Γεωργία 4.0: Ο αλγόριθμος στο πιάτο μας*
- May 30, 2019
- 0 comments
- 0
Του Σωτήρη Αλεξάκη
Είναι γνωστό ότι ο αγροτικός τομέας χαρακτηριζόταν πάντα από ιδιαιτερότητες που δεν κυριαρχούν σε άλλους τομείς της παραγωγής. Καταρχάς, εμπλέκει άμεσα όλη την κοινωνία μέσω της διατροφής. Επιπλέον, σε επίπεδο κράτους καθορίζει τον βαθμό ανεξαρτησίας και τον έλεγχο της οικονομίας. Ταυτόχρονα, η παραγωγή και τα εισοδήματα των αγροτών εξαρτώνται άμεσα από αστάθμητους παράγοντες όπως οι κλιματικές συνθήκες. Εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών, ο αγροτικός τομέας έχρηζε ανέκαθεν κάποιας κρατικής προστασίας.
Για πολλά χρόνια, η αγροτική πολιτική και έρευνα ήταν υπόθεση των κρατικών θεσμών. Οι αγρότες απευθύνονταν σε δημόσια ιδρύματα, όπως οι σχολές, τα ινστιτούτα έρευνας και οι γεωργικοί σταθμοί, για να ανταλλάξουν πληροφορίες και συμβουλές γύρω από τις καλλιέργειες. Επίσης, λόγω της φύσης της καλλιεργητικής εμπειρίας και της μεγάλης κληρονομημένης γνώσης, πολλές φορές τα όρια μεταξύ του ειδικού και του μη ειδικού ήταν αρκετά θολά. Απόρροια αυτής της μακροχρόνιας διαδικασίας υπήρξε η αναγνώριση από τη Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) του γεγονότος ότι οι αγρότες και οι αγροτικές κοινότητες, ήδη από τις απαρχές της γεωργίας, συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία, τη διατήρηση, την ανταλλαγή και τη γνώση που έχουμε γύρω από τη γεωργική καλλιέργεια, και θα πρέπει να προστατευτούν απέναντι στα μονοπώλια των εταιρειών και τις πατέντες ιδιοκτησίας.
Με την ανάκαμψη των φιλελεύθερων πολιτικών και την πολυεπίπεδη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, η διαχείριση της γνώσης των αγροτικών κοινοτήτων περνάει σταδιακά στις εταιρείες παραγωγής των αγροτικών εφοδίων και των γεωργικών τεχνολογιών. Το θεμελιώδες δικαίωμα των αγροτών να σώζουν, να σπέρνουν και να ανταλλάζουν το φυτογενετικό υλικό, αλλά και να επιλέγουν μόνοι τους με ποιον τρόπο θα παραχωρήσουν το υλικό ή την πληροφορία, άρχισε για πρώτη φορά να διαβρώνεται το 1996 με την άδεια που παραχωρήθηκε στη Monsanto για τη χρησιμοποίηση του ζιζανιοκτόνου Roundup σε πατενταρισμένες καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (Γ.Τ.Ο.). Η προοδευτική ρητορική που πλαισίωσε τους Γ.Τ.Ο. οδήγησε αρχικά στη γρήγορη διάδοσή τους, ενώ σήμερα τα τραγικά αποτελέσματα για πολλές αγροτικές κοινότητες είναι λίγο πολύ γνωστά.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της τεχνοκρατικής ιδεολογίας είναι η προσπάθεια κατασκευής της έννοιας της προόδου εντός ενός εσωτερικού πλαισίου, με παράλληλη συσκότιση των κοινωνικών, ιδεολογικών και πολιτικών χαρακτηριστικών που ενσωματώνουν εγγενώς οι επιστημονικές πρακτικές και οι τεχνολογίες από την κατασκευή τους έως τη χρήση (ή μη) τους. Ένα όχι και τόσο τυχαίο παράδειγμα, είναι το επιστημονικό πρόγραμμα της «Πράσινης Επανάστασης». Ως Πράσινη Επανάσταση αναφέρεται η επιστημονική πρόταση η οποία άρχισε να εφαρμόζεται μεταπολεμικά στις αναπτυγμένες χώρες και από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Ν. Αμερικής. Η «επανάσταση» στόχευε στην αντικατάσταση των παραδοσιακών τρόπων καλλιέργειας από νέες μεθόδους που βασίζονταν στις μονοκαλλιέργειες με νέες ποικιλίες σπόρων, στη γενικευμένη χρήση χημικών προϊόντων και στην εισαγωγή νέων μηχανημάτων. Η Πράσινη Επανάσταση υποσχόταν εξάλειψη της φτώχειας και της παγκόσμιας πείνας που συνοψιζόταν στο σλόγκαν «τροφή για όλους». Εμπνευστής του όλου προγράμματος θεωρείται ο γεωπόνος Norman Borland, ο οποίος τιμήθηκε το 1971 με το Νόμπελ Ειρήνης. Τελικά, όχι μόνο το πρόβλημα της πείνας δεν λύθηκε, αλλά ολόκληρες περιοχές καταστράφηκαν, η ανισότητα και η εξαθλίωση στις αναπτυσσόμενες χώρες διογκώθηκε και νέα περιβαλλοντικά προβλήματα προέκυψαν. Μετά την αποτυχία του προγράμματος να εξαλείψει την παγκόσμια πείνα, και αφού κατέστρεψε κοινωνίες και περιβάλλον, κατασκευάστηκε εκ νέου η έννοια της προόδου μέσω της εισαγωγής των Γ.Τ.Ο. Εύκολα, λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η πρόοδος μοιάζει να κινείται μέσα σε έναν φαύλο κύκλο, εντός του οποίου η αιτία που δημιουργεί το πρόβλημα έρχεται να προσφέρει τη λύση.
