Γιατί στρουθοκαμηλίζουμε με το κλίμα
- November 16, 2014
- 0 comments
- 0
Γιώργος Καλλής
Δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα η πέμπτη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής του Ο.Η.Ε. για την Αλλαγή του Κλίματος (I.P.C.C.) (http://www.ipcc.ch). Το I.P.C.C. αποτελείται από τους πλέον σημαίνοντες επιστήμονες που μελετούν την κλιματική αλλαγή. Ευθύνη τους, η συνολική και συλλογική αξιολόγηση της βιβλιογραφίας και των πλέον πρόσφατων ερευνών. Όπως και στις προηγούμενες εκθέσεις, τα συμπεράσματα της Επιτροπής δεν σηκώνουν αμφιβολία. Το κλίμα αλλάζει. Η ανθρωπότητα ευθύνεται γι’ αυτό. Και αν δεν κάνουμε κάτι άμεσα, ή ακριβέστερα τώρα, διακινδυνεύουμε ένα μέλλον στο οποίο ακραίες καταστροφές όπως ο τυφώνας Κατρίνα, οι πλημμύρες που έπληξαν τα Βαλκάνια ή οι μακρές περίοδοι ξηρασίας που κάθε τόσο πλήττουν τη Μεσόγειο θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Τα οικοσυστήματα θα απορρυθμιστούν, η εξασφάλιση της αναγκαίας τροφής για τις ανάγκες του πληθυσμού του πλανήτη θα είναι επισφαλής, ενώ το λιώσιμο των παγετώνων και η αύξηση της στάθμης της θάλασσας θα καταστήσει ακατοίκητο μεγάλο μέρος των ακτών και των νησιών.
Μπροστά στο φάσμα αυτών των βιβλικών καταστροφών τι κάνουμε; Απολύτως τίποτα. Οι παγκόσμιες διακυβερνητικές διασκέψεις για το κλίμα υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. ακολουθούν η μία την άλλη, χωρίς καμία ουσιαστική συμφωνία ή δράση. Οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου συνεχίζουν να αυξάνονται, ακολουθώντας παρά πόδας το παγκόσμιο Α.Ε.Π. και καταρρίπτοντας κάθε χρόνο νέα ρεκόρ (http://www.epa.gov/climatechange/ghgemissions/global.html). Αν κάψουμε όλο το αντλήσιμο πετρέλαιο που ήδη έχουμε βρει κάτω από τη γη (και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι δεν σκοπεύουμε να το κάνουμε), θα πρέπει να αποχαιρετήσουμε και το κλίμα όπως το ξέρουμε.
Κανονικά θα έπρεπε να είμαστε όλοι στους δρόμους και να αγωνιζόμαστε να σταματήσει η επερχόμενη αυτή καταστροφή. Εκτός όμως από τους αφοσιωμένους οικολόγους που διαμαρτύρονται έξω από τις διασκέψεις του Ο.Η.Ε. (http://klimaforum.org) ή τον Λευκό Οίκο (http://peoplesclimate.org) ή τους λίγους γενναίους ακτιβιστές που κατασκηνώνουν έξω από εργοστάσια άνθρακα και προσπαθούν να σταματήσουν την εξόρυξη βρόμικου πετρελαίου στον Καναδά (http://tarsandsaction.org), ή, πιο τολμηρά, στη Ρωσία (http://en.wikipedia.org/wiki/Greenpeace_Arctic_Sunrise_ship_case), η μεγάλη και σιωπηρή πλειοψηφία όλων μας, οι περισσότεροι πολιτικοί σχηματισμοί και ακόμα και τα πιο προοδευτικά κοινωνικά κινήματα προτιμούν να μη σκέφτονται την κλιματική αλλαγή.
Γιατί;
Πρώτον, γιατί η κλιματική καταστροφή τοποθετείται στο απώτερο μέλλον. Ο λόγος δεν είναι ότι η καταστροφή θα αργήσει. Είναι απλώς ότι οι επιστήμονες δεν μπορούν να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για τα επόμενα 10 χρόνια. Οπότε ακούμε συνήθως για το τι θα συμβεί το 2050 ή το 2100. Ώς τότε «ποιος ζει, ποιος πεθαίνει» θα σκεφτεί κανείς, πόσο μάλλον αν ήδη υποφέρει και δεν χρειάζεται να περιμένει το 2050 για να βιώσει δύσκολες συνθήκες ζωής.
