Το ιδιωτικοποιημένο άτομο
Κορνήλιος Καστοριάδης
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν συγκεντρώθηκαν από τον Ρομπέρ Ρεντεκέρ, στη διάρκεια συνάντησης που οργανώθηκε στην Τουλούζη από κοινού από το βιβλιοπωλείο Ombres Blanches, το Θέατρο Ντανιέλ Σορανό και τη GREP Midi- Pyrénées, στις 22 Μαρτίου 1997. Μία πληρέστερη απόδοση δημοσιεύθηκε στο «Parcours», τα τετράδια του GREP Midi-Pyrénées, αρ. 15-16, Σεπτέμβριος 1997.
Η φιλοσοφία δεν είναι φιλοσοφία αν δεν εκφράζει μια αυτόνομη σκέψη., Τι σημαίνει «αυτόνομη»; Αυτόνομος σημαίνει «αυτός που δίνει στον εαυτό του το νόμο του». Στη φιλοσοφία είναι σαφές: Το να δίνεις το νόμο στον εαυτό σου σημαίνει ότι θέτεις ερωτήσεις και ότι δεν δέχεσαι καμία αυθεντία. Ούτε καν την αυθεντία της δικής σου προηγούμενης σκέψης.
Άλλωστε εδώ είναι το ζήτημα, γιατί οι φιλόσοφοι, σχεδόν πάντα, οικοδομούν συστήματα κλειστά όπως τα αβγά (βλέπε τον Σπινόζα, βλέπε κυρίως τον Χέγκελ, και ακόμη ίσως τον Αριστοτέλη) ή παραμένουν προσκολλημένοι σε ορισμένες μορφές τις οποίες δημιούργησαν και τις οποίες δεν καταφέρνουν να τις αμφισβητήσουν. Υπάρχουν ελάχιστα παραδείγματα για το αντίθετο. Ο Πλάτων είναι ένα απ’ αυτά. Ο Φρόιντ είναι ένα άλλο, στον τομέα της ψυχανάλυσης, μολονότι δεν υπήρξε φιλόσοφος.
Η αυτονομία στο πεδίο της σκέψης είναι η απεριόριστη διερώτηση, η οποία δεν σταματάει μπροστά σε τίποτε και η οποία αμφισβητεί συνεχώς τον εαυτό της. Αυτή η διερώτηση δεν είναι μια κενή διερώτηση. Μια κενή διερώτηση δεν σημαίνει τίποτε. Για να έχουμε μια διερώτηση με νόημα πρέπει ήδη να έχουμε θέσει ως προσωρινά αναμφισβήτητους έναν ορισμένο αριθμό όρων. Αλλιώς παραμένει ένα απλό ερωτηματικό και όχι μια φιλοσοφική διερώτηση. Η φιλοσοφική διερώτηση είναι αρθρωμένη, έστω και αν αναιρεί τους όρους με βάση τους οποίους αρθρώθηκε.
Τι είναι η αυτονομία στην πολιτική; Σχεδόν όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν συγκροτηθεί στο πλαίσιο της ετερονομίας, δηλαδή με την απουσία της αυτονομίας. Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι δημιουργούν οι ίδιες τους θεσμούς τους, ενσωματώνουν μέσα σ’ αυτούς την αναμφισβήτητη ιδέα για τα μέλη της κοινωνίας ότι αυτός ο θεσμός δεν είναι ανθρώπινο έργο, ότι δεν δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους, και πάντως όχι από τους ανθρώπους που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή εκεί. Δημιουργήθηκε από τα πνεύματα, από τους προγόνους, από τους ήρωες, από τους θεούς, αλλά δεν είναι ανθρώπινο έργο.
Εξαιρετικό πλεονέκτημα αυτού του σιωπηρού όρου -και ίσως όχι μόνο σιωπηρού: στην εβραϊκή θρησκεία, η δωρεά του νόμου από το θεό στον Μωυσή είναι γραπτή, επεξηγημένη. Υπάρχουν σελίδες και σελίδες στην Παλαιά Διαθήκη που περιγράφουν με λεπτομέρειες τους νόμους που ο θεός πρόσφερε στον Μωυσή. Αυτό δεν αφορά μόνο τις Δέκα Εντολές, αλλά όλες τις λεπτομέρειες του Νόμου. Και όλες αυτές τις διατάξεις δεν υπάρχει περίπτωση να τις αμφισβητήσει κανείς: Η αμφισβήτησή τους θα σήμαινε ότι αμφισβητείται είτε η ύπαρξη του Θεού, είτε η αλήθεια του, είτε η καλοσύνη του, είτε η δικαιοσύνη του. Όμως, αυτά όλα είναι ομοούσια γνωρίσματα του Θεού. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες ετερόνομες κοινωνίες. Το εβραϊκό παράδειγμα αναφέρεται εδώ λόγω της κλασικής του καθαρότητας.
