Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας
Ακόμη μία φορά η κοινωνία σέρνεται σε εκλογές, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση, πληροφόρηση και συμμετοχή σε αυτά που συμβαίνουν. Άλλη μία φορά καλείται να επικυρώσει το ολιγαρχικό κομματοκρατικό σύστημα που οδήγησε στην χρεοκοπία και είναι ανίκανο να σταματήσει την ολέθρια πορεία. Πάλι η κοινωνία είναι έτοιμη να αναθέσει τις τύχες και το μέλλον της σε αμφιλεγόμενους πολιτικούς, προβληματικά κόμματα, σε γραφειοκρατικές διακυβερνήσεις και θνησιγενή προγράμματα.
Πράγματι, η κομματική αντιπαράθεση εδώ και πέντε έτη εγκλώβισε τη συζήτηση στο δίπολο «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», «τρόικα – αντιτρόικα». Οι μεν ισχυρίζονται ότι θα σώσουν τη χώρα με το μνημόνιο και το ευρώ, ενώ οι δε ότι θα σώσουν την κοινωνία από το μνημόνιο και από το ευρώ. Αυτό όμως που κατάφεραν και οι δύο πλευρές ήταν να σώσουν το αποτυχημένο και παραπέον σύστημα, βοηθώντας το να διατηρηθεί άθικτο χωρίς αναδόμηση, αναδιάρθρωση και ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές. Αυτά τα αντιθετικά δίπολα-διλήμματα, συγκαλύπτουν το ουσιαστικό και θεμελιώδες πρόβλημα της χώρας, που είναι η ανάγκη για βαθειές πολιτειακές και θεσμικές αλλαγές, οι οποίες λείπουν εκκωφαντικά από τις διαθέσεις και τα προγράμματα όλων των κομμάτων.
Ταυτοχρόνως λείπουν από την κοινωνία το όραμα, η επιθυμία και η βούληση για ριζικές αλλαγές, οι οποίες θα αφαιρέσουν εξουσία, προνόμια και πλούτο από τους παραδοσιακούς κατόχους και θα επιτρέψουν τη συμμετοχή των ατόμων στη λήψη των αποφάσεων και στη θέσπιση των νόμων. Χωρίς αυτή τη συμμετοχή δεν είναι δυνατόν να βρεθεί διέξοδος στην καταστροφική πορεία, διότι ένας από τους λόγους για την πορεία αυτή ήταν η πολιτική απουσία της κοινωνίας. Επίσης, οι δήθεν ειδικοί αποδείχθηκαν ανίκανοι, διαπλεκόμενοι και διεφθαρμένοι, ενώ η εκλογική νίκη δεν προσπορίζει την ουσιαστική εξουσία, η οποία στην πραγματικότητα ασκείται από την ολιγαρχία των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των ΜΜΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αλήθεια αυτή επιβεβαιώνεται και από την σημερινή εικόνα των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων, τα οποία, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έχουν μεταλλαχθεί σε μετα-αντιπροσωπευτικά, μετα-κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Ενώ δηλαδή διατηρούν ακόμη το κοινοβούλιο και τις εκλογές εν τούτοις αυτά δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, διότι οι τελευταίες λαμβάνονται από τις αγορές, από κέντρα που δεν έχουν εκλεγεί από τις κοινωνίες. Σε αυτό συνετέλεσε η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και χρηματιστικοποίησης εκ μέρους των μεγάλων επιχειρήσεων, των τραπεζών και χρηματιστηρίων με τη βοήθεια των κοινοβουλίων όλων των δυτικών χωρών. Έτσι οι αποφάσεις λαμβάνονται όχι μόνο ερήμην της κοινωνίας αλλά και ερήμην του κοινοβουλίου. Αυτό σημαίνει απουσία τόσο δημοκρατίας όσο και αντιπροσώπευσης. Η κατάσταση αυτή έχει λάβει ακραία μορφή στην περίπτωση της Ελλάδας, στην οποία είναι έκδηλη η ανάθεση των αποφάσεων σε κέντρα εκτός της κοινωνίας και του κοινοβουλίου, στην εξωθεσμική τρόικα.