Δεύτερον, η κλιματική αλλαγή, σε αντίθεση με τις πυρκαγιές ή τα πυρηνικά ατυχήματα, είναι κάτι από το οποίο δεν έχουμε απτή εμπειρία. Κανένα συγκεκριμένο καιρικό φαινόμενο ή φυσική καταστροφή δεν μπορεί να αποδοθεί με σιγουριά στην αλλαγή του κλίματος. Οι επιστήμονες μπορούν να προβλέψουν τι θα γίνει, μέσες-άκρες, σε 40 χρόνια από τώρα. Αλλά όταν έχουμε μία συγκεκριμένη καταστροφή σήμερα, είναι αδύνατο να γνωρίζουμε πόσο συνέβαλε η κλιματική αλλαγή και πόσο άλλοι παράγοντες. Φταίει το κλίμα που αλλάζει για τις περσινές πλημμύρες ή ήταν φυσικό φαινόμενο, ακραίο μεν, αλλά φυσικό δε; Ή μήπως φταίει το ότι χτίσαμε εκεί που δεν έπρεπε και μπαζώσαμε το ρέμα;
Παραδόξως δεν θα βιώσουμε ποτέ την κλιματική αλλαγή. Τι εννοώ με αυτό; Όταν πλέον το κλίμα θα έχει αναμφισβήτητα αλλάξει, 50 χρόνια από τώρα, τότε πλέον γι’ αυτούς που θα το βιώνουν αυτή θα είναι η νέα πραγματικότητα, η οποία θα έχει αλλάξει δραματικά τον τρόπο ζωής τους, μέσα από περίπλοκες οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Η κλιματική αλλαγή δεν θα είναι πια «αλλαγή» αλλά μέρος της καθημερινότητας. Και τότε θα είναι πολύ αργά, αφού θα είναι μη αναστρέψιμη, τουλάχιστον όχι στους χρονικούς ορίζοντες που μας ενδιαφέρουν.
Κριτικάροντας το κυρίαρχο φαντασιακό μιας καταστροφής η οποία δεν έρχεται ποτέ, και όταν έρθει κανείς πια δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα, o Έρικ Σουύνγκεντοου, μας καλεί να σκεφτούμε ότι η καταστροφή είναι ήδη εδώ και ότι δεν χρειάζεται να την περιμένουμε (http://entitleblog.org/2014/10/20/losing-our-fear-facing-the-anthro-obscene/). Η κλιματική αλλαγή δεν μας αφορά «όλους», υποστηρίζει ο Σουύνγκεντοου. Οι Πούτιν και οι Γκέητς αυτού του κόσμου θα βρουν τρόπο να προστατεύσουν εαυτόν, και κάποιοι θα βγάλουν χρήμα από το πετρέλαιο που θα απελευθερωθεί από τους λιωμένους παγετώνες. Το μεγαλύτερο μέρος όμως του πλανήτη, από την Αϊτή και το Μπαγκλαντές έως τα γκέτο της Νέας Ορλεάνης και τις φαβέλες του Ρίο, ήδη βιώνει τις μελλοντικές συνθήκες οι οποίες τρομάζουν τους περισσότερους από «εμάς» τής προς το παρόν προστατευμένης μεσαίας τάξης. Η διασφάλιση βασικών συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους, η ενδυνάμωση των συστημάτων πρόνοιας και ασφάλισης, η βελτίωση των υποδομών και των μηχανισμών πολιτικής προστασίας είναι δράσεις που θα σταματήσουν τόσο τις καταστροφές του σήμερα, όσο και θα μας προστατεύσουν από τις καταστροφές του αύριο. Ενάντια στην τάση για διάλυση των συλλογικών μηχανισμών πρόνοιας, αυτό που πρώτα απαιτείται, ανεξάρτητα από την κλιματική αλλαγή, αλλά και πόσο παραπάνω λόγω αυτής, είναι η αναδιανομή του πλούτου, και η προστασία του κοινωνικού κράτους. Αλλά αυτό δεν αρκεί.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο αποφεύγουμε να σκεφτούμε σοβαρά την κλιματική αλλαγή, είναι γιατί δεν είναι επιλύσιμη απλώς με την κινητοποίηση και την αναδιανομή πόρων. Η αντιμετώπιση των καταστροφών του αύριο είναι απείρως πιο δύσκολη από την ήδη πολύ δύσκολη εξάλειψη των καταστροφών τού τώρα. Το να κινητοποιούμε νέους πόρους και να φτιάχνουμε νέα συλλογική αστική υποδομή ή υποδομή υγείας και προστασίας, ξέρουμε πώς να το κάνουμε. Το κάναμε στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Υπό συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και πιο δίκαιης κατανομής του πλούτου θα μπορούσε να γίνει παντού. Αλλά τι γίνεται όταν είναι ακριβώς αυτή η κινητοποίηση πόρων, η οικονομική ανάπτυξη με λίγα λόγια, αυτή που προκαλεί το πρόβλημα, εν προκειμένω την αλλαγή του κλίματος; Η οικονομική ανάπτυξη είναι άμεσα συνυφασμένη με τη χρήση ορυκτών καυσίμων, η καύση των οποίων ευθύνεται για την κλιματική αλλαγή. Η κλιματική αλλαγή μας καλεί να πούμε όχι στις δυνατότητές μας να αντλήσουμε νέους πόρους, όχι στη δυνατότητα να μεγεθύνουμε κι άλλο την οικονομία, όχι στη δυνατότητα να αντλήσουμε το ήδη υπάρχον πετρέλαιο. Μας καλεί να εξαλείψουμε τη φτώχεια και τις ανισότητες χωρίς να μεγαλώσουμε την πίτα. Αλλά είμαστε μια κοινωνία που δεν έχει μάθει να λέει όχι. Μια κοινωνία που ο μόνος τρόπος που έχει για να λύνει προβλήματα είναι να παράγει παραπάνω. Μια κοινωνία που αρνείται να αυτοπεριοριστεί και να μην κάνει αυτό που μπορεί να κάνει.
Η κλιματική αλλαγή «αλλάζει τα πάντα», όπως λέει και η Ναόμι Κλάιν στο νέο της βιβλίο (http://thischangeseverything.org). Αν η σταθερότητα του κλίματος είναι ασύμβατη με τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη, τότε είναι ασύμβατη και με τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς επέκταση και διαρκή μεγέθυνση των κερδών. Καπιταλισμός χωρίς ανάπτυξη σημαίνει διαρκώς αυξανόμενες ανισότητες και εκρηκτικές κοινωνικά συνθήκες, όπως μας υπενθύμισε ο Τομά Πικετύ με το πρόσφατο βιβλίο του (http://en.wikipedia.org/wiki/Capital_in_the_Twenty-First_Century).
Όμως, όπως σωστά υποστηρίζει η Κλάιν, η κλιματική αλλαγή δεν αλλάζει τα πάντα μόνο για τους θιασώτες του καπιταλισμού, αλλά και για τους πλέον ριζοσπάστες αριστερούς. Για μια διεθνιστική Αριστερά, η κλιματική αλλαγή θα έπρεπε να αποτελεί ζήτημα πρώτης γραμμής. Όχι μόνο για λόγους οικολογίας και φροντίδας για τις επερχόμενες γενιές, αλλά και για λόγους αλληλεγγύης με τον Τρίτο Κόσμο, προς τον οποίο έχουμε ένα τεράστιο οικολογικό χρέος από τις συσσωρευμένες εκπομπές της ανάπτυξής μας στο παρελθόν. Ακόμα και εμείς στην Ελλάδα, μία από τις συγκριτικά φτωχότερες γωνιές της πλούσιας Ε.Ε., έχουμε συμβάλει πολύ περισσότερο στην κλιματική αλλαγή απ’ ό,τι μια χώρα της Αφρικής ή ακόμα και από χώρες όπως η Βουλγαρία ή η Τυνησία που έχουν το μισό κατά κεφαλήν εισόδημα από εμάς. Η αποφυγή της κλιματικής αλλαγής με παράλληλη εξάλειψη των ανισοτήτων Βορρά-Νότου απαιτεί το εισόδημα των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. να επιστρέψει σε επίπεδα της δεκαετίας του ’70, αν όχι πιο πριν. Δεν ζούσαμε και τόσο χειρότερα τότε, θα πει κανείς. Ναι, αλλά εντός του καπιταλισμού, ακόμα και μια μικρότερη διολίσθηση της οικονομίας, όπως αυτή που βιώσαμε στην Ελλάδα όπου το εισόδημα έπεσε στα επίπεδα του 2004, ενδέχεται να είναι κοινωνικά καταστροφική. Η σχεδόν αδύνατη εξίσωση που καλείται να επιλύσει μια ριζοσπαστική Αριστερά είναι πώς να επιτύχει τους κλασικούς στόχους της –τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, την προστασία των ασθενέστερων στρωμάτων, την ικανοποίηση βασικών αναγκών μέσω της διασφάλισης ενός κράτους πρόνοιας– χωρίς ανάπτυξη, ή ακόμα περισσότερο, με αποανάπτυξη.