Τη δεκαετία του 1990 ο κοινωνικός διάλογος που άνοιξε γύρω από την υιοθέτηση των Γ.Τ.Ο. πήρε τεράστιες διαστάσεις και σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό την επέκτασή τους. Η συζήτηση που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας κατάφερε να αμφισβητήσει την έννοια της τεχνοεπιστημονικής προόδου ακόμα και στο υψηλότερο θεσμικό επίπεδο. Δεν φαίνεται όμως να συμβαίνει το ίδιο για τις τεχνολογίες που φέρνει η Τ.Β.Ε. στην αγροτική παραγωγή. Παρόλο που οι νέες τεχνολογίες έρχονται με τις ίδιες πάνω-κάτω υποσχέσεις των Πράσινων Επαναστάσεων και των Γ.Τ.Ο., η Γεωργία Ακριβείας φαίνεται εκ πρώτης όψεως πιο ακίνδυνη για την κοινωνική ασφάλεια. Είναι όμως έτσι ή πρόκειται για αλληλοσυμπληρούμενες τεχνολογίες;
Το 2012 η Monsanto διέθεσε λίγο παραπάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια για να εξαγοράσει μια start-up, την Climate Corporation. Η εξαγορά δεν αφορούσε κάποια εταιρεία σπόρων, αγροχημικών ή φυτοφαρμάκων, αλλά μια εταιρεία πληροφοριών και διαχείρισης μεγάλων δεδομένων (Big Data) που σχετίζονταν με τις καιρικές και κλιματικές συνθήκες. Σήμερα η Monsanto ισχυρίζεται ότι δεν είναι μόνο μια εταιρεία βιοτεχνολογίας, αλλά και μια εταιρεία δεδομένων. Τα τελευταία χρόνια τεράστιες συγχωνεύσεις εταιρειών που σχετίζονται με τις αγροτικές εισροές δημιουργούν παγκόσμια μονοπώλια, ενώ το ενδιαφέρον της έρευνας και της ανάπτυξης των εταιρικών κολοσσών μετατοπίζεται από τους σπόρους, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα προς τις ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη και η διαχείριση των μεγάλων δεδομένων.
Επίσης δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι μεγάλοι κολοσσοί της στρατιωτικής βιομηχανίας όπως οι Lockheed Martin και Rockwell έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στις γεωργικές τεχνολογίες. Όπως τα χημικά λιπάσματα και τα μηχανήματα που αναπτύχθηκαν ως τεχνολογία πολέμου βρήκαν εφαρμογή στις μεταπολεμικές «Πράσινες Επαναστάσεις» ή τα drones και τα Συστήματα Εντοπισμού Θέσης (GPS) πρωτοεμφανίστηκαν στον πόλεμο του Κόλπου, σήμερα η στρατιωτική βιομηχανία κατασκευάζει drones, αισθητήρες και λογισμικά για τη σάρωση των αγρών, σαν να πρόκειται για πεδίο μάχης. Γίνεται, επομένως, εύκολα αντιληπτό ότι μεγάλο μέρος αυτών των τεχνολογιών ενσωματώνουν τεχνολογίες ελέγχου και επιτήρησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον έλεγχο των κοινοτήτων και τη διακυβέρνησή τους.
