για τη Χιλιετή Βασιλεία του Θεού στη Γη, που είχε ρίζες στη χριστιανική παράδοση, φαίνεται να είχε εφοδιάσει τη σύγχρονη βαρβαρότητα με ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής ενέργειάς της. «Κάποιος πιο προσεκτικός συγκρίνει τα ξεσπάσματα του μαχητικού κοινωνικού χιλιασμού κατά τον ύστερο Μεσαίωνα με τα σύγχρονα ολοκληρωτικά κινήματα», έγραψε ο Νόρμαν Κον, «το πλέον αξιοσημείωτο είναι οι ομοιότητες που εμφανίζονται». Οι φασίστες και οι κομμουνιστές αντικατέστησαν τις υπερφυσικές εξηγήσεις της ιστορίας με τις κοσμικές εξηγήσεις, αλλά προσκολλήθηκαν στην αποκαλυψιακή φαντασία ότι μια τελική, αποφασιστική μάχη θα εδραίωνε την απόλυτη δικαιοσύνη και την τέλεια ευδαιμονία. «Αυτό που κάποτε απαιτούνταν από ‘το θέλημα του Θεού’ τώρα αξιώνεται από το ‘σκοπό της ιστορίας’ «.
Η πίστη στην πρόοδο ως το αντίδοτο στην απελπισία
Η κατάρρευση της ουτοπίας κατέστησε σαφές ότι η πίστη στη πρόοδο θα μπορούσε να διασωθεί -και οι ίδιες καταστροφές που απαξίωσαν τις ουτοπικές ελπίδες φάνηκαν να καθιστούν ακόμα σημαντικότερο να σωθεί κάποια μορφή ελπίδας- μόνο αποκηρύσσοντας τη χροιά της τελειομανίας.[2] «Ο κόσμος σήμερα πιστεύει στη πρόοδο», δήλωσε κατηγορηματικά ο Sidney Pollard το 1986, επειδή «η μόνη δυνατή εναλλακτική έναντι της πίστης στη πρόοδο θα ήταν η απόλυτη απόγνωση». Η πίστη στην πρόοδο δεν μπορούσε πλέον να στηρίζεται στο όραμα της τελειότητας του ανθρώπου. Αλλά μια πιο μετριοπαθής αντίληψη της προόδου δεν ήταν μόνο δυνατή μα και απαραίτητη για την «επιβίωση» της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως ο E. H. Carr το έθεσε το 1963. Δεδομένου ότι «μια τέτοια αντίληψη» από μόνη της μπορούσε «να πείσει τη σημερινή γενιά να κάνει θυσίες για τις μελλοντικές γενιές,» ο Carr πρότεινε ένα απόλυτα εκκοσμικευμένο δόγμα περί «απεριόριστης προόδου». Χωρίς να αξιώνεται το τέλος της ιστορίας, ο ίδιος υποστήριξε, άνδρες και γυναίκες θα μπορούσαν να προσβλέπουν σε βελτιώσεις «που δεν υπόκεινται κανένα όριο.. που μπορούμε να φαντασθούμε, πετυχαίνοντας στόχους οι οποίοι μπορούν να ορισθούν μόνο αν τους πλησιάσουμε. Μόνο οι διανοούμενοι αμφισβήτησαν την πραγματικότητα της προόδου. Η κατάσταση των μαζών έχει αναμφισβήτητα βελτιωθεί. Η «απλή συσσώρευση των πόρων», χωρίς αμφιβολία , δεν ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει την πίστη στην πρόοδο αν δεν έφερε «αυξημένη τεχνική και κοινωνική γνώση,…αυξημένη κυριαρχία του ανθρώπου στο περιβάλλον». Αλλά η πρόοδος υπό αυτήν την ευρύτερη έννοια, επιμένει ο Carr, δεν θα μπορούσε ακόμα να αποκλειστεί.