Δυστυχώς καμία πολιτική δύναμη προς το παρόν δεν φαίνεται να σκέφτεται, ή να τολμά, να διαμορφώσει ένα τέτοιο όραμα ευημερίας χωρίς ανάπτυξη. Και αυτός είναι ο τέταρτος, και πλέον σημαντικός λόγος, για τον οποίο το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής φαντάζει τόσο δυσεπίλυτο. Από τις ολιγαρχίες της Ρωσίας και της Κίνας, ή τις νεοφιλελεύθερες πλουτοκρατίες και τις ψευτοσοσιαλδημοκρατίες της Δύσης, δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτε άλλο παρά κυνήγι του πλούτου και διασφάλιση του στάτους κβο με κάθε κόστος. Τα πράσινα κόμματα όχι μόνο έχουν χάσει την όποια εκλογική δυναμική είχαν, αλλά έχουν και προ πολλού (θα μπορούσα να πω από την Πτώση του Τείχους και τον πρόωρο χαμό της Πέτρα Κέλλυ) απεμπολήσει τα πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τους, περιορίζοντας τον εαυτό τους σε έναν διαχειριστικό τεχνοκρατικό λόγο. Η αριστερή στροφή στη Λατινική Αμερική έδωσε κάποιες ελπίδες, οι οποίες όμως σιγά σιγά διαψεύστηκαν, με την επικράτηση των «παραγωγιστών» έναντι των «εναλλακτικών» σε χώρες όπως η Βολιβία ή ο Ισημερινός και τη συνέχιση του εξορυκτικού και εξαγωγικού μοντέλου ενάντια στη θέληση των αυτόχθονων πληθυσμών και των κοινωνικών κινημάτων που έφεραν την Αριστερά στην εξουσία. Η άνοδος της Αριστεράς στη Νότια Ευρώπη, με κόμματα όπως το Podemos στην Ισπανία, ή ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην Ελλάδα επιτρέπουν σε κάποιον να ονειρεύεται μια αριστερή στροφή και στην Ευρώπη, απαρχή μιας ριζοσπαστικοποίησης και ολόκληρης της Δύσης. Μακάρι. Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες ενδείξεις ότι ακόμα κι αυτή η πιο νέα Αριστερά προτίθεται να ξεφύγει από τον παραγωγισμό και να τολμήσει να αμφισβητήσει το τοτέμ της ανάπτυξης.
Η αλλαγή δεν είναι ανάγκη να έρθει από κόμματα και κυβερνήσεις, μπορεί να έρθει από την ίδια την κοινωνία, θα πει κανείς. Σαφώς. Αλλά χωρίς κυβερνητική βούληση για αλλαγή του οικονομικού μοντέλου και χωρίς διακρατικές συμφωνίες που να περιορίζουν τις συνολικές εκπομπές των αεριών του θερμοκηπίου και να διασφαλίζουν ότι τα όποια οφέλη από τη δράση μιας χώρας δεν θα αναιρεθούν από τις δράσεις της άλλης, λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν, τουλάχιστον εντός του χρονικού ορίζοντα για τον οποίο μιλάμε και κατά τον οποίο η δομή του έθνους-κράτους θα συνεχίσει να είναι κυρίαρχη.