Το κρίσιμο όμως ζήτημα που μπορεί να ενισχύσει το επιχείρημά μας — δηλαδή ότι οι Γ.Τ.Ο. και η Γεωργία Ακριβείας είναι αλληλοσυμπληρούμενες τεχνολογίες— είναι η διαχείριση της πληροφορίας μέσω των μεγάλων δεδομένων. Το μέλλον της γεωργίας θα εξαρτάται από τις συσσωρευμένες πληροφορίες που θα είναι αποθηκευμένες σε κάποιον εταιρικό υπολογιστή (cloud). Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο μεγάλες ομάδες δεδομένων που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη γεωργική παραγωγή: αυτά που αφορούν στο γονιδίωμα των σπόρων και ανήκουν στις εταιρείες βιοτεχνολογίας και αυτά που συλλέγονται από δορυφόρους και αισθητήρες και ανήκουν κατά βάση στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Γεωργία Ακριβείας. Το εντυπωσιακό εδώ, είναι ότι η δεύτερη κατηγορία είναι πολύ μεγαλύτερη και πιο κρίσιμη από την πρώτη. Αυτό είναι κάπως λογικό, καθώς οι εταιρείες βιοτεχνολογίας κατέχουν μόνο πακέτα δεδομένων για τους σπόρους και τους πελάτες τους, ενώ τα clouds των εταιρειών που σχετίζονται με κάποια τεχνολογία Γεωργίας Ακριβείας κατακλύζονται συνεχώς με δεδομένα που συλλέγονται από δορυφόρους και αισθητήρες. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής γεωργικών μηχανημάτων στον κόσμο, John Deere, συλλέγει δεδομένα με ακρίβεια εκατοστού από το 2001. Φαίνεται ότι οι εταιρείες βιοτεχνολογίας και Γεωργίας Ακριβείας συγκλίνουν τεχνολογικά στα clouds όπου αποθηκεύονται τα μεγάλα δεδομένα, ενώ ήδη από το 2013 η John Deere συνεργάζεται σε θέματα διαχείρισης δεδομένων με εταιρείες βιοτεχνολογίας και αγροχημικών προϊόντων. Στην εποχή των μεγάλων δεδομένων η πληροφορία αγοράζεται και πωλείται όπως κάθε άλλο εμπόρευμα. Δίπλα στα σακιά με τους σπόρους, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα βρίσκεται πλέον και η άυλη πληροφορία.
Τα μεγάλα δεδομένα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της Γεωργίας Ακριβείας, όμως ο εταιρικός έλεγχος δεν περιορίζεται μόνο στη διαχείριση της πληροφορίας και στην απόσπασή της. Ένα είδος νέων περιφράξεων λαμβάνει χώρα και στο επίπεδο των γεωργικών μηχανήματων μέσω του λογισμικού των ψηφιακών συσκευών. Οι συσκευές και τα συστήματα που προσαρμόζονται στα τρακτέρ και στα υπόλοιπα μηχανήματα έχουν «κλειδωμένα» λογισμικά που δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε απλούς χρήστες. Για παράδειγμα, σε περίπτωση κάποιας βλάβης ο αγρότης πρέπει να απευθυνθεί στον ιδιοκτήτη του λογισμικού, δηλαδή στην εταιρεία. Στην ουσία το λογισμικό δεν αφαιρεί μόνο την πρόσβαση, αλλά και την κυριότητα των μηχανημάτων. Η δήλωση ενός αγρότη που δεν μπορούσε να επισκευάσει το τρακτέρ του είναι χαρακτηριστική: «πριν από το λογισμικό, μπορούσαμε να επισκευάσουμε τα πάντα, αρκούσε ένα εγχειρίδιο και κάποια εργαλεία». Συγχρόνως η John Deere το δηλώνει επίσημα: «οι αγρότες πλέον δεν θα είναι ιδιοκτήτες των τρακτέρ και των μηχανημάτων, απλά τους παραχωρείται μια άδεια λειτουργίας».[1] Ο αγρότης μετατρέπεται όχι απλά σε χρήστη αλλά και σε ενοικιαστή των εργαλείων και των μηχανημάτων της εργασίας του.
