Αντίο ανάπτυξη του Γιώργου Κολέμπα
- February 6, 2012
- 0 comments
- 0
«Χρειαζόμαστε περισσότερη ανάπτυξη για να ξεπεράσουμε την κρίση και να σωθούμε!»
Αυτό διατυμπανίζουν οι κάθε λογής ιθύνοντες αυτού του «αναπτυγμένου» κόσμου.
Μα καλά, δεν έχουμε αρκετή ανάπτυξη στις «αναπτυγμένες χώρες»;
Να «σωθούμε»; Από τι; Από την πείνα ή από τη καταστροφή του πλανήτη; Μήπως από το ίδιο σύστημα και τις ελίτ του;
Μέχρι τώρα η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία ξέρει να βάζει μόνο 3 στόχους: ανάπτυξη! ανάπτυξη! ανάπτυξη!
Και οι πολιτικοί αυτό ξέρουν να λένε: κοινωνική ευημερία μόνο μέσω της οικονομικής ανάπτυξης! Στο θέμα αυτό από την Αριστερά μέχρι τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Νέο-φιλελεύθερους υπάρχει ένας πολύ μεγάλος συνασπισμός: όλοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και παντού στην παγκόσμια οικονομία, για ανάπτυξη. Όση περισσότερη τόσο το καλύτερο. Ο καπιταλισμός χωρίς ανάπτυξη; Είναι μια παράσταση τρόμου!
Λιγότερο; Αυτό είναι ένα ταμπού στην πολιτική – και βεβαίως στην οικονομία. Η οικονομία να αναπτυχθεί λιγότερο; Μια τέτοια πρόταση θα έβλαπτε την καριέρα κάθε πολιτικού που θα την έκανε, ανεξάρτητα του κόμματος που θα ανήκε. Η ιδεολογία της ανάπτυξης έχει κυριαρχήσει στην πλειοψηφία των συνειδήσεων των πολιτών, ιδίως στις χώρες του «Βορρά-Δύσης», αλλά όχι μόνο. Από τη στιγμή που παγκοσμιοποιήθηκε ο καπιταλισμός έχει παγκοσμιοποιήσει και την ιδεολογία της ανάπτυξης.
Άλλο όμως ιδεολογία και άλλο οικονομική πραγματικότητα! Το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης δε μπορεί να παγκοσμιοποιηθεί! Γιατί;
Όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι-ακόμη και ιθύνοντες του συστήματος, ιδίως μετά τις εξελίξεις της παρούσας συστημικής πια κρίσης του καπιταλισμού-αρχίζουν να αμφισβητούν αυτή την χίμαιρα του καπιταλισμού και να υποστηρίζουν ότι θα μπορούσαμε να πάμε σε μια οικονομία που να λειτουργεί χωρίς ανάπτυξη. Ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καλύτερο και για την ανθρωπότητα, αλλά οπωσδήποτε και για το περιβάλλον.
Έχουμε να κάνουμε με έναν πλανήτη με περιορισμένους πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Η πραγματική οικονομία είναι ένα υποσύστημα αυτού του πεπερασμένου κόσμου και η καμπύλη με την οποία την παριστάνουν οι οικονομολόγοι της δεν μπορεί να είναι ανοδική χωρίς να τελειώνει ποτέ. Η καμπύλη βασίζεται σε μια λανθασμένη υπόθεση, γιατί σε ένα πεπερασμένο κόσμο, δεν μπορεί ένα υποσύστημά του-η οικονομία- να αυξάνεται απείρως. Αυτό φαίνεται να μη γίνεται αντιληπτό, γιατί έχει μπερδευτεί η πραγματική οικονομία με την χρηματοπιστωτική. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας-έχοντας το πλεονέκτημα ότι έχει γίνει γενικά αποδεκτό να εκφράζονται όλα με μια χρηματική τιμή- μπορεί πράγματι να παρουσιάζει την προοπτική της αέναης μεγέθυνσης. Δεν κοστίζει τίποτα σε αυτόν να αυξάνει τους όγκους χρήματος- με τη δημιουργία από τις τράπεζες νέου χρήματος με διάφορους τρόπους-αλλά στην πραγματική οικονομία δεν υπάρχει «δωρεάν γεύμα» και τα χρήματα δεν «τρώγονται». Αυτό που κάνει όμως ο χρηματιστικός τομέας δεν είναι πραγματική μεγέθυνση, είναι «φούσκα», δεν μεγαλώνει την πίτα που είναι για «φάγωμα», απλώς τη φουσκώνει. Η πραγματική οικονομία, που ικανοποιεί την κατανάλωση δεν μπορεί να μεγεθύνεται στο διηνεκές, άρα δε μπορεί να μεγεθύνεται αντίστοιχα και η κατανάλωση. Ούτε και όταν ονομάσει κανείς την καπιταλιστική οικονομία πράσινη ή αειφορική.