Τι μένει τότε;
Πρώτον, ο στρουθοκαμηλισμός. Η πιο φυσική και ανθρώπινη αντίδραση είναι αυτή που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό υιοθετούμε όλοι. Απλώς δηλαδή αγνοούμε το πρόβλημα, και ασχολούμαστε με άλλα πιο άμεσα ζητήματα, από τα καθημερινά μας προβλήματα μέχρι το τι θα γίνει με το χρέος. Με τις καταστροφές του σήμερα στην καλύτερη περίπτωση και όχι τις μεγαλύτερες καταστροφές του αύριο. Όχι ότι δεν αναγνωρίζουμε τη σημασία της κλιματικής αλλαγής, αλλά δεν αντέχουμε και τη διαρκή υπενθύμιση της αδυναμίας μας να κάνουμε κάτι.
Δεύτερον, η υποχώρηση στις μικρές προσωπικές ή συλλογικές δράσεις, που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι κάνουμε το σωστό, έστω και αν ο κόσμος γύρω αλλού βαδίζει. Ή η προετοιμασία για την επερχόμενη εποχή της καταστροφής. Παράδειγμα, το κίνημα των πόλεων σε μετάβαση (transition towns) (http://www.transitionnetwork.org).
Τρίτον, η στωικότητα, ή μάλλον ο κυνισμός. Κάθε επόμενη γενιά έχει ζήσει μέσα σε μια καταστροφή, από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τον κίνδυνο του πυρηνικού ολέθρου, οπότε τίποτε διαφορετικό δεν επιφυλάσσεται και για τα παιδιά μας, τα οποία θα κληθούν να ζήσουν με ένα τρελαμένο κλίμα, λένε κάποιοι.
Τέταρτον, και κυρίαρχο, η άρνηση. Οι Ρεπουμπλικάνοι και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των Η.Π.Α. (και όχι μόνον) αρνούνται ότι υπάρχει πρόβλημα και μιλάνε για αριστερές συνωμοσίες (http://en.wikipedia.org/wiki/Global_warming_conspiracy_theory), βρίσκοντας πάτημα σε ολίγους, και μικρότερου κύρους, επιστήμονες που διαφωνούν με τη συλλογική αξιολόγηση της I.P.C.C. (http://www.conservapedia.com/Climate_change). Όπως για κάθε επιστημονικό ζήτημα, έτσι και για την κλιματική αλλαγή υπάρχουν επιστήμονες που έχουν διαφορετική γνώμη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο μεγάλο όσο λέγεται, ότι η αλλαγή είναι φυσική και όχι εξαιτίας των εκπομπών μας ή ότι εν πάση περιπτώσει στο μέλλον, με οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στις όποιες επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος, με μικρότερο κόστος απ’ το να περιορίσουμε την ανάπτυξη σήμερα. Ομολογώ ότι στις πιο απαισιόδοξες στιγμές μου με πιάνω να σκέφτομαι κι εγώ «μακάρι, να έχουν κάνει λάθος οι επιστήμονες». Δεν θα είναι η πρώτη φορά. Αλλά να έχει πέσει τόσο μεγάλη ομαδική πλάνη ανάμεσα σε όλους τους κορυφαίους κλιματολόγους και φυσικούς επιστήμονες του κόσμου φαντάζει κομμάτι δύσκολο. Πόσο μάλλον όταν μαθαίνουμε ότι πίσω από τους σκεπτικιστές κλιματολόγους κρύβονται ιδιωτικά συμφέροντα και ο πολυεθνικός μηχανισμός των επονομαζόμενων «εμπόρων της αμφιβολίας» (http://www.merchantsofdoubt.org).