Η Γεωργία 4.0 μπορεί να λειτουργήσει μόνο διευρύνοντας και συγχωνεύοντας τα πεδία διαθέσιμων πληροφοριών για κάθε περιβαλλοντικό, βιολογικό και ανθρώπινο παράγοντα που εμπλέκεται στη διαδικασία της παραγωγής. Οι αναλυτές των μεγάλων δεδομένων μπορούν να ελέγχουν με ακρίβεια ποιοι και τι είδους σπόροι φυτεύονται, σε ποιο σημείο του αγρού, πότε και τι είδους λιπάσματα και φυτοφάρμακα εφαρμόζονται, ακόμα και ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει η συγκομιδή. Κάθε εργασία στον datoποιημένο αγρό είναι αποτέλεσμα ανάλυσης δεδομένων και κάθε κίνηση μεταφέρει δεδομένα στο cloud μιας εταιρείας, ενώ στην πραγματικότητα ένας απομακρυσμένος προγραμματιστής αναλύει, παρακολουθεί και ελέγχει όλη τη διαδικασία. Σε ένα τέτοιο μοντέλο ο αγρότης μοιάζει εκτοπισμένος και οι συσκευές, τα δεδομένα αλλά και τα εφόδια δεν μπορούν παρά να ανήκουν σε εταιρείες που έχουν την δυνατότητα να θέσουν σε λειτουργία ένα τόσο πολύπλοκο σύστημα.
Οι νέες τεχνολογίες υπόσχονται μια πιο «βιώσιμη και πράσινη» γεωργία, με παράλληλη αύξηση της παραγωγικότητας και του εισοδήματος των αγροτών. Θα άξιζε όμως ν’ αναρωτηθεί κανείς σε ποιους λόγους οφείλονται αυτές οι υποσχέσεις. Σύμφωνα με τους αγροτικούς κοινωνιολόγους Steven Wolf και Fred Buttel, η Γεωργία Ακριβείας προωθεί περαιτέρω τον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής της τροφής και νομιμοποιεί την εντατική καλλιέργεια και τις χημικές εισροές.[2] Παράλληλα, οι νέες τεχνολογίες φέρνουν νέα εργαλεία διακυβέρνησης που επιβάλουν νέες μορφές εξάρτησης. Πράγματι, η Γεωργία Ακριβείας προωθεί την εμπορευματοποίηση της παραγωγής, τον έλεγχο της πληροφορίας και οδηγεί στην περαιτέρω εκβιομηχάνιση, στην απώλεια των τοπικών γνώσεων και στη διάβρωση των δικαιωμάτων των αγροτών.
Οι βιωματικές «μη-επιστημονικές» γνώσεις των ανθρώπων που καλλιεργούν τη γη, οι οποίες ενδεχομένως μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και συγκροτούν κοινωνικούς δεσμούς, υποχωρούν μπροστά στην αλγοριθμική επεξεργασία. Οι αγρότες και οι αγροτικές κοινότητες χάνουν τη σημασία τους και εξαρτώνται πια όλο και περισσότερο από τις αποφάσεις των εταιριών που θα αναλύουν αλγοριθμικά και σε πραγματικό χρόνο την πληροφορία υπαγορεύοντας την επόμενη κίνηση. Η καλλιέργεια μετατρέπεται σε μία σειρά τυποποιημένων κινήσεων, στο πλαίσιο των οποίων ο προγραμματιστής/αναλυτής είναι πλέον ο μόνος «ειδικός», κάτοχος και διαχειριστής της γνώσης.
Τα θεσμικά πλαίσια γύρω από την προστασία των δεδομένων και οι εκάστοτε «εταιρικές ευθύνες» έχουν μικρή σημασία σ’ αυτό που συζητάμε. Οι εταιρίες και οι οργανισμοί πνευματικής ιδιοκτησίας καταβάλλουν προσπάθειες να πείσουν για την ασφάλεια στην πρόσβαση της πληροφορίας και ισχυρίζονται ότι ο τεράστιος όγκος των δεδομένων συνεχίζει να αποτελεί ιδιοκτησία του αγρότη/χρήστη. Πρακτικά όμως, αφενός λόγω της αδυναμίας ελέγχου των χρηστών ως προς την επεξεργασία των δεδομένων τους και αφετέρου λόγω του τεράστιου όγκου της πληροφορίας, η πολύπλοκη διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι στα χέρια των εταιρικών προγραμματιστών, στις αλγοριθμικές σειρές και στα συστήματα μηχανικής μάθησης, που θα αναλύουν τα δεδομένα, θα εξαγάγουν συμπεράσματα και θα καθορίζουν τα σχέδια διαχείρισης.