Όμως, ποια είναι η μεγάλη ρήξη την οποία εισάγουν, με μια πρώτη μορφή, η ελληνική δημοκρατία και μετά με μιαν άλλη μορφή, πιο ευρεία, πιο γενικευμένη, οι επαναστάσεις της σύγχρονης εποχής και τα επαναστατικά δημοκρατικά κινήματα που ακολούθησαν; Είναι ακριβώς η ρητή συνείδηση ότι δημιουργούμε τους νόμους μας και συνεπώς ότι μπορούμε επίσης να τους αλλάξουμε.
Οι αρχαίοι ελληνικοί νόμοι αρχίζουν όλοι με τη φράση έδοξε τη βουλή και τω δήμω, δηλαδή «φάνηκε καλό στο συμβούλιο και στο λαό». «Φάνηκε καλό» και όχι «είναι καλό». Είναι αυτό που φαινόταν καλό εκείνη τη στιγμή. Και στη σύγχρονη εποχή, έχουμε στα συντάγματα την ιδέα της κυριαρχίας των λαών. Για παράδειγμα, η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφέρει στο προοίμιό της: «Η κυριαρχία ανήκει στο λαό που την ασκεί, είτε άμεσα είτε μέσω των αντιπροσώπων του». Το «είτε άμεσα» εξαφανίστηκε εν συνεχεία και μείναμε μόνο με τους «αντιπροσώπους».
4 εκατομμύρια δολάρια για να εκλεγείς
Υπάρχει λοιπόν μια πολιτική αυτονομία και αυτή η πολιτική αυτονομία προϋποθέτει τη γνώση ότι οι άνθρωποι δημιουργούν τους δικούς τους θεσμούς. Αυτό απαιτεί να προσπαθούμε να θέτουμε αυτούς τους θεσμούς, με πλήρη συνείδηση, με διαύγεια, μετά από συλλογική περίσκεψη. Αυτό είναι που ονομάζω συλλογική αυτονομία, η οποία έχει ως απολύτως αναντικατάστατο ισότιμό της την ατομική αυτονομία.
Μια αυτόνομη κοινωνία δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά μόνο από αυτόνομα άτομα. Και τα αυτόνομα άτομα δεν μπορούν να υπάρξουν πραγματικά παρά μόνο μέσα σε μια αυτόνομη κοινωνία.
Γιατί αυτό; Είναι αρκετά εύκολο να το καταλάβουμε. Ενα αυτόνομο άτομο είναι ένα άτομο το οποίο δεν δρα, στο μέτρο του δυνατού, παρά μετά από σκέψη και περισυλλογή. Εάν δεν ενεργεί με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί να είναι ένα δημοκρατικό άτομο που ανήκει σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Με ποια έννοια, όμως, ένα αυτόνομο άτομο σε μια κοινωνία, όπως την περιγράφω, είναι ελεύθερο; Με ποια έννοια είμαστε ελεύθεροι σήμερα; Εχουμε έναν ορισμένο αριθμό ελευθεριών, οι οποίες καθιερώθηκαν ως προϊόντα ή ως υποπροϊόντα των επαναστατικών αγώνων του παρελθόντος. Οι ελευθερίες αυτές δεν είναι μόνο τυπικές, όπως έλεγε λαθεμένα ο Καρλ Μαρξ. Το γεγονός ότι μπορούμε να συγκεντρωνόμαστε, να λέμε αυτό που θέλουμε, δεν είναι τυπικό. Είναι όμως μερικό. Είναι αμυντικό, είναι, για να το πω αλλιώς, παθητικό.
Πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος εάν ζω σε μια κοινωνία η οποία κυβερνάται από ένα νόμο που επιβάλλεται σε όλους; Αυτό φαίνεται ως μια άλυτη αντίφαση και οδήγησε πολλούς, όπως τον Μαξ Στίρνερ (1) για παράδειγμα, να λένε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υπάρξει, και άλλους στη συνέχεια, όπως τους αναρχικούς, να ισχυρίζονται ότι η ελεύθερη κοινωνία συνεπάγεται την πλήρη κατάργηση κάθε εξουσίας, κάθε νόμου, υπονοώντας ότι υπάρχει μια καλή ανθρώπινη φύση η οποία θα αναδυθεί εκείνη τη στιγμή και η οποία μπορεί να μην έχει ανάγκη από οποιοδήποτε εξωτερικό κανόνα. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, μια ασυνάρτητη ουτοπία.