Στο πλαίσιο αυτό οι εκλογές δεν συνιστούν ουσιαστικό όργανο πολιτικής και αντιπροσώπευσης. Δεν λύνουν τα θεμελιώδη προβλήματα. το κύριο που καταφέρνουν είναι να τα συγκαλύπτουν, να τα οξύνουν ή να τα μεταθέτουν. Το μόνο που επιτρέπουν οι εκλογές είναι η διαχείριση της εξουσίας προς όφελος των κομμάτων, των ισχυρών και της ολιγαρχικής ελίτ. Επί πλέον η άποψη πως τα κόμματα μπορούν να επαναφέρουν το κοινοβούλιο στην προτέρα κατάστασή του για να αποφασίζει κυριαρχικώς είναι φαύλος κύκλος, αφού από την προτέρα κατάσταση μεταλλάχθηκε σε μετακοινοβουλευτισμό εν πλήρει γνώσει και συνειδήσει.
Από την άλλη, η εκλογική διαδικασία δεν δανείσθηκε τυχαίως όρους από την στρατιωτική και πολεμική ορολογία. Πρόκειται ακριβώς περί εκστρατείας, με όλη τη σημασία της λέξεως, που έχει σκοπό να αλώσει τη συνείδηση και να κάμψει τη θέληση των ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί, βομβαρδισμένοι με προεκλογικές υποσχέσεις, βαρύγδουπα συνθήματα, λεηλατημένοι από την πλύση εγκεφάλου, τους εκβιαστικούς μονόδρομους και τα εκφοβιστικά διλήμματα, να συρθούν εξουθενωμένοι και καθημαγμένοι στις κάλπες, να παραδοθούν και να παραδώσουν την εξουσία στα κόμματα, στους ολίγους. Ο αντίπαλος, δηλαδή, στην προεκλογική εκστρατεία, δεν είναι ο άλλος υποψήφιος ή το άλλο κόμμα – αυτοί, λίγο ή πολύ, είναι οι κερδισμένοι και οι νικητές, επειδή ούτως ή άλλως συμμετέχουν στη διανομή της εξουσίας και επωφελούνται από αυτήν. Ο ουσιαστικός αντίπαλος είναι οι πολλοί, οι οποίοι πρέπει να καμφθούν και να αλλοτριωθούν πολιτικώς, να καταντήσουν ψηφοφόροι, να παραδώσουν τα ψήγματα ελεύθερης σκέψης και πολιτικής δύναμης που κατέχουν στους ολίγους κομματικούς. Έτσι όμως χάνεται τόσο η διέξοδος από τη χρεοκοπία και την παρακμή όσο και το όραμα της δημοκρατίας. Οι μεγάλοι ηττημένοι των εκλογών είναι η κοινωνία και η δημοκρατία.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων τι μπορεί να κάνει η χειμαζόμενη κοινωνία; Η μόνη δύναμη που έχει η κοινωνία είναι η εφεδρεία της επανάστασης, λέει η Χάννα Άρεντ και συμφωνεί ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Επανάσταση δεν σημαίνει όπλα, φόνοι, εμφύλιοι και κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων, με τη μαρξιστική και λενινιστική έννοια, αλλά μία κινητοποίηση του κοινωνικού πλήθους για ριζοσπαστικές αλλαγές, για θεσμική αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος. Προαπαιτούμενο είναι η κοινωνία να συμπεριφερθεί όχι ως εκλογικό παθητικό ενεργούμενο, αλλά ως ενεργητικό πολιτικό υποκείμενο, ως αυτόνομη συλλογικότητα με βούληση και όραμα για μία δημοκρατική κοινωνία.
[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 20 Ιανουαρίου 2015]