Πέμπτον, οι φαντασίες και οι ψεύτικες ελπίδες. Γνωστοί οικονομολόγοι όπως ο Πωλ Κρούγκμαν (http://www.nytimes.com/2014/09/19/opinion/paul-krugman-could-fighting-global-warming-be-cheap-and-free.html?_r=0), και οι συντάκτες της πρόσφατης έκθεσης «Καλύτερη ανάπτυξη, καλύτερο κλίμα» μας λένε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα (http://newclimateeconomy.report). Η επίλυση της κλιματικής αλλαγής όχι μόνο δεν χρειάζεται να μειώσει την ανάπτυξη, αλλά μπορεί και να δώσει νέα ώθηση στην οικονομία. Το μόνο πρόβλημα είναι τα λόμπι του πετρελαίου, τα οποία θέτουν εμπόδιο στις επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Η κλιματική αλλαγή δεν αλλάζει τίποτα, λένε, και με την κατάλληλη πολιτική βούληση και τον περιορισμό των λόμπι, ο καπιταλισμός έχει πάλι τη λύση.
Τα ελπιδοφόρα μηνύματα πείθουν πιο εύκολα, και το πνεύμα των οικονομολόγων διαπνέει και την έκθεση του I.P.C..C., η οποία δεν τολμά να μιλήσει για αποανάπτυξη. Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω με την αισιοδοξία των οικονομολόγων. Ο καπιταλισμός είναι μηχανή παραγωγής πλούτου, αλλά αυτό που ευαγγελίζονται οι αισιόδοξοι οικονομολόγοι είναι ένας καπιταλισμός στον οποίο το κέρδος θα είναι η αποφυγή ζημιών 40 χρόνια από τώρα. Φυσικά και οι φόροι και οι επιδοτήσεις μπορούν και πρέπει να πριμοδοτήσουν τις Α.Π.Ε., αλλά δεν βλέπω πως αυτό δεν θα μειώσει τους ρυθμούς ανάπτυξης, δεδομένου ότι, χρηματικά μιλώντας, το πετρέλαιο και το κάρβουνο είναι πολύ πιο φτηνά. Αν ήταν τόσο κερδοφόρες οι Α.Π.Ε., ο καπιταλισμός θα είχε ήδη εγκαταλείψει το πετρέλαιο, όπως δεν δίστασε να αφήσει τα άλογα για τα αυτοκίνητα. Έως σήμερα οι μόνες μειώσεις σε εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου που έχουμε δει είναι εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης. Παρ’ όλη τη βελτίωση στην αποδοτικότητα με την οποία χρησιμοποιούμε ενέργεια και την αυξανόμενη διείσδυση των Α.Π.Ε., οι συνολικές εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα συνεχίζουν να αυξάνονται (http://www.nature.com/nclimate/journal/v2/n1/abs/nclimate1332.html). Οι Α.Π.Ε. δεν αντικαθιστούν συμβατικές πηγές, απλώς αυξάνουν τη συνολική ενέργεια που καταναλώνουμε. Ακόμα και σε αυτές τις χώρες οι οποίες συνήθως μας παρουσιάζονται ως τα λαμπρά παραδείγματα, όπως η Γερμανία ή η Δανία, στην καλύτερη περίπτωση οι εκπομπές τους απλώς δεν αυξάνονται. Αυτό απέχει παρασάγγας από τον στόχο της εκμηδένισης των εκπομπών έως το 2050 ή λίγο μετά (αναγκαία συνθήκη αν υποθέσουμε ότι η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει να μεγεθύνεται με 2% τον χρόνο). Και ακόμα και αυτών των χωρών οι επιδόσεις φαντάζουν λιγότερο εντυπωσιακές, όταν λάβουμε υπόψη ότι η βελτίωσή τους σε έναν βαθμό έχει να κάνει με το ότι εισάγουν πλέον πολλά προϊόντα από την Ασία και ότι οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου καταμετρώνται εκεί και όχι εντός των συνόρων τους (http://www.pnas.org/content/108/21/8903.short). Αυτό είναι λογιστικό τρικ, όχι πραγματική πρόοδος. Τέλος, αναρωτιέμαι αν μια οικονομία τροφοδοτούμενη από Α.Π.Ε. θα μπορεί να είναι το ίδιο μεγάλη όσο και η σημερινή, δεδομένου ότι τα ενεργειακά πλεονάσματα που παράγουν οι Α.Π.Ε. (δηλαδή η ενέργεια την οποία παράγουν σε σχέση με την ενέργεια την οποία καταναλώνουν προκειμένου να στηθούν και να λειτουργούν) είναι πολύ μικρότερη απ’ ό,τι του πετρελαίου (http://www.mdpi.com/2071-1050/3/10/1796/pdf). Μια οικονομία Α.Π.Ε., θα χρησιμοποιεί πολύ περισσότερη ενέργεια για να παράγει ενέργεια, αφήνοντας πολύ μικρότερο πλεόνασμα για τις υπηρεσίες και τις πολυτέλειες στις οποίες είμαστε συνηθισμένοι.