Οι παρατηρήσεις του αποτελούν παράδειγμα της κυρίαρχης άποψης επί του θέματος. Αν «η πίστη στην πρόοδο που έχει επιδείξει μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα κατά τον εικοστό αιώνα στην Αμερική» όπως σημείωσε ο Clarke Chambers το 1958 συμβαίνει γιατί φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές την έχουν αποκόψει από τη «γη της επαγγελίας των φιλοσόφων του 18ου αιώνα» και τη συνέδεσαν με τους σκοπούς της δημοκρατίας και της αφθονίας, κάνοντας την ρεαλιστικότερη. Κανείς πια δεν ισχυρίζεται ότι η πρόοδος είναι αναπόφευκτη ή ότι η κατάληξη θα είναι κάποια κατάσταση οριστικής τελειότητας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ηθική βελτίωση δεν καταφέρνει συνήθως να συμβαδίσει με την υλική καλυτέρευση. Όμως, η γενική αύξηση του βιοτικού επιπέδου είναι προφανώς επιθυμητή από μόνη της. Το «προσδόκιμο ζωής διαρκώς επεκτείνεται», έγραψε ο Charles Frankel πριν από καιρό, ο αναλφαβητισμός «σταδιακά εξαλείφεται», η εργασία έγινε λιγότερο κοπιαστική, ο ελεύθερος χρόνος αυξήθηκε και οι «βασικές συνθήκες της ανθρώπινης διαβίωσης », με λίγα λόγια, «άλλαξαν προς το καλύτερο» και «άλλαξαν πιο ριζικά τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια από ό,τι σε ολάκερη τη διάρκεια της ιστορίας πριν από αυτή την εποχή». [3] Το γεγονός της τεχνολογικής προόδου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με απλό τρόπο, σύμφωνα με τον Barrington Moore, και «συνοδεύεται από αλλαγές στην κοινωνική δομή» που παρέχουν τα «προαπαιτούμενα για την ελευθερία». Οι υλικές ανέσεις δεν εγγυώνται μια καλή ζωή, αλλά μια καλή ζωή είναι αδύνατη χωρίς αυτές. Η καλυτέρευση με υλικούς όρους, επιπροσθέτως, μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη της άρνησης να γίνουν ανεκτές συνθήκες που θεωρούνταν στο παρελθόν δεδομένες — φτώχεια, πείνα, επιδημίες, ανισότητα, φυλετική μισαλλοδοξία. «Παρά την δυσκολία εξισορρόπησης κερδών και απωλειών», ισχυρίστηκε ο Morris Ginsberg το 1953, τα ανθρωπιστικά συναισθήματα «κερδίζουν δύναμη… Σε καμία προηγούμενη εποχή δεν έγιναν τόσα πολλά για την ανακούφιση του πόνου και την κατάργηση της φτώχειας, των ασθενειών και της αμάθειας σε όλα τα μέρη της γης.» Ο A. J. Ayer επίσης βλέπει το «μέσο άνθρωπο» σαν «πιο ανθρωπιστή, πιο ειρηνικό και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη συγκριτικά με το πως ήταν πριν από έναν αιώνα.»
Η πρόοδος είναι η «λειτουργική πίστη του πολιτισμού μας», έγραψε ο Christopher Dawson το 1929. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς συμφωνούν. «Καμία ιδέα δεν είναι σημαντικότερη στο δυτικό πολιτισμό,» ο Robert Nisbet υποστηρίζει. «… Αυτή η ιδέα έχει κάνει περισσότερο καλό κατά τη περίοδο των τελευταίων 250 ετών… και έχει δώσει περισσότερη δύναμη στην ανθρώπινη ελπίδα… από ό,τι οποιαδήποτε άλλη ιδέα στην ιστορία της Δύσης». [4] Ο J. Η Plumb συμπλέει με τον Nisbet στην υπεράσπιση της ιδέας της προόδου ως «μεγάλη ανθρώπινη αλήθεια». Ο Warren Wagar καταφέρεται εναντίων «των νεο-Αυγουστινικών θεολόγων, των σκοταδιστών και όλων των θεοσεβούμενων και μυστικιστών» που αμφισβητούν την ικανότητα της ανθρωπότητας να κυριαρχήσει. Ο A. J. P. Taylor, μαζί με τον Wagar και τον Carr, απορρίπτει την πολιτισμική απαισιοδοξία ως μια ιδιορρυθμία των απογοητευμένων διανοουμένων. H συζήτηση σχετικά με την παρακμή του πολιτισμού, λέει ο Taylor, σημαίνει μόνο ότι «οι καθηγητές πανεπιστημίου που συνήθιζαν να έχουν υπηρετικό προσωπικό, τώρα πρέπει να κάνουν τη λάτζα μονοί τους».