Στη διαδικασία εκχώρησης της γνώσης από τη μεριά των αγροτών, η τεχνολογική διαμεσολάβηση δεν θα αρκούσε αν δεν είχε πλαισιωθεί με νέες σημασίες και φαντασιακά. Ο Maurice Merleau-Ponty πριν πενήντα χρόνια το είχε προβλέψει ξεκάθαρα, «η αναφορά στην κυβερνητική έχει μετατραπεί σε ιδεολογία. Σε αυτή την ιδεολογία οι ανθρώπινες δημιουργίες πηγάζουν από επεξεργασίες φυσικής πληροφορίας, οι οποίες με τη σειρά τους έχουν συλληφθεί στη βάση του μοντέλου του ανθρώπου-ως-ηλεκτρονικού υπολογιστή». Σε αυτήν την κατάσταση του νου, η επιστήμη ονειροπολεί και «κατασκευάζει τον άνθρωπο και την ιστορία στη βάση μερικών αφηρημένων δεικτών» και για όσους εμπλέκονται στο ονειροπόλημα αυτό «ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά αυτό το manipulandum που ο ίδιος θεωρεί ότι είναι».[3] Ο αγρότης μέσα σε αυτό το οργουελικό σκηνικό μετασχηματίζεται σε άβουλο χρήστη και εντολοδόχο μιας εντολής που έχει δοθεί από κάποιον απομακρυσμένο ειδικό προγραμματιστή.
Αντί επιλόγου
Ο Lewis Mumford αναφέρει «…μέχρι και τις μέρες μας, δυο είδη τεχνολογίας συνυπήρχαν περιοδικά πλάι-πλάι: η μια αυταρχική και η άλλη δημοκρατική· η πρώτη εκπορευόμενη από το κέντρο του συστήματος, εξαιρετικά ισχυρή αλλά ασταθής εκ φύσεως, η δεύτερη ελεγχόμενη από τον άνθρωπο, σχετικά αδύναμη, αλλά ευφυής και αέναη. […] Αυτό που θα ονόμαζα δημοκρατική τεχνική είναι η μέθοδος παραγωγής σε περιορισμένη κλίμακα, βασιζόμενη κυρίως στην ανθρώπινη επιτηδειότητα και την ενέργεια των ζώων, πάντοτε όμως όντας υπό την ενεργητική διεύθυνση του τεχνίτη ή του γεωργού, ακόμα κι όταν αυτοί χρησιμοποιούν μηχανές», και συνεχίζει: «Η τεχνική αυτή έχει μεν περιορισμένες φιλοδοξίες, αλλά –ακριβώς χάρη στην ευρεία της διάδοση και τις χαμηλές της απαιτήσεις– προσαρμόζεται και ανακάμπτει πολύ εύκολα. Αυτή είναι η δημοκρατική τεχνική που στήριξε και στηρίζει σταθερά όλους τους πολιτισμούς της ιστορίας μέχρι την εποχή μας».[4]
Αν μας επιτρέπεται ένας αναχρονισμός και μια εικασία, ο Mumford δεν θα κατηγοριοποιούσε τις τεχνολογίες της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης ως δημοκρατικές τεχνολογίες. Για εμάς δεν μπορεί παρά κάθε τεχνολογία να είναι πολιτική και αντιστρόφως. Η Γεωργία Ακριβείας είναι μια επιλογή της κοινωνίας να εκχωρήσει την καλλιεργητική διαδικασία στην αλγοριθμική ανάλυση και τον έλεγχο της παραγωγής στους νέους «ειδικούς» και στους τεχνοκράτες. Η επιλογή αυτή βραχυπρόθεσμα και σε ένα αφαιρετικό πλαίσιο μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο, όπως για παράδειγμα στο κυνήγι της αποδοτικότητας. Από την άλλη, είναι μια διαδικασία βιομηχανοποίησης που «εκπορεύεται από το κέντρο του συστήματος», που απονοηματοδοτεί σημασίες, διαρρηγνύει κοινωνικούς δεσμούς και δημιουργεί περαιτέρω δεσμούς εξάρτησης. Ο αγρότης μπροστά στη σαγήνη των νέων τεχνολογιών εκχωρεί την αυτονομία, την οξυδέρκεια και τη δημιουργικότητά του.
[1] Βλ. https://www.theguardian.com/environment/2017/mar/06/nebraska-farmers-right-to-repair-john-deere-apple.
[2] S. Wolf and S. Wood, «Precision Farming: Environmental Legitimization, Commodification of Information, and Industrial Coordination», Rural Sociology, 1997.
[3] Η αναφορά στην πρόβλεψη του Maurice Merleau-Ponty γίνεται από τον Ιβάν Ίλιτς στο κείμενό του, «Πληροφορική εγγραμματοσύνη και το όνειρο της κυβερνητικής», μτφρ. Γ.Περτσάς, Kaboom 2, Μάιος 2017.
[4] Λιούις Μάμφορντ, «Αυταρχικές και δημοκρατικές τεχνικές», μτφρ. Α. Φασουλάς, Πρόταγμα 5, Δεκέμβριος 2012.
*Απόσπασμα από την έντυπη εκδοση του περιοδικού Kaboom, Αθήνα Δεκέμβριος 2018
Περισσότερα στο:kaboomzine.gr