του Οδυσσέα Ελύτη – “Εν λευκώ” (Εκδ. Ίκαρος)
“TΟΝ ΕΚΛΕΙΣΑΜΕ σ’ ένα μικρό κουτί μεταλλικό που τ’ ονομάσαμε «ωρολόγιον», και ησυχάσαμε. Όμως αυτό το κλασικό τικ τακ που απασχολούσε τους παλαιούς μυθιστοριογράφους μπορεί να είναι μέτρηση, μπορεί και διαμαρτυρία. Τίνος είναι, ο ένας του άλλου, δεσμώτης; Ποιος μας έδωσε το δικαίωμα να κάνουμε τον ήλιο τον ανίδεο μετρητή μας; Και τι ’ναι τα ημερονύχτια; Κέρματα που τα ρίχνουμε σ’ ένα τρύπιο κουμπαρά;
Οι σοφοί, μερικοί σοφοί τουλάχιστον, διατείνονται ότι ο χρόνος δεν υπάρχει. Άλλοι το αντίθετο. Ας τα βρούνε μεταξύ τους. Εμείς, που δεν διαθέτουμε παρά τις γνώσεις ενός μέτριου μαθητή λυκείου, ας τα πούμε αλλιώς. Απλοϊκά. Όσο απλοϊκός είναι κι ο τρόπος που βλέπουμε να προσπαθούν οι περισσότεροι ν’ αντιμετωπίσουν και να εξουδετερώσουν τον υποθετικό τους εχθρό, που τον φαντάζονται να καραδοκεί σε κάποια γωνία το πέρασμά τους, μ’ ένα σακούλι, γεμάτο ρυτίδες και λευκά μαλλιά, στο χέρι. Αξίζει να τους ιδούμε.
Υπάρχουν, εν πρώτοις, οι εκατομμυριούχοι των βιωμάτων, που με απανωτές περιπέτειες, ταξίδια, γάμους, επιχειρήσεις, δολοπλοκίες, μυστικές συμφωνίες και τα παρόμοια ζητούν να τον γεμίσουν, να τον στουμπώσουν σε τέτοιο σημείο, που κυριολεκτικά να μη βρίσκει τρόπο να υποδηλώσει την παρουσία του· να ’ναι σαν να μην αφορά τουλάχιστον τη δική τους περίπτωση.
Στο άλλο άκρο υπάρχουν οι μοναχικές υπάρξεις, οι ασκητές, οι στυλίτες στο είδος τους, που του αρνούνται τροφή κι αισθάνονται ότι έτσι του έχουν αφαιρέσει κάθε υπόσταση· ότι ζούνε χωρίς να υπάγονται στους δικούς τους νόμους.
Τέλος, υπάρχουμε κι εμείς, οι άλλοι, που βαυκαλιζόμαστε προς στιγμήν με την ιδέα ότι εάν δεν υπήρχε ο χρόνος θα μπορούσαμε να ’μαστε οι αιώνιοι νεόνυμφοι μιας αγνώστου ταυτότητας ευτυχίας. Ύστερα, το βάζουμε κάτω, και κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε.
Κανείς μας δεν έδειξε την πρόθεση να τον κτυπήσει στο αδύνατο σημείο του, που είναι η συμβατική του υπόσταση, αυτή που εμείς οι ίδιοι του προσδώσαμε απλώς για να διευκολύνει τις καθημερινές μας συναλλαγές. Μας τρομάζει το ποσοστό της αυθαίρετης σκέψης που απαιτείται για να σπάσουμε το φράγμα του κοινώς νοείν και ν’ αντιληφθούμε ότι τα κομμάτια της ζωής που προσκτάται και συμπαρασύρει στην ευθύγραμμη πορεία του ο χρόνος είναι δυνατόν να νοούνται ως ανεξάρτητα, ν’ αρμόζονται από διαφορετικές πλευρές και να σχηματίζουν μιαν άλλου είδους αλληλουχία, εξίσου αν όχι και περισσότερο έγκυρη, από την άποψη ότι προβάλλει ανάγλυφη την ονειρική φύση της ζωής μας και την κατακυρώνει.
Χρειάζεται να αποβάλεις το λίπος του τυπικού των καθημερινών σου αναγκών, καθώς και όλα τα ουδέτερα ή άχροα στοιχεία που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα σημαντικά της ζωής σου και τ’ αποδυναμώνουν, για να νιώσεις τις πραγματικές σου διαστάσεις. Διαφορετικά, χάνεις τα μέτρα σου, περιπίπτεις από ’να σε άλλο αδιέξοδο, και στα ύστερα συνθηκολογείς. Δέχεσαι να ενσαρκώνεις το περίφημο πρακτικό πνεύμα, που μπορεί να αποσπά τον έπαινο των δικών σου επειδή σου παρέχει πλουσιοπάροχα να φας και να πιεις, την ίδια στιγμή όμως σε προσβάλλει με τον ιό της πλήξης και της μοναξιάς.
