Κείμενο του Χάρη Ναξάκη, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα: 13 Απαντήσεις:
Στις 13 Απαντήσεις ο Γ. Σταματόπουλος, από τους τελευταίους ίσως νεορομαντικούς, συμβάλλει μ’ ένα εξαίσιο πρόλογο, ο Τ. Παππάς, άριστος γνώστης της τραγωδίας της αριστεράς, θέτει σχεδόν όλα τα καίρια ερωτήματα και οι απαντήσεις του Δ. Κουφοντίνα αναδεικνύουν τα αδιέξοδα του ένοπλου προφητισμού. Θα αναφερθώ σε ένα από αυτά, την ανάθεση. Ο ένοπλος προφητισμός δεν είναι μόνο ισλαμιστικής έμπνευσης ( βλ. τζιχαντιστές) ή ιουδαιοχριστιανικός (σταυροφορίες, γενοκτονία των γηγενών πληθυσμών της Αμερικής, κτλ). Ο ένοπλος προφητισμός δεν έχει μόνο θεολογικό αξιολογικό φορτίο αλλά και νεωτερικό, φιλελεύθερο ή αριστερό. Η μεγαλύτερη προφητεία είναι η ιδεολογία της προόδου και της ανάπτυξης που αποτελεί το όχημα για τον επίγειο παράδεισο . Δεν έχει καμία σημασία αν την εσχατολογική αυτή αντίληψη την επικαλείται η θεοκρατία ή ο διαφωτισμός, που είναι στην ουσία του μια θρησκευτική πίστη με κοσμικά χαρακτηριστικά. Ο τελικός σκοπός είναι ο ίδιος. Η δημιουργία ενός επίγειου ή ουράνιου παραδείσου στον οποίο θα έχουν αρθεί όλες οι αδιαφάνειες και θα έχει ηττηθεί οριστικά το κακό. Για την επίτευξη αυτού του «ευγενούς» σκοπού, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Είτε στο όνομα του Μωάμεθ ή του Χριστού είτε στο όνομα της εξαγωγής της δημοκρατίας (βλ. επεμβάσεις των Αμερικάνων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ) είτε στο όνομα της εξαγωγής του σοσιαλισμού (στρατιωτικές εισβολές των σοβιετικών στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία), η βία, η κοσμική τρομοκρατία είναι ηθικά νομιμοποιημένη διότι υπηρετεί την πρόοδο και την ανάπτυξη της κοινωνίας, φιλελεύθερης ή σοσιαλιστικής. Η βία ( το μέσο) καθαγιάζεται στο όνομα ενός ιερού σκοπού και γίνεται αυτοσκοπός.
Κάθε προφητισμός βέβαια προϋποθέτει ένα περιούσιο λαό. Δεν έχει καμία αξιολογική σημασία αν αυτός είναι ο πιστός, ο θρησκευόμενος άνθρωπος ή το προλεταριάτο. Παρότι όμως κάθε προφητισμός προϋποθέτει ένα περιούσιο λαό ταυτόχρονα τον θεωρεί οιονεί ανώριμο, αμόρφωτο, χωρίς αναπτυγμένη τη συνείδηση του ευγενούς σκοπού. Μόνο οι προφήτες, οι διανοούμενοι, η πρωτοπορία, το κόμμα, οι πεφωτισμένοι ηγέτες έχουν το χάρισμα των υψηλών ιδανικών. Οι «αποκάτω» θα πρέπει να αναθέσουν στους πεφωτισμένους να τους οδηγήσουν στον παράδεισο. Η ανάθεση, ο αναθεσίτης λαός είναι προϋπόθεση κάθε προφητισμού, η μετατροπή δηλαδή του πολίτη σε υπήκοο που εξουσιοδοτεί ένα αυτόκλητο σωτήρα-τιμωρό, μια φωτισμένη ηγεσία, να τον οδηγήσει στη βάση ενός ορθολογικού σχεδίου στις πύλες του παραδείσου. Γι’ αυτό όλοι οι προφήτες, οι αντάρτες πόλεις όπως ο Κουφοντίνας, είναι λενινιστές, υποτιμούν βαθιά τον λαό στο όνομα του οποίου αναφέρονται. Για τον Λένιν, όπως ρητά αποτυπώνεται στο «Τι να κάνουμε», ο λαός, η εργατική τάξη, δεν αποτελούν