ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ
- February 23, 2015
- 0 comments
- 0
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ
Τι σημαίνει «μετά τον Καστοριάδη»; Μα ακριβώς αυτό που καταλαβαίνουμε εξαρχής. Τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του μεγάλου φιλοσόφου ανέδειξαν την σημασία της φιλοσοφικής και πολιτικής του σκέψης, έφεραν τα ερωτήματα που ο ίδιος είχε διατυπώσει στο επίκεντρο των κοινωνικών αγώνων, επιβεβαίωσαν την κριτική του στην καπιταλιστική (αν)ορθολογικότητα, έθεσαν το ζήτημα της Άμεσης Δημοκρατίας στην καρδιά της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, νέες μορφές επικοινωνίας και συνταύτισης αναδύθηκαν, δριμύτατες κοινωνικές συγκρούσεις γκρέμισαν το κάτοπτρο της ασημαντότητας και καινούργιες πολιτικές αγωνίες προσπαθούν να βρουν λέξεις για να αρθρωθούν. Ο λόγος του Καστοριάδη μοιάζει πιο επίκαιρος από ποτέ, ενώ η γλαύκα της Ακαδημίας, αρχίζει να λοξοκοιτά μυωπικά το έργο του, με στόχο να το απολιθώσει. Όμως το έργο του Καστοριάδη δεν προσφέρεται για απολίθωση. Δεν είναι μία κλειστή θεωρία, είναι μια πρόσκληση σε πράξη, μια προτροπή σε αναστοχασμό, μία αξίωση αυτονομίας.
Σήμερα η αίσθηση πως ζούμε σε εποχές όπου η Ιστορία αλλάζει είναι έντονη καθώς η κοινωνική κινητικότητα, η διάχυση της πληροφορίας και οι κοινωνικές εντάσεις οξύνονται. Η αίσθηση της ιστορικής επιτάχυνσης διαφωτίζει τις πολιτικές διαστάσεις του Χρόνου. Το πολιτικό πρόβλημα, το πρόβλημα της πολιτικής απόφασης και της συλλογικής ταυτότητας επανατίθεται και όλες οι γνωστές λύσεις καταρρέουν. Το ερώτημα της εξουσίας στην βασική του μορφή γίνεται πάλι αινιγματικό και οι απόπειρες να επιλυθεί με όρους γυμνής ισχύος και ελλειμματικής νομιμοποίησης δεν μπορούν να καλύψουν τα πολλαπλά πεδία όπου εκδηλώνεται μία πρωτοφανής σημασιακή και αξιακή κρίση. Το πολιτικό ζήτημα επανέρχεται λοιπόν ως ζήτημα του δημόσιου Χώρου και του δημόσιου Χρόνου καθώς αυξάνεται η κοινωνική εντροπία και μαζί η συνειδητοποίηση της ρευστότητας και της ανασφάλειας. Η μεταλλαγές της εργασίας ισοδυναμούν με αλλαγές στην διαχείριση του κοινωνικού χρόνου. Θα υπενθυμίσουμε εξάλλου την ερωταπόκριση του καθηγητή Παναγιώτη Νούτσου: ‘ποια είναι τώρα τα δρώντα «κοινωνικά κινήματα»; Προφανώς παραμένει πρώτο, παρά την αυξομείωση και τις μεταπλάσεις της δυναμικής του, το κίνημα που προτάσσει τα του εργάσιμου χρόνου. Επιπλέον, ό,τι συνδέει αυτόν τον χρόνο με τον υπό διάθεση, με σημείο αναφοράς αρκετά κοινωνικά στρώματα’[1]. Η κατάρρευση των μεγάλων αφηγήσεων και η απονομιμοποίηση της μαζικής πολιτικής αφήνουν το κοινωνικό πεδίο γυμνό από έτοιμες δικαιώσεις νοήματος και φαντασιακές ταυτότητες που να προσφέρουν μία αίσθηση σταθερότητας και αιωνιότητας μέσα στην ιστορική θύελλα.
Η έννοια του Καιρού επανέρχεται στην φιλοσοφική και πολιτική συζήτηση είτε ως αντίθετη είτε ως σύστοιχη με την έννοια της Ιστορίας[2]. Μυθικές εθνικές και πολιτισμικές συνέχειες επανεπενδύονται με νόημα για να καλυφθούν οι κοινωνικές α-συνέχειες που βιώνονται πλέον και στο παρόν, σαν δυσαρμονικές συγχρονικότητες[3]. Ακόμη και η επιστήμη, που πατά εδώ και έναν αιώνα σε θρυμματισμένα θεμέλια, ανακαλύπτει νέες απορίες στο μοντέλο της εξωτερικής πραγματικότητας που έχει κατασκευάσει και ακόμη και η επιβεβαίωση θεωρητικών προβλέψεων όπως το μποζόνιο Higgs (το καλοκαίρι του 2012) συνδέονται με την ανάδυση νέων μυστηριωδών οντοτήτων της θεωρίας όπως η σκοτεινή ύλη και η σκοτεινή ενέργεια που ανθίστανται σε όποια εμπειρική παρατήρηση, θέτοντας εν αμφιβόλω την ίδια την έννοια της παρατήρησης.