Άλλοι αιθεροβάμονες, αριστεροί αυτή τη φορά, ευαγγελίζονται έναν «ηλιακό κομμουνισμό» (http://www.jstor.org/stable/40403574), θεωρώντας ότι η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής θα κάνει ευκολότερη τη μετάβαση σε μια οικονομία Α.Π.Ε. Δεν υπάρχει καμία ιστορική ένδειξη ότι μια συγκεντρωτική κρατική οικονομία είναι ικανότερη από την καπιταλιστική όσον αφορά την τεχνολογική πρόοδο. Αν ο καπιταλισμός δεν προωθεί αυθόρμητα τη μετάβαση προς τις Α.Π.Ε. είναι απλώς γιατί οικονομικά και από τη σκοπιά του ιδιωτικού κέρδους είναι ασύμφορη, και γιατί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί περιορισμό της συσσώρευσης. Όντως σε σύγκριση με μια οικονομία της αγοράς, μια κρατική οικονομία έχει, στη θεωρία τουλάχιστον, την επιλογή να ακολουθήσει έναν δρόμο που δεν θα είναι οικονομικά επικερδής αλλά θα συμβάλει στο κοινό καλό. Αλλά δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα σοσιαλιστικής οικονομίας η οποία να αρνήθηκε τον δρόμο της συσσώρευσης (έστω και αν την κρατικοποίησε) ή της ανάπτυξης, ούτε στο παρελθόν ούτε πρόσφατα. Ούτε υπάρχει καμία πολιτική δύναμη σήμερα που να εκφράζει κάτι τέτοιο, οπότε δεν βλέπω από πού θα προκύψει ξαφνικά ο ηλιακός κομμουνισμός του Σουώρτσμαν (http://www.jstor.org/stable/40403574).
Τι άλλο μένει τότε;
Όπως λέει η Ναόμι Κλάιν στο πρόσφατο βιβλίο της, αντλώντας από το παγκόσμιο κίνημα για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, η ελπίδα δεν μπορεί παρά να είναι αυτό που ήδη υπάρχει: τα κοινωνικά κινήματα και όλοι αυτοί ανά τον κόσμο που λένε τα Όχι που πρέπει. Όχι στο πετρέλαιο, όχι στις εξορύξεις, όχι στην ανάπτυξη. Κινήματα τα οποία μπορεί να χάνουν μάχες εκεί που κατάφεραν ακόμα και κυβερνήσεις να εκλέξουν, όπως στη Λατινική Αμερική, αλλά δεν έχουν χάσει ακόμα τον πόλεμο. Κινήματα που λένε ναι στην ευημερία, ναι στο Buen Vivir.
Τα ναι και τα όχι αυτών των κινημάτων προσπαθούμε και κάποιοι από εμάς να τα συνδέσουμε και να τους δώσουμε έκφραση σε ένα ευρύτερο οικονομικό όραμα το οποίο έχουμε ονομάσει «η θεωρία της αποανάπτυξης» (www.vocabulary.degrowth.org). Ασκήσεις επί χάρτου θα πει κανείς, και δεν θα έχει άδικο δεδομένης της πολιτικής συγκυρίας. Θα το καταλάβω και αν μας κατηγορήσει για αυταρέσκεια και ηθικολογία, ευχαριστημένοι «να κάνουμε το καλό», ενώ ο κόσμος χάνεται. Αλλά όπως είχε πει κάποτε ο Γκράμσι, άραγε μας έχει μείνει και τίποτε άλλο εκτός από την αισιοδοξία της θέλησης μπροστά στην απαισιοδοξία της σκέψης;
Πηγή: | ΧΡΟΝΟΣ 19 (11.2014) |