Μπορώ να πω ότι είμαι ελεύθερος σε μια κοινωνία όπου υπάρχουν νόμοι, εάν είχα την ουσιαστική δυνατότητα (και όχι απλώς στα χαρτιά) να συμμετάσχω στη συζήτηση, στην επεξεργασία και στη διαμόρφωση αυτών των νόμων. Αυτό σημαίνει ότι η νομοθετική εξουσία θα πρέπει να ανήκει ουσιαστικά στη συλλογικότητα, στο λαό.
Τέλος, αυτό το αυτόνομο άτομο είναι επίσης ο ουσιαστικός στόχος μιας καλώς εννοούμενης ψυχανάλυσης. Εδώ έχουμε μια σχετικά διαφορετική προβληματική, γιατί ένα ανθρώπινο ον είναι φαινομενικά ένα συνειδητό ον, αλλά στα μάτια ενός ψυχαναλυτή είναι κυρίως το ασυνείδητό του. Και αυτό το ασυνείδητο, γενικώς, δεν το γνωρίζει. Οχι γιατί είναι τεμπέλης, αλλά γιατί υπάρχει ένα φράγμα που τον εμποδίζει να το γνωρίσει. Είναι το φράγμα της απώθησης.
Γεννιόμαστε, για παράδειγμα, ως ψυχικές μονάδες, οι οποίες βιώνουν τη ζωή τους ως παντοδύναμες, που δεν γνωρίζουν όρια, ή δεν αναγνωρίζουν όρια στην ικανοποίηση των επιθυμιών τους, μπροστά στις οποίες κάθε εμπόδιο πρέπει να εξαφανιστεί. Και καταλήγουμε ως άτομα που δέχονται λίγο πολύ την ύπαρξη των άλλων, διατυπώνοντας πολύ συχνά ευχές για το θάνατό τους (οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν πραγματοποιούνται), και αποδέχονται ότι η επιθυμία των άλλων έχει το ίδιο δικαίωμα να εκπληρωθεί όπως και η δική τους. Αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας θεμελιώδους απώθησης, η οποία στέλνει στο ασυνείδητο όλες αυτές τις βαθύτερες τάσεις της ψυχής και διατηρεί εκεί ένα μεγάλο τμήμα των δημιουργημάτων του ριζικού φαντασιακού.
Μια ψυχανάλυση συνεπάγεται ότι το άτομο, μέσω των ψυχαναλυτικών μηχανισμών, οδηγείται στο να διαπεράσει αυτό το φράγμα του ασυνειδήτου, να εξερευνήσει όσο είναι δυνατόν αυτό το ασυνείδητο, να ελέγξει τις ασυνείδητες παρορμήσεις του και να μην ενεργεί χωρίς σκέψη και περισυλλογή. Αυτό το αυτόνομο άτομο είναι το τέλος (με την έννοια της τελεολογίας, της κατάληξης) της ψυχαναλυτικής διαδικασίας.
Όμως, αν κάνουμε τη σύνδεση με την πολιτική είναι φανερό ότι έχουμε ανάγκη ενός τέτοιου ατόμου, αλλά είναι επίσης φανερό ότι δεν μπορούμε να υποβάλλουμε το σύνολο των ατόμων της κοινωνίας σε ψυχανάλυση. Από εκεί προκύπτει ο τεράστιος ρόλος της εκπαίδευσης και η ανάγκη μιας ριζικής μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης, για να γίνει μια πραγματική παιδεία όπως έλεγαν οι Έλληνες, μια παιδεία της αυτονομίας, μια εκπαίδευση για την αυτονομία και προς την αυτονομία, η οποία οδηγεί αυτούς που είναι εκπαιδευμένοι – και όχι μόνο τα παιδιά – στο να αναρωτιούνται συνεχώς για να μάθουν εάν δρουν με πλήρη συνείδηση ή ωθούμενοι από ένα πάθος ή από μια προκατάληψη.