ένα αυτόνομο φορέα των ιστορικών μετασχηματισμών. Την σοσιαλιστική συνείδηση, τα υψηλά ιδανικά, «πρέπει να τους τα φέρει κάποιος από τα έξω», διότι αν δεν καθοδηγηθούν από μια πρωτοπορία το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να «αναπτύξουν μια συνδικαλιστική συνείδηση», να διεκδικήσουν δηλαδή μόνο την καλυτέρευση των όρων ζωής τους εντός του καπιταλισμού. Η ήττα της 17 Νοέμβρη δεν είναι αποτέλεσμα, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Κουφοντίνας του γεγονότος ότι δεν κατάφερε να συνδυάσει την ένοπλη πάλη με την λαϊκή πάλη. Ακόμα και αν αυτό συνδυαζόταν, η ένοπλη οργάνωση και οι ηγέτες της θα ήταν ο καθοδηγητής, το σχέδιο του οποίου ένας αναθεσίτης λαός θα έφερνε σε πέρας με βίαιες ή μη μεθόδους. Ο άδικος όμως κόσμος δεν αλλάζει με αυτόκλητους τιμωρούς που μετατρέπουν τον πολίτη σε ετερόνομο άτομο, σε αναθεσίτη. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, πέρα από την ανάθεση, μέσω της αυτοθέσμισης. Είναι αυτός της δημιουργίας μέσα στο σώμα της παλιάς κοινωνίας των σπερμάτων της καινούριας, να εγκαταστήσουμε τον κόσμο που θέλουμε- αμεσοδημοκρατικό, αντιιεραρχικό, συνεργατικό, αποεμπορευματοποιημένο, των κοινών αγαθών και των δικτύων αλληλεγγύης, του οικονομικού εξισωτισμού, της επανατοπικοποίησης της παραγωγής και της εθελουσίας απλότητας- στο παρόν που θέλουμε να εγκαταλείψουμε.
Η κριτική όμως των όπλων, η κριτική αποτίμηση του ένοπλου δρόμου, που σωστά εξέφρασε ο Α. Νέγκρι με τη ρήση «το ότι εμείς είχαμε άδικο δε σημαίνει ότι αυτοί είχαν δίκιο» δεν πρέπει να αγνοήσει το ζήτημα της αμνηστίας των πράξεων που τελέστηκαν σε μια στάση, σε ένα εμφύλιο πόλεμο. Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στην αμνηστία – Των δε παλεληλυθότων μηδενί προς μηδένα μνησικακείν ( να μη διατηρήσουν σε καμιά περίπτωση τη μνήμη των περασμένων γεγονότων) – που οι δημοκρατικοί έδωσαν στους ολιγαρχικούς μετά τη νίκη ( 403 πΧ ) των πρώτων στον εμφύλιο πόλεμο με τους δεύτερους που οδήγησε στην ήττα των τριάκοντα τυράννων και στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Αθήνα, λέει ότι οι δημοκρατικοί «πολιτικώτατα….χρήσασθαι», ενήργησαν με πολιτικό τρόπο. Διότι όπως αναφέρει ο G. Agamben (Στάσις, εκδόσεις Κουκκίδα) «η αθηναϊκή αμνηστία δεν είναι απλώς λήθη ή απώθηση του παρελθόντος: είναι μια έκκληση κατά της κακής χρήσης της μνήμης ….Η στάσις δεν είναι κάτι που μπορεί ποτέ να λησμονηθεί….. ωστόσο δεν πρέπει να διατηρείται στη μνήμη μέσα από δίκες και εκδικήσεις». Μήπως λοιπόν πρέπει να αρχίσει ένας πολιτικός διάλογος για την αμνηστία των έγκλειστων στις φυλακές στελεχών της 17 Νοέμβρη;
ΥΓ: Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη του φίλου γιατρού Κωστή Νικηφοράκη, από τους ελάχιστους που κατήγγειλε την βάναυση παραβίαση κάθε ιατρικής δεοντολογίας κατά την ανάκριση του βαριά τραυματισμένου Σάββα Ξηρού.
Χάρης Ναξάκης