Παράλληλα, οι μεγάλες μεταφυσικές θέσεις που στήριξαν την εξουσία του εθνοκράτους και του καπιταλισμού, η μεταφυσική του Κράτους ως αναγκαίας μορφής εξουσίας, η μεταφυσική του Έθνους ως αιώνιας μορφής πολιτισμού, η μεταφυσική του τέλους της Ιστορίας και κυρίως η μεταφυσική της Ανάπτυξης ως φυσικής ορμής του ανθρώπου, όλες αυτές οι αυθαίρετες αξιώσεις θρυμματίστηκαν σαν νοήματα. Νέα νοήματα αναδύονται από τις μήτρες της κοινωνικής αλληλεγγύης και της πολιτικής αυτονομίας, το νόημα της Άμεσης Δημοκρατίας, το νόημα της κοινωνικής αυτοκυβέρνησης και το νόημα της περιορισμένης οικονομίας και της αποανάπτυξης, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Λατούς. Η δημιουργική σύνθεση αυτών των νοημάτων σε αυτόνομες θεσμίσεις σε έναν παγκόσμιο ορίζοντα, αποτελεί τα νήματα ενός νέου κόσμου που έρχεται, ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου.
Δεν είναι τυχαίο πως η έννοια της δημιουργίας είναι κεντρική στην οντολογία και την ανθρωπολογία του Καστοριάδη, δεν είναι τυχαίο πως σε αυτό το πλαίσιο ο κοινωνικός χρόνος παύει να λογίζεται ως μεταφυσική ποιότητα και εμφανίζεται ως πολιτικό, κοινωνικό και ανθρώπινο διακύβευμα.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η κριτική του Καστοριάδη υπήρξε καταρχάς εύστοχη και ορθή και κατά συνέπεια γόνιμη για τον σύγχρονο στοχασμό. Κατά πόσο μπορεί να βρει εφαρμογή στην ανάλυση των σύγχρονων κοινωνικών πραγματικοτήτων και κατά πόσο μπορεί να εκπληρώσει την φιλοδοξία του συνδυασμού της θεωρίας και της πράξης μέσα από το πρόταγμα της αυτονομίας.
Το δεύτερο ερώτημα είναι να εξετάσουμε τη σχέση του κοινωνικού χρόνου με την κοινωνική αυτοθέσμιση. Ως υποερώτημα αυτού προκύπτει το ζήτημα της σχέσης της οντολογίας της δημιουργίας του Καστοριάδη με τις πολιτικές θεωρίες της ελευθερίας και την δική του πολιτική πρόταση της αυτονομίας στο κοινωνικό πεδίο και πιο συγκεκριμένα στην οντολογία των θεσμών ως μορφών επένδυσης κοινωνικών χρονικοτήτων.
Τρίτο ερώτημα είναι ποιες συνέπειες προκύπτουν από αυτή τη θέση του Χρόνου-ως-Είναι σε σχέση με το υπαρξιακό ζήτημα της ατομικής θνητότητας και το πολύπλοκο πρόβλημα της ένταξης και παρουσίασης του ατόμου στο κοινωνικό πεδίο. Και πώς μπορεί να βοηθήσει στην εκδίπλωση της δημιουργικότητας του ατόμου με στόχο τον μετασχηματισμό της κοινωνίας προς την αυτονομία.
Επιπλέον ερώτημα, ποια σημασία μπορεί να έχουν οι έννοιες του δημόσιου χρόνου και του δημόσιου χώρου στον καθορισμό της πολιτικής έννοιας της ελευθερίας, τόσο ως θεσμίζουσα αυτονομία, όσο και ως θεσμισμένη κατάσταση με τη διττή όψη της αρνητικής και θετικής ελευθερίας[4]. Τι τύπου είναι η χρονικότητα της Άμεσης Δημοκρατίας; Ένα υποερώτημα είναι το ζήτημα της ριζικής ρήξης της κοινωνικής χρονικότητας που θέτει η εξέγερση και η επανάσταση.
Ο μόνος τρόπος να σκεφτούμε την εποχή μας είναι να αναστοχαστούμε πάνω στο παρελθόν και το παρόν μας. Ο μόνος τρόπος να τιμήσουμε τον Καστοριάδη είναι να συνεχίσουμε τον ζωντανό δημόσιο διάλογο με τη σκέψη του. Η λέξη ‘μετά’ στον τίτλο αυτού του βιβλίου έχει αποκλειστικά χρονολογική σημασία. Μετά τον θάνατο του μεγάλου φιλοσόφου, η σκέψη του παραμένει ζωντανή. Αποτελεί ένα στοιχείο ελευθερίας μέσα στην Ιστορία για την οποία είμαστε υπεύθυνοι, την Ιστορία που γράφεται στους δρόμους της αυτονομίας όχι με τα βήματα της θεωρίας, αλλά με τις ρήξεις της πράξης.
Αλ. Σχισμένος- Ν. Ιωάννου, Αθήνα, Νοέμβρης 2014