Όχι μόνο τα παιδιά, γιατί η εκπαίδευση ενός ατόμου, με τη δημοκρατική έννοια, είναι ένα εγχείρημα που αρχίζει με τη γέννηση αυτού του ατόμου και δεν ολοκληρώνεται παρά με το θάνατό του. Όλα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου συνεχίζουν να το διαμορφώνουν και να το παραμορφώνουν. Η ουσιαστική εκπαίδευση την οποία προσφέρει στα μέλη της η σύγχρονη κοινωνία, στα σχολεία, στα γυμνάσια, στα λύκεια και τα πανεπιστήμια είναι μια εργαλειακή εκπαίδευση, που έχει οργανωθεί ουσιαστικά για την εκμάθηση μιας επαγγελματικής απασχόλησης. Και δίπλα σ’ αυτήν υπάρχει η άλλη εκπαίδευση, δηλαδή οι ανοησίες που διαδίδει η τηλεόραση.
Για το ζήτημα της πολιτικής αντιπροσώπευσης, ο Ζαν-Ζακ Ρουσώ έλεγε ότι οι Άγγλοι, κατά το 18ο αιώνα, πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι γιατί εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους κάθε πέντε χρόνια. Πράγματι, είναι ελεύθεροι, αλλά για μια μέρα κάθε πέντε χρόνια. Λέγοντας αυτό ο Ρουσώ υποτιμούσε αδικαιολόγητα την άποψή του. Γιατί είναι φανερό ότι ακόμα και αυτή τη μέρα, κάθε πέντε χρόνια, δεν είμαστε ελεύθεροι. Γιατί; Γιατί έχουμε να ψηφίσουμε υποψήφιους τους οποίους παρουσιάζουν τα κόμματα. Δεν μπορούμε να ψηφίσουμε για οποιονδήποτε. Και έχουμε να ψηφίσουμε με βάση μια ολόκληρη πραγματική κατάσταση που κατασκευάστηκε από το προηγούμενο Κοινοβούλιο, το οποίο θέτει τα προβλήματα με τους όρους με τους οποίους αυτά τα προβλήματα μπορούν να συζητηθούν, και με τον ίδιο τρόπο επιβάλλει λύσεις, ή τουλάχιστον εναλλαγές λύσεων, που δεν ανταποκρίνονται σχεδόν ποτέ στα πραγματικά προβλήματα.
Γενικά, η εκπροσώπηση σημαίνει την αλλοτρίωση της κυριαρχίας των εκπροσωπούμενων προς τους εκπροσώπους. Το Κοινοβούλιο δεν ελέγχεται. Ελέγχεται κάθε πέντε χρόνια με μια εκλογή, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού είναι στην πράξη αμετακίνητη. Στη Γαλλία λίγο λιγότερο, αλλού πολύ περισσότερο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, οι γερουσιαστές είναι στην πραγματικότητα ισόβιοι γερουσιαστές. Και αυτό θα συμβεί και στη Γαλλία. Για να εκλεγεί κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται περίπου τέσσερα εκατομμύρια δολάρια. Ποιος δίνει αυτά τα τέσσερα εκατομμύρια; Δεν είναι βέβαια οι άνεργοι, είναι οι επιχειρήσεις. Και γιατί τα δίνουν; Γιατί στη συνέχεια ο γερουσιαστής θα είναι σύμφωνος με το λόμπι που σχηματίζουν αυτές στην Ουάσιγκτον, για να ψηφίζει τους νόμους που τις ευνοούν και να μην ψηφίζει τους νόμους που δεν τις ωφελούν. Αυτός είναι ο μοιραίος δρόμος των σύγχρονων κοινωνιών.
Το βλέπουμε να γίνεται στη Γαλλία παρ’ όλα τα υποτιθέμενα μέτρα που λαμβάνονται για να ελεγχθεί η διαφθορά. Η διαφθορά των πολιτικών στις σύγχρονες κοινωνίες έχει γίνει ένα συστημικό χαρακτηριστικό, ένα δομικό χαρακτηριστικό. Δεν είναι ευκαιριακή. Έχει ενσωματωθεί στη λειτουργία του συστήματος, το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά.
Ποιο είναι το μέλλον αυτού του σχεδίου για την αυτονομία; Το μέλλον του εξαρτάται από τη δραστηριότητα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπινων όντων. Δεν μπορούμε πια να μιλούμε με όρους μιας προνομιούχας τάξης, που θα ήταν για παράδειγμα το βιομηχανικό προλεταριάτο, το οποίο έχει γίνει εδώ και καιρό πολύ μειοψηφικό στον πληθυσμό. Μπορούμε να πούμε, αντίθετα, και αυτό είναι που τονίζω, ότι ολόκληρος ο πληθυσμός, εκτός από ένα 3% προνομιούχων στην κορυφή, έχει προσωπικό συμφέρον για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στην οποία ζει.