Άμε ύστερα, όσο κι αν ξαναρίχνεις την τράπουλα, να βρεις την ντάμα σπαθί της ζωής σου. Έχει γίνει αέρας. Ψάχνεις μέσα στο απορριμματοφόρο της μνήμης σου. Τίποτα. Μόνον καμία φορά, τις νύχτες που η στεναχώρια σε πνίγει, σαν να υποψιάζεσαι ότι κάτι μισοαρχινισμένες σκηνές της ζωής σου, που δεν τους είχες δώσει τη δέουσα σημασία, παραμένουν ακόμα ζωντανές, σαλεύουν, και, μόλο που τις διώχνεις, εκείνες επανέρχονται και σε παρενοχλούν μέσα στο παραΰπνι σου. Δεν καταλαβαίνεις γιατί. Και όμως. Ζητούν να συνεχίσουν κάτι που αγνοείς επειδή το έχεις ήδη απολέσει, και να συνεχιστούν από κάτι άλλο, που επίσης αγνοείς επειδή δεν έχει επισυμβεί ακόμη, θα σημάνει όμως η ώρα του, έστω και ερήμην της δικής σου παρουσίας.
Χρησιμοποιώ εξεπίτηδες την υπερβολή, που συνήθως με απωθεί, αλλ’ ακριβώς στην περίπτωση αυτή με βοηθά να πλησιάσω και να πλευρίσω το παράλογο μέρος μιας τέτοιας υπόθεσης. Όπου ανάμεσα σε μιαν υπέρμετρη αποτίμηση κι έναν άστοχο παραλληλισμό ζητώ να βρω τον κοινό τους παρονομαστή. Αλλά μήπως τι άλλο ζητάμε να κάνουμε όλοι μας, από τη γέννηση ως τον θάνατό μας, παραπλανημένοι μέσα στις συμπτώσεις και τις τυχαιότητες, που άλλοτε βλέπουμε να μας αποκλείουν την έξοδο, άλλοτε πάλι μας διανοίγουν ευρείες λεωφόρους.
Κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να μπει σ’ ένα τέτοιο επικίνδυνο παιχνίδι, προπάντων αν συμβαίνει να είναι, όπως λέμε στα νομικά, «συνετός οικογενειάρχης». Αρκεί εντούτοις να ρίξει λίγο διαλυτικό στο άθροισμα των ημερών του, για να δεις ότι προ πολλού έχει μπει κι εκείνος, χωρίς ίσως να έχει πλήρη επίγνωση. Κακά τα ψέματα. Πρόκειται για μια υπόθεση που τη σηκώνει ο καθένας μας, αλλά την υποδύεται και την ερμηνεύει κατά διαστήματα και σε γραμμή ευθεία, τη στιγμή που ο αόρατος σκηνοθέτης με αλλεπάλληλους τεχνικούς χειρισμούς ολοκληρώνει ένα σενάριο δικό του όπου πρωταγωνιστείς, είναι όμως αμφίβολο –ή μάλλον από σένα εξαρτάται– αν θα παραστείς ποτέ στην προβολή του. Έτσι, και το πιο παράδοξο αποκαλύπτεται φυσικό, ή αντιστρόφως.
Αλλά μια που φτάσαμε παίζοντας ίσαμε δω, ας κάνουμε κι ένα βήμα πιο πέρα. Έχουν να λένε ότι, έαν υπήρχε τρόπος να ξεπεράσουμε την ταχύτητα του φωτός, θα προφταίναμε στο διάστημα σκηνές της ιστορίας που η αληθινή τους φύση μας διαφεύγει. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό, προσθέτω εγώ, θα ήτανε αν διαθέταμε και διαφορετικές ταχύτητες και τις βάζαμε αδίστακτα σε ενέργεια. Οπόταν θα βλέπαμε το ίδιο φαινόμενο να επαναλαμβάνεται από την ατομική στην κοσμική κλίμακα.
Μη γελάμε. Υπάρχει για όλα τα πράγματα μια έσχατη εκδοχή, που δεν ωφελεί σε τίποτα να την αγνοούμε ή να την περιπαίζουμε. Τα εμπόδια που μας τίθενται σήμερα τελούν υπό συνεχή άρση και ανατροπή. Μια μέρα τα βαλανίδια δεν θα πέφτουν κάτω από τη βαλανιδιά, ενώ τα κατορθώματά μας θα περνάν ψηλά, πολύ πέραν από τις προθέσεις μας. Τότε και η ποίηση, που συλλαμβάνει και αποδίδει την ψυχή του ανθρώπου με ακρίβεια δεκάτων του δευτερολέπτου, δεν θα μας φαίνεται πλέον ακατανόητη.
Μουσικήν ποιείτε, ω φίλοι!