Αυτή ακριβώς η σκέψη είναι ανύπαρκτη στα συμβατικά οικονομικά μοντέλα.
Αυτό είναι και το βασικό πρόβλημα. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να αγνοεί μονίμως τους νόμους της φύσης. Αν συνεχίσει να το κάνει αυτό, καταστρέφει τη βάση της ύπαρξής της. Θα μπορούσε όμως να λειτουργήσει διαφορετικά;
Ναι: αντί να παράγει περισσότερα, θα έπρεπε να παράγει καλύτερα. Ο στόχος θα έπρεπε να είναι μια «σταθερής κατάστασης οικονομία», η οποία χρησιμοποιεί κυρίως πόρους, τους οποίους μπορεί να τους αναπαραγάγει πάλι η ίδια ή η φύση- από μόνοι τους ανανεώσιμοι. Μια οικονομία δηλαδή, που είναι σε αρμονία με τη φύση.
Ακούγεται ονειρικό, στην πραγματικότητα όμως θα έχει ριζοσπαστικές συνέπειες. Πού επενδύει κάποιος τα χρήματα του σε μια οικονομία που δεν αυξάνεται πλέον; Από πού θα προέλθουν οι νέες θέσεις εργασίας; Και πως θα αναπτύσσεται τότε η καινοτομία; Η απάντηση σε όλα αυτά τα αγχωτικά ερωτήματα που μπαίνουν: μια σταθερής κατάστασης δημόσια οικονομία δεν είναι κάτι που πρέπει να φοβόμαστε. Εν τέλει, οι στόχοι της είναι η μεγαλύτερη σταθερότητα στις αγορές, η όλο και περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και η οικολογική ασφάλεια. Μια τέτοια οικονομία δεν είναι επίσης σε καμιά περίπτωση βαρετή ή μη παραγωγική. Γιατί και στα πλαίσιά της θα αντικαθίσταται το παλιό με το καινούργιο, δηλαδή η παλιά βιομηχανία-τεχνολογία με νέες τέτοιες, πιο ήπιες και έξυπνες. Μόνο η οικονομία σαν σύνολο δεν θα αυξάνεται πλέον συνέχεια.
Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε «πολλές Ελλάδες», δηλαδή χώρες των οποίων οι οικονομίες να συρρικνώνονται με τη διαδικασία του σοκ, αλλά μια ήπια μετάβαση προς μια οικονομία και κοινωνία της «αποανάπτυξης». Η κρίση, με την απομυθοποίηση και την ιδεολογική κατάρρευση του καπιταλισμού που φέρνει μαζί της, αλλά και τη προώθηση της «φτωχοποίησης» των μεσαίων τάξεων και του «αναπτυγμένου» κόσμου, μπορεί να θέσει σε κίνηση σημαντικές μειοψηφίες-αν όχι πλειοψηφίες- πολιτών παντού(στην αρχή στους «αδύνατους κρίκους» της Ν. Ευρώπης). Αυτές, δημιουργώντας από τώρα -σε μικρογραφία έστω-τους θεσμούς αυτής της κοινωνίας, θα θέσουν τις βάσεις για αυτή την μετάβαση, ξεπερνώντας «στη στροφή» τον ίδιο τον καπιταλισμό(μένει βέβαια ανοιχτό το ζήτημα της πιθανής βίας από τη μεριά του, όταν θα τον «προσπερνάμε»).
Ειδικά για την Ελλάδα, του συγκυριακά πιο «αδύναμου κρίκου» του καπιταλισμού και του «ναυαγού της ανάπτυξης», θα είναι πιο εύκολη αυτή η μετάβαση. Βέβαια, η γενικότερη πρόταση για την αποανάπτυξη, κινδυνεύει να γίνει αντιληπτή εδώ, σαν δεκανίκι του «αποαναπτυσσόμενου καπιταλισμού», που θα επιδιώξει στο επόμενο διάστημα τη συρρίκνωση των μεσοστρωμάτων και τον περιορισμό του καταναλωτικού μοντέλου, ώστε να αφορά πλέον μόνο τις οικονομικές ελίτ. Ο κίνδυνος να κατηγορηθεί ότι με τη ρητορική του «λιγότερου», προτείνει την «πτώχευση της κοινωνίας» και ότι θέλει να «χρυσώσει το χάπι» για τους «νεόπτωχους» για να υπάρξει από τη μεριά τους συναίνεση και να μετατρέψει τον καταναγκασμό τους σε δική τους επιλογή είναι αυτονόητος. Αλλά αυτή η κατηγορία θα μπορεί να βρει ερείσματα στην κοινωνία μόνο, αν δεν διακηρύξει ρητά και αν δεν επιδιώξει πρακτικά, το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα και δεν προετοιμασθεί ταυτόχρονα για κοινωνικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς.
Το πρώτο βήμα που είναι απαραίτητο να γίνει, ώστε αυτή η μετάβαση να είναι εθελοντική και να μη επιβληθεί από ένα τεχνοφασιστικό-σε εξέλιξη- σύστημα, είναι η «αποαποικιοποίηση» της κοινωνικής συνείδησης από την ιδεολογία της ανάπτυξης. Να αναπτυχθεί ένας «αποαναπτυξιακός» τρόπος σκέψης που θα προωθήσει τη μείωση πάντα της μη οικολογικής κατανάλωσης και την οργάνωση του «λιγότερου» με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Διότι μόνο αν τουλάχιστον οι αναπτυγμένες χώρες δαπανούν λιγότερο, θα μπορούσε να εξασφαλισθεί η συνέχιση της ζωής των επόμενων γενιών.
Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει: οι άνθρωποι στις πλούσιες χώρες να αγοράζουν λιγότερα νέα πράγματα και να προτιμούν να χρησιμοποιούν τα παλιά για περισσότερο χρόνο, επισκευάζοντάς τα, καλύτερα μάλιστα μόνοι τους. Με σφυρί και κατσαβίδι να περάσουμε στο μέλλον; Οι περισσότεροι καθεστωτικοί πολιτικοί και οι οικονομολόγοι θεωρούν τις ιδέες αυτές τρελές. Από πού θα προέλθει η πολιτική βούληση και οικονομική δύναμη, η οποία θα μπορέσει να πείσει τους πολίτες ότι το λιγότερο είναι καλύτερο και ταυτόχρονα να κάνει ανακατανομή πόρων και εξουσίας καθώς και οικολογικοποίηση του καταναλωτικού μοντέλου; Όχι πάντως από το υπάρχον κομματικό σύστημα εξουσίας. Πολύ περισσότερο από το ελλαδικό πολιτικό προσωπικό.
Μόνο αν δημιουργηθεί ένα κίνημα των «από κάτω» της ελληνικής κοινωνίας, που θα αποφασίσει ότι «δεν θέλουμε να μας σώσουν οι αναπτυξιολάγνοι δανειστές, τραπεζίτες, επενδυτές κ.λπ, με το πολιτικό προσωπικό τους. Δεν τους χρωστάμε, δεν τους πουλάμε, δεν τους πληρώνουμε! Έπαιξαν στο καζίνο τους και έχασαν!».
Θα σωθούμε μόνοι μας! Θα ζήσουμε καλύτερα με λιγότερα, παράγοντάς τα με τις δυνάμεις μας και τους δικούς μας πόρους, στηριζόμενοι περισσότερο στα συλλογικά αγαθά, με καλύτερη ποιότητα και δίκαιες ανταλλαγές. Αρκεί να είναι επιλογή μας ο αντικαταναλωτισμός, η κοινωνική αλληλεγγύη, η ισοκατανομή και η κοινωνική και περιβαλλοντική μέριμνα. Τότε δεν θα χρειασθούμε τα λεφτά τους και τις «δόσεις» τους και δεν θα μας επιβάλουν οι «σωτήρες» την «φτωχοποίησή» μας. Γιατί θα επιλέξουμε-όχι ηττημένοι-τη μελλοντική μας ευημερία, μέσα από την λιτότητα («λιτότητα της ατομικής κατανάλωσης, μέσα από την αφθονία των συλλογικών αγαθών»).
Ένα τέτοιο κίνημα δεν θα είναι μόνο του, μπορεί όμως να αποδειχθεί και πρωτοπόρο για το παγκόσμιο κίνημα της αποανάπτυξης –τοπικοποίησης.