Αλλά αυτό που παρατηρούμε εδώ και 50 χρόνια είναι ο θρίαμβος της καπιταλιστικής φαντασιακής σημασιοδότησης, δηλαδή μιας απεριόριστης επέκτασης μιας δήθεν ορθολογικής υποτιθέμενης κυριαρχίας και η ατροφία, ο μαρασμός της άλλης μεγάλης φαντασιακής σημασιοδότησης της σύγχρονης εποχής, δηλαδή της αυτονομίας.
Άραγε θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση; Μήπως θα είναι παροδική; Κανείς δεν μπορεί να το πει. Δεν υπάρχει προφητεία σε αυτές τις υποθέσεις. Η σημερινή κοινωνία δεν είναι βέβαια μια νεκρή κοινωνία. Δεν ζούμε στο Βυζάντιο ή στη Ρώμη του 5ου μ.Χ. αιώνα. Υπάρχουν πάντα ορισμένα κινήματα. Υπάρχουν ιδέες που γεννιούνται, που κυκλοφορούν, υπάρχουν αντιδράσεις. Παραμένουν πολύ μειοψηφικές και πολύ αποσπασματικές σε σχέση με τον όγκο των καθηκόντων που είναι μπροστά μας. Αλλά θεωρώ βέβαιο ότι το δίλημμα το οποίο, επαναλαμβάνοντας τους όρους του Λέον Τρότσκι, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Μαρξ διατυπώσαμε την εποχή του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, συνεχίζει να ισχύει, με τον όρο βέβαια να μη συγχέουμε το σοσιαλισμό με τα ολοκληρωτικά τερατουργήματα που μεταμόρφωσαν τη Ρωσία σε ερείπια, ούτε με την αφηρημένη «οργάνωση» της οικονομίας, ούτε με την αχαλίνωτη εκμετάλλευση του πληθυσμού, ούτε με την πλήρη υποδούλωση της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής που υπήρχε εκεί.
Να ψηφίσουμε για το λιγότερο κακό
Γιατί η σύγχρονη κατάσταση είναι τόσο αβέβαιη; Γιατί, όλο και περισσότερο, βλέπουμε να αναπτύσσεται στο δυτικό κόσμο ένας τύπος ατόμου που δεν είναι πια ο τύπος του ατόμου μιας δημοκρατικής κοινωνίας ή μιας κοινωνίας στην οποία μπορούμε να αγωνιστούμε για περισσότερη ελευθερία, αλλά ένας τύπος ατόμου που έχει ιδιωτικοποιηθεί, που έχει κλειστεί στο μικρό προσωπικό του περιβάλλον και έχει γίνει κυνικός σε σχέση με την πολιτική.
Όταν οι άνθρωποι ψηφίζουν, ψηφίζουν κυνικά. Δεν πιστεύουν στο πρόγραμμα που τους παρουσιάζουν, αλλά θεωρούν ότι ο Χ ή ο Ψ είναι λιγότερο κακός σε σχέση με αυτό που ήταν ο Ω στην προηγούμενη περίοδο. Αρκετοί άνθρωποι θα ψηφίσουν αναμφίβολα τον Λιονέλ Ζοσπέν (2) στις προσεχείς εκλογές, όχι γιατί τον λατρεύουν ή γιατί έχουν θαμπωθεί από τις ιδέες του, κάτι που θα προκαλούσε έκπληξη, αλλά απλώς γιατί έχουν σιχαθεί τη σημερινή κατάσταση. Το ίδιο άλλωστε έγινε το 1995, όταν οι άνθρωποι είχαν αηδιάσει από 14 χρόνια υποτιθέμενου σοσιαλισμού, του οποίου το κυριότερο κατόρθωμα ήταν να εισαγάγει τον πιο ξέφρενο φιλελευθερισμό στη Γαλλία και να αρχίσει να εξαρθρώνει όσα υπήρχαν ως κοινωνικές κατακτήσεις στην προηγούμενη περίοδο.
Από την άποψη της πολιτικής οργάνωσης μια κοινωνία αρθρώνεται πάντα, ρητά ή εξυπακουόμενα, σε τρία τμήματα. 1) Αυτό που οι Έλληνες είχαν ονομάσει οίκος δηλαδή το «σπίτι», την οικογένεια, την ιδιωτική ζωή. 2) Την αγορά, το δημόσιο-ιδιωτικό χώρο όπου τα άτομα συναντιούνται, συζητούν, ανταλλάσσουν, σχηματίζουν ενώσεις ή επιχειρήσεις, δίνουν θεατρικές παραστάσεις, ιδιωτικές ή επιδοτούμενες δεν έχει σημασία. Είναι αυτό που ονομάζουμε από το 18ο αιώνα κοινωνία πολιτών, ένας όρος που προκαλεί σύγχυση, η οποία έχει αυξηθεί ακόμη περισσότερο το τελευταίο διάστημα. 3) Η εκκλησία, ο δημόσιος-δημόσιος χώρος, η εξουσία, ο τόπος όπου ασκείται, υπάρχει, κατατίθεται η πολιτική εξουσία.
Η σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις σφαίρες δεν πρέπει να δομείται κατά τρόπο σταθερό και άκαμπτο, πρέπει να είναι ευλύγιστη, αρθρωμένη. Από μια άλλη σκοπιά, αυτές οι τρεις σφαίρες δεν μπορούν να είναι τελείως ξεχωριστές.
Ο σημερινός φιλελευθερισμός ισχυρίζεται ότι μπορούμε να χωρίσουμε τελείως το δημόσιο χώρο από τον ιδιωτικό χώρο. Όμως είναι αδύνατο, και να ισχυρίζεται κανείς ότι το πέτυχε είναι ένα δημαγωγικό ψεύδος. Δεν υπάρχει προϋπολογισμός που να μην επεμβαίνει στη δημόσια ιδιωτική ζωή και ακόμη και στην ιδιωτική ζωή. Και αυτό δεν είναι παρά ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά άλλα. Με τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει εξουσία που να μην είναι υποχρεωμένη να επιβάλλει ένα ελάχιστο περιοριστικών νόμων, θεσμοθετώντας για παράδειγμα ότι ο φόνος απαγορεύεται, ή, στο σύγχρονο κόσμο, ότι πρέπει να επιδοτείται η υγεία ή η εκπαίδευση. Θα πρέπει να υπάρχει σ’ αυτό το πεδίο ένα είδος παιχνιδιού ανάμεσα στη δημόσια εξουσία και την αγορά, δηλαδή η κοινότητα.
Μόνο σε ένα πραγματικά δημοκρατικό καθεστώς μπορούμε να δοκιμάσουμε να εγκαθιδρύσουμε μια σωστή διάρθρωση ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις σφαίρες, διαφυλάσσοντας στο μέγιστο την ιδιωτική ελευθερία, διαφυλάσσοντας επίσης στο μέγιστο την ελευθερία της αγοράς, δηλαδή τις κοινές δημόσιες δραστηριότητες των ατόμων, πράγμα που οδηγεί στη συμμετοχή όλου του κόσμου στη δημόσια εξουσία. Τη στιγμή που αυτή η δημόσια εξουσία ανήκει σε μια ολιγαρχία και η δραστηριότητά της είναι ουσιαστικά παράνομη, εφόσον οι ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται πάντοτε στο παρασκήνιο.
Πηγή:monde-diplomatique
Κάπου στο κείμενο γράφει “…Γενικά, η εκπροσώπηση σημαίνει την αλλοτρίωση της κυριαρχίας των εκπροσωπούμενων προς τους εκπροσώπους.” και νομίζω πως είναι λάθος ορισμός ή μετάφραση μεταξύ της εκπροσώπησης – εκπροσώπου και της αντιπροσώπευσης – αντιπροσώπου.
Ως εκπρόσωπος θεωρείτε εκείνος που μεταφέρει το συλλογικό κέλευσμα χωρίς να μπορεί να τ’ αλλοτριώσει.
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της εκπροσώπησης είναι η ανακλητότητα εφόσον το αποφασίσει η συνέλευση μιας συλλογικότητας ή μιας κοινωνίας η οποία θεωρεί πως ο εκπρόσωπός της δεν υπηρετεί τις αποφάσεις της.
Αντίθετα, στην αντιπροσώπευση – αντιπρόσωπο παραχωρείτε το ελεύθερο να πράττει κατά το δοκούν χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα της άμεσης ανακλητότητας ακόμη κι αν η συλλογικότητα ή η κοινωνία που επέλεξε κάποιον/ποιους για αντιπρόσωπο/πους δεν συμφωνεί με τις ενέργειες του/τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες κι ο τρόπος λειτουργίας τους απέναντι στους πολίτες ή και ακόμη απέναντι στις αποφάσεις και των ίδιων των κομμάτων τους…..