[1] Από το «Ο Μόνος και Αληθινός Παράδεισος: Η πρόοδος και οι επικριτές της» σελ. 40 – 44
[2] Στην σημαντικό βιβλίο του «Ιδεολογία και ουτοπία», που δημοσιεύθηκε το 1937, ο Καρλ Μάνχαϊμ έδωσε φωνή σε μια ανησυχία που συμμερίζονταν και πολλοί άλλοι. Θα μπορούσε η κατάρρευση της ψευδαίσθησης για την ουτοπία να στερήσει από τους άνδρες και τις γυναίκες το κίνητρο να κάνουν σχέδια για το μέλλον; Έχοντας αποδώσει την ιδέα της προόδου, με τον συνήθη τρόπο, στη χιλιαστική παράδοση του Χριστιανισμού η οποία ενθάρρυνε τους κληρονόμους να οραματιστούν την «ολοκλήρωση του παρελθόντος στο μέλλον», ο Μάνχαϊμ ανίχνευσε την ανάπτυξη μιας «σκεπτικιστικής», «πεζής» και «κοινής» νοοτροπίας που υπονόμευε την ιδέα της ιστορικής ολοκλήρωσης και έτσι επέφερε » μια γενική καθίζηση στην ορμητικότητα της ουτοπίας». Σε αντίθεση με εκείνους που χαιρέτισαν αυτή την εξέλιξη, ο Μάνχαϊμ αναρωτήθηκε αν ο σύγχρονος κόσμος θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα χωρίς πίστη σε μια μελλοντική ουτοπία. «Μια αφαίρεση του χιλιαστικού στοιχείου από την μέση κουλτούρα και πολιτική … θα αφαιρούσε από τον κόσμο το νόημα της ζωής». Θα οδηγούσε στην «αποσύνθεση της ανθρώπινης θέλησης». Χωρίς «ιδανικά», ο άνθρωπος θα εξελιχτεί σε ένα «πλάσμα έρμαιο των παρορμήσεων». Η ουτοπία παρέμενε μια πολιτισμική και ψυχολογική αναγκαιότητα, ακόμα και αν πλέον φαίνονταν να μην έχει οποιαδήποτε στέρεα βάση στην πραγματικότητα.
Οι πιο πρόσφατοι υπερασπιστές της ιδέας της προόδου τείνουν να απορρίψουν την υπόθεση του Μάνχαϊμ ότι οι προσδοκίες για τη Χιλιετή Βασιλεία του Θεού στη Γη είναι τα μόνα θεμέλια στα οποία μπορεί να βασιστεί η πίστη στην πρόοδο. Όπως ελπίζω να αναδείξω, η ιστορία της προοδευτικής ιδεολογίας παρέχει σημαντική υποστήριξη στη θέση τους. Το αν η πίστη στην πρόοδο παρέχει τη μόνη πιθανή πηγή «ιδανικών» και ελπίδας, είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Μια κεντρική υπόθεση του επιχειρήματός μου είναι ότι όχι.
[3] «Το όραμα πίσω από τον φιλελευθερισμό», σημείωσε ο Frankel, «είναι το όραμα ενός κόσμου που σταδιακά απελευθερώνεται με την ανθρώπινη δύναμη από τα συνηθισμένα δεινά του: την φτώχεια, τις ασθένειες, την αμάθεια… Για να διατηρηθεί η φιλελεύθερη αντίληψη της ιστορίας [πάντα] χρειάζεται και η πιστή στην «πρόοδο».
[4] Ο Nisbet θεωρεί ανησυχητικό το γεγονός ότι η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται μια «σχεδόν άγονη πίστη στη πρόοδο», εμμονική με «τα όρια της ανάπτυξης» και τα «όρια της επιστημονικής έρευνας». Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνοι που μιλούν για όρια στην ανάπτυξη και την επιστημονική έρευνα παραμένουν μια μικρή μειοψηφία. Ακόμη και ο Barry Commoner, ίσως ο πιο σημαντικός περιβαλλοντολόγος στις Ηνωμένες Πολιτείες, απορρίπτει την ιδέα ότι η οικολογία εξαρτάται από τον «περιορισμό της οικονομικής ανάπτυξης». Η προσέγγιση σχετικά με τα «όρια της ανάπτυξης», ισχυρίζεται ο Commoner, στηρίζεται στην «εσφαλμένη αντίληψη» ότι η γη είναι ένα «κλειστό σύστημα, απομονωμένο από εξωτερικές πηγές υποστήριξης και στηρίζεται αναγκαστικά μόνο στους δικούς της περιορισμένους πόρους».
Αναδημοσίευση από το christopherlaschgreek.